Οικονομία & Αγορές
Τρίτη, 02 Μαΐου 2006 15:47

ΥΠΟΙΟ: Οι εξελίξεις και οι προοπτικές της οικονομίας

Για τις εξελίξεις και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας ενημέρωσε σήμερα την Κυβερνητική Επιτροπή ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών κ. Γιώργος Αλογοσκούφης.

Η εισήγηση του υπουργού έγινε με βάση έκθεση της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του ΥΠ.ΟΙ.Ο:

Ι.Οι εξελίξεις το 2005

α. Ρυθμός Ανάπτυξης

Το 2005, η Ελληνική Οικονομία παρά τις αντίθετες προβλέψεις για σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης κάτω του 3%, τη μεγαλύτερη άνοδο στις τιμές του πετρελαίου που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια (πάνω από τα 60 δολ. ΗΠΑ το βαρέλι), καθώς και τη δύσκολη, πλην όμως επιτυχή προσπάθεια για τη μείωση του υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος, διατήρησε το δυναμισμό της και ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ ανήλθε στο 3,7%. Επιπλέον, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες σταθερής αγοραστικής δύναμης (στην Ε.Ε. 15 = 100), αυξήθηκε στο 77,1%, έναντι 75,4% το 2004. Θα πρέπει εξάλλου να τονιστεί ότι η πορεία σύγκλισης προς το μέσο όρο της Ε.Ε. 15 ήταν ταχύτερη το 2005, αφού ο δείκτης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ ως προς το μέσο της Ε.Ε. 15, αυξήθηκε κατά 2,3%, δηλαδή 1,1 εκατ. μονάδες ταχύτερα, σε σχέση με τη μέση ετήσια αύξηση που σημειώθηκε την περίοδο 1994 – 2004 ( 1,2%).

Ο ρυθμός αύξησης του δανεισμού του ιδιωτικού τομέα διατηρήθηκε επίσης σε υψηλά επίπεδα, διπλάσιος από τον αντίστοιχο της Ευρωζώνης, ενισχύοντας έτσι την καταναλωτική και επενδυτική δαπάνη νοικοκυριών και επιχειρήσεων.

Η επίτευξη του υψηλού ρυθμού ανάπτυξης (και μάλιστα επιταχυνομένου κατά τη διάρκεια του έτους, από 3,5% το α’ τρίμηνο στο 3,7% στο δ’ τρίμηνο), αποτελεί μία ιδιαιτέρως σημαντική εξέλιξη, αφού

• Δεν επαναλήφθηκε η σημαντική επίδραση από τις δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, η οποία είχε συμβάλλει κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες στο ρυθμό ανάπτυξης του 2004.

• Η συγκράτηση του ρυθμού ανάπτυξης στο 3,7% (και όχι στο 3,9% όπως αρχικά είχε προβλεφθεί), οφείλεται αποκλειστικά στην απρόσμενη και μη προβλεφθείσα από κανένα διεθνή οργανισμό, άνοδο των τιμών. Το Νοέμβριο του 2004, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμούσε για το 2005, μέση τιμή πετρελαίου στα 45,1$ το βαρέλι (αύξηση κατά 14,8%, έναντι του 2004). Ωστόσο, η αύξηση που σημειώθηκε τελικώς ανήλθε στο 42,3% και η μέση τιμή διαμορφώθηκε στα 54,4$. Στην τελευταία τριμηνιαία έκθεση της, η Ε. Επιτροπή επισημαίνει ότι μία μόνιμη αύξηση κατά 50% στην τιμή του πετρελαίου, περιορίζει το ρυθμό αύξησης στην ευρωζώνη κατά 0,6% τον α’ χρόνο και 0,3% τον β’, ενώ αναλόγως επιταχύνει τον πληθωρισμό κατά 0,5 εκατοστιαίες μονάδες κάθε χρόνο. Η Ε. Επιτροπή δικαιολογεί την αναθεώρηση των προβλέψεων για την ανάπτυξη στην ευρωζώνη, με κεντρικό επιχείρημα τις υψηλές τιμές του πετρελαίου. Ενώ το φθινόπωρο του 2004, προέβλεπε για το 2005 ρυθμό ανάπτυξης 1,6%, ο πραγματικός ρυθμός περιορίστηκε στο 1,3%.

• Ο ρυθμός αύξησης των εσόδων από τη ναυτιλία, κατόπιν της σημαντικότατης ανόδου κατά 40% το 2004 (που συνέβαλλε κατά 2,3 ποσοστιαίες μονάδες στο ρυθμό ανάπτυξης), επανήλθε κατά το 2005 στην ομαλότητα της περιόδου 1996 – 2003, με θετική πλην όμως περιορισμένη επίπτωση (0,2 εκατοστιαίες μονάδες).

• Τέλος, οι πρωτογενείς δαπάνες του δημοσίου (εκτός ΠΔΕ) περιορίσθηκαν σημαντικά κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, στο ευρύτερο πλαίσιο της πολιτικής δημοσιονομικής εξυγίανσης και μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος.

Τονίζεται επίσης ότι στο Χρηματιστήριο Αθηνών, ο Γενικός Δείκτης σημείωσε

σημαντική άνοδο, πάνω από το 30%.

β. Εγχώρια Ζήτηση

Η ιδιωτική κατανάλωση το 2005, τόσο λόγω της αύξησης των πραγματικών αμοιβών των μισθωτών κατά 2,9% (στην Ευρωζώνη σημειώθηκε μείωση 0,3% την ίδια χρονιά), όσο και της περαιτέρω αύξησης κατά 22,3% της καταναλωτικής πίστης (η οποία αν και υψηλή, σημειώνει επιβράδυνση έναντι της κατά 37,4% ανόδου το 2004), αυξήθηκε σημαντικά κατά 3,7%, παρά τη μείωση της αγοράς νέων επιβατικών αυτοκινήτων (-3%, έναντι αύξησης 15,7% το 2004, οπότε είχε σημειωθεί αύξηση της κατανάλωσης κατά 4,7%). Ο ρυθμός αύξησης της δημόσιας κατανάλωσης, διατηρήθηκε υψηλός στο 3,1%. Οι συνολικές επενδύσεις, λόγω της μείωσης του ΠΔΕ κατά 21,1% το 2005 σε τρέχουσες τιμές, καθώς και του μειωμένου όγκου αδειών για νέες οικοδομές κατά την προηγούμενη διετία, μέχρι και τον Ιούνιο του 2005, σημείωσαν μείωση κατά 1,4%, σε σταθερές τιμές. Αντίθετα, οι ιδιωτικές επενδύσεις εκτός κατοικιών σημείωσαν άνοδο 1,5% σε σταθερές τιμές. Έτσι, η συνολική εγχώρια ζήτηση, σημείωσε άνοδο κατά 2,3%.

γ. Εξωτερικό Ισοζύγιο

Η στασιμότητα των τιμών των εξαγομένων (εκτός καυσίμων) στα επίπεδα του 2004, καθώς και η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας [1] επηρέασε θετικά τις εξαγωγές αγαθών, οι οποίες αυξήθηκαν το 2005 κατά 8,2% σε σταθερές τιμές, σημειώνοντας τον υψηλότερο ρυθμό της τελευταίας δεκαετίας και συμβάλλοντας κατά 0,7 εκατοστιαίες μονάδες στο ρυθμό ανάπτυξης (ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανόδου την περίοδο 1996 – 2004 ήταν μόλις 1,4% και συνέβαλλε κατά 0,15 εκατοστιαίες μονάδες στο ρυθμό ανάπτυξης). Η συγκράτηση του ρυθμού αύξησης των εσόδων από τη ναυτιλία κατόπιν της σημαντικότατης αύξησης του 2004, είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της αύξησης των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών στο 3,0% από 11,5% το 2004. Αντίθετα οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών σε σταθερές τιμές, ύστερα από μία μέση ετήσια αύξηση κατά 7,5% την περίοδο 1996 – 2004, μειώθηκαν το 2005 κατά 1,2%, παρά τη σημαντική αύξηση των εισαγωγών καυσίμων εξαιτίας των υψηλών τιμών πετρελαίου. Σημειώνεται τέλος, ότι το ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών συνέβαλλε κατά 1,1 εκατοστιαίες μονάδες στην αύξηση του ΑΕΠ, όταν κατά την περίοδο 1996 – 2004 είχε αρνητική συμβολή κατά 0,8 εκατοστιαίες μονάδες ετησίως.

Στο γενικότερο πλαίσιο του Εξωτερικού Ισοζυγίου, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η υψηλή τιμή των πετρελαϊκών προϊόντων επηρέασε σημαντικώς αρνητικά τόσο το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, όσο και το ισοζύγιο τρεχουσών της χώρας. Συγκεκριμένα, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών επιβαρύνθηκε κατά 1% ως προς το ΑΕΠ, αφού οι καθαρές εισαγωγές καυσίμων αυξήθηκαν σε αξία, κατά 47,5% (έναντι 6,1% μέση ετήσια αύξηση την τριετία 2002 – 2004), ενώ οι καθαρές εισαγωγές ανήλθαν στο 3,6% του ΑΕΠ, από 2,6% το 2004. Αντίθετα το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου (εκτός καυσίμων) μειώθηκε σημαντικά κατά 6,5%, έναντι αύξησης το 2004 κατά 17,1%, σημειώνοντας σημαντική υποχώρηση ως προς το ΑΕΠ, στο 12,4% από 14,2% το 2004.

δ. Πληθωρισμός

Όσον αφορά στον πληθωρισμό, και παρά την επιτυχή αντιπληθωριστική προσπάθεια που αντικατοπτρίζεται στην συγκράτηση του πυρήνα, από το 3,3% το 2004 στο 3,1% το 2005, σημειώθηκε επιτάχυνση τροφοδοτούμενη κατά βάση από τις απρόσμενα αυξημένες τιμές του πετρελαίου, με αποτέλεσμα την αύξηση του ΓΔΤΚ από 2,9% το 2004 στο 3,5% το 2005. Σύμφωνα με τα τελευταία συγκριτικά στατιστικά στοιχεία της EUROSTAT, το συνολικό επίπεδο τιμών της χώρας μας, έναντι της Ε.Ε. 25 = 100, ανερχόταν το 2004 στο 85,1% και έναντι της Ε.Ε. 15 = 100 στο 81,9%, ήτοι στο χαμηλότερο σημείο των 15 χωρών μελών της Ε.Ε. 15

ε. Αγορά Εργασίας

Σύμφωνα με την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού της ΕΣΥΕ, η συνολική απασχόληση το 2005 αυξήθηκε κατά 1,8% και οι απασχολούμενοι μισθωτοί αυξήθηκαν με ρυθμό, 1,7%, με αποτέλεσμα τη μείωση του ποσοστού ανεργίας, από 10,5% κατά μέσο όρο το 2004, στο 9,9%. Συνολικά το 2005, ο αριθμός των ανέργων μειώθηκε κατά 28.300 άτομα, η συνολική απασχόληση αυξήθηκε κατά 55.900 άτομα και ειδικότερα ο αριθμός των απασχολουμένων μισθωτών κατά 48.400. Επιπλέον, το ποσοστό ανεργίας των νέων (15 – 24 ετών), από 30,5% το 1998 περιορίζεται στο 26,3% το 2005 (στην ευρωζώνη το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται σε 17,8% το 2005). Σημαντική μείωση των νέων ανέργων σημειώνεται και μεταξύ 2004 και 2005, κατά 15.600 άτομα.

Επίσης το ποσοστό των μακροχρονίως ανέργων μειώθηκε μεταξύ του 2004 και 2005, κατά 18.700 άτομα, στο 5,3% του Εργατικού Δυναμικού, από 5,8% το 2004 και 6,2% το 1998 (στην ευρωζώνη το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας ανέρχεται στο 4%, το 2004). Το δε ποσοστό της απασχόλησης (επί του πληθυσμού 15 – 64 ετών), ξεπέρασε για πρώτη φορά το 2005 το 60%, από 59,4% το 2004 και 56% το 1998 (σημειώνεται ότι στην ευρωζώνη το σχετικό ποσοστό ανέρχεται στο 63% το 2004).

στ. Δημόσια Οικονομικά

Σύμφωνα με τα στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού του 2005, ο ρυθμός αύξησης των εσόδων από τον Αύγουστο και μετά επιταχύνθηκε, αυξανόμενος κατά 12,6%, με αποτέλεσμα τα καθαρά έσοδα να αυξηθούν το 2005 κατά 7,5%, έναντι εκτίμησης πραγματοποιήσεων 6,7%. Σύμφωνα με την πρόσφατη ανακοίνωση της Εurostat, το έλλειμμα της Γεν. Κυβέρνησης, από 6,9% του ΑΕΠ το 2004, υποχώρησε στο 4,5% το 2005, έναντι 4,3% εκτίμησης της εισηγητικής έκθεσης του Προϋπολογισμού (Νοέμβριος 2005). Ο λόγος για αυτή την αναθεώρηση του ελλείμματος προς τα πάνω από τη Eurostat, ήταν το πρόστιμο που επεβλήθη για τη μη ορθή διαχείριση των πόρων από το Γ’ ΚΠΣ για την περίοδο 2000 – 2003 και που κλήθηκε να πληρώσει η Χώρα, το οποίο τελικά κατεγράφη και επιβάρυνε το έλλειμμα του έτους 2005, οπότε και επισημοποιήθηκε.

ΙΙ. Οι προοπτικές το 2006

Το 2005 υπήρξε ένα κρίσιμο έτος για την Ελληνική Οικονομία, κατά τη διάρκεια του οποίου ελήφθησαν σημαντικότατες διαρθρωτικές πρωτοβουλίες (όπως, ασφαλιστικό τραπεζών, εξυγίανση δημοσίων επιχειρήσεων, προώθηση ΣΔΙΤ), οι οποίες σε συνδυασμό με τη σταδιακή μείωση των φορολογικών συντελεστών των επιχειρήσεων, τη δημοσιονομική εξυγίανση και το νέο επενδυτικό νόμο, θα ενισχύσουν τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας και θα θέσουν τις βάσεις για σταθερή και βιώσιμη ανάπτυξη μακροπρόθεσμα.

Η δυναμική της ελληνικής οικονομίας θα ενισχυθεί και από τη βαθμιαία επιτάχυνση της ανάκαμψης στην παγκόσμια και ιδιαιτέρως, την ευρωπαϊκή οικονομία, Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ στην ΕΕ-15 προβλέπεται να ανέλθει το 2006 στο 2% από 1,4% το 2005, και γενικότερα στις χώρες του ΟΟΣΑ στο 2,9%. Η ανάκαμψη αυτή βέβαια θα συνοδεύεται από τη διατήρηση των υψηλών τιμών του πετρελαίου και την αναμενόμενη άνοδο των επιτοκίων στην ευρωζώνη.

Οι προοπτικές για το 2006 κρίνονται ευνοϊκές και κατ’ επέκταση η πρόβλεψη για την αύξηση του ΑΕΠ κατά 3,8% θεωρείται εφικτή και υπό προϋποθέσεις, συντηρητική. Επιπλέον, τα πλέον πρόσφατα στοιχεία για την οικονομική συγκυρία είναι ιδιαίτερα θετικά. Συγκεκριμένα,

• Ο δείκτης οικονομικού κλίματος που καταρτίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (και το ΙΟΒΕ) από τον Ιούνιο του 2005 και μετά, ακολουθεί σταθερά ανοδική πορεία, φθάνοντας στο επίπεδο των 92,1 μονάδων το Δεκέμβριο του 2005, από 83,3 μονάδες τον Ιούνιο. Τους πρώτους μήνες του 2006, η ανοδική τάση συνεχίζεται και ο δείκτης το Μάρτιο, φθάνει τις 98,5 μονάδες, σημειώνοντας άνοδο (έναντι του Δεκεμβρίου 2005) κατά 7%, έναντι 3% στην ευρωζώνη. Σημειώνεται ότι το επίπεδο είναι το υψηλότερο που έχει επιτευχθεί από τον Αύγουστο 2004. Όλοι οι επιμέρους δείκτες στη βιομηχανία, τις υπηρεσίες, το εμπόριο και τις κατασκευές βελτιώνονται σημαντικά.

• Αντίστοιχα έντονη ανοδική τάση εμφανίζει και ο πρόδρομος δείκτης οικονομικής συγκυρίας του ΟΟΣΑ (ποσοτικός, και όχι ποιοτικός δείκτης), ο οποίος στο διάστημα Ιούλιος 2005 – Φεβρουάριος 2006 σημειώνει συνολική άνοδο κατά 5,7%, έναντι αύξησης 3,3% στην ευρωζώνη.

• Ο ρυθμός ανόδου της χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα (ως πρόδρομος δείκτης της οικονομικής δραστηριότητας) το Φεβρουάριο του 2006, επιταχύνθηκε στο 17,6%, από 14,4% τον αντίστοιχο μήνα του 2005, σε συνέχεια των προηγουμένων ετών, συμβάλλοντας αισθητά στην ενίσχυση της εγχώριας καταναλωτικής και επενδυτικής ζήτησης.

• Ο όγκος λιανικών πωλήσεων αυξήθηκε το Φεβρουαρίου του 2006 κατά 5,9%, έναντι μικρότερης αύξησης 4,7% τον ίδιο μήνα του 2005, διατηρώντας την έντονη ανοδική τάση και υπερδιπλάσια σε σχέση με την ευρωζώνη, δηλαδή 0,26% μηνιαία άνοδος, έναντι 0,12% αντίστοιχα τους τελευταίους 11 μήνες.

• Επιπλέον, ο ρυθμός ανάπτυξης το 2006 (σε αντίθεση προς το 2005), θα ενισχυθεί μεταξύ των άλλων και από την αύξηση των δαπανών του ΠΔΕ (ύστερα από την περυσινή μείωση) κατά 9,1% σε τρέχουσες τιμές, καθώς και από τη μεγάλη άνοδο αδειών όγκου νέων οικοδομών κατά 70% το β’ εξάμηνο του 2005, η οποία σε μεγάλο βαθμό θα ενισχύσει την επενδυτική δραστηριότητα σε κατασκευές το 2006. Οι άδειες όγκου οικοδομών, όπως αναμενόταν, μειώθηκαν τον Ιανουάριο 2006 κατά 13,7%. Αντιθέτως, οι δαπάνες του ΠΔΕ ανακάμπτουν το Μάρτιο κατά 16,4% και, συνολικά το 1ο τρίμηνο του έτους, ο ρυθμός μείωσης επιβραδύνεται στο 6,1%, από 56,6% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2005.

• Οι εξαγωγές αγαθών σημειώνουν σημαντικότατη άνοδο το 1ο δίμηνο του 2006, κατά 21,2%, έναντι 12,5% την αντίστοιχη περίοδο του 2005. Αντίθετα, οι εισαγωγές αυξήθηκαν με χαμηλότερο ρυθμό, ήτοι 13,7%. Εξαιρουμένων δε των καυσίμων, οι εξαγωγές σημειώνουν έντονη ετήσια άνοδο 17,1%, έναντι 10,1% το 2005 και οι εισαγωγές αντίστοιχα 5,5%, έναντι μείωσης 1,7% το 2005. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήταν να μειωθεί το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου χωρίς καύσιμα κατά 0,7%. Είναι σαφές ότι η σημαντικά θετική επίδοση στον εξαγωγικό τομέα της οικονομίας για το 2005, παραμένει ισχυρή και το 2006.

• Η μεταφερόμενη αύξηση (carry-over effect) από το ρυθμό ανάπτυξης του 4ου τριμήνου του 2005 στο 2006 ανέρχεται στο 0,6%, γεγονός που ενισχύει τις αρχικές μας προβλέψεις, αφού η δυναμική του ρυθμού ανάπτυξης την τελευταία πενταετία (εκτός του carry over της προηγούμενης χρονιάς) ανέρχεται στο 3,4%.

• Ο πληθωρισμός, παρά τη συνεχιζόμενη άνοδο της τιμής του πετρελαίου κατά 42% (σε ευρώ) στο 1ο τρίμηνο του έτους, σημειώνει ελαφρά υποχώρηση στο 3,2% έναντι 3,3% την αντίστοιχη περίοδο του 2005, ενώ η διαφορά από τον μέσο όρο της ευρωζώνης περιορίζεται στις 0,9 εκατ. μονάδες, έναντι 1,4 την αντίστοιχη περίοδο του 2005. Ιδιαίτερα ο πυρήνας του πληθωρισμού υποχωρεί σημαντικά και για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια, πέφτει κάτω από 3% στο 2,6%, από 3,3% αντιστοίχως το 2005.

• Η σημαντική αύξηση των καθαρών εσόδων Τακτικού Προϋπολογισμού, κατά 18,6% το 1ο τρίμηνο του 2006, η οποία υπερβαίνει κατά 60% το στόχο της αύξησης τους σύμφωνα με τον προϋπολογισμό, σε συνδυασμό με την ενίσχυση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, καθιστά πλέον επιτεύξιμη την περαιτέρω μείωση του ελλείμματος της Γενικής Κυβέρνησης, σύμφωνα με τους στόχους του προϋπολογισμού και του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης 2005 - 2008.