Μπορεί η Ελλάδα να έχει κατακτήσει την αξιοπιστία των δημοσιονομικών στοιχείων, ωστόσο υπάρχει ακόμη ανάγκη ενίσχυσής τους, προώθησης των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων και αύξησης των επενδύσεων. Αυτό προκύπτει μεταξύ άλλων από την τοποθέτηση σε εκδήλωση-συζήτηση που διοργάνωσε το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος για τον προϋπολογισμό 2019 του επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή Φραγκίσκου Κουτεντάκη.
Από την έντυπη έκδοση
Μπορεί η Ελλάδα να έχει κατακτήσει την αξιοπιστία των δημοσιονομικών στοιχείων, ωστόσο υπάρχει ακόμη ανάγκη ενίσχυσής τους, προώθησης των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων και αύξησης των επενδύσεων.
Αυτό προκύπτει μεταξύ άλλων από την τοποθέτηση σε εκδήλωση-συζήτηση που διοργάνωσε το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος για τον προϋπολογισμό 2019 του επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή Φραγκίσκου Κουτεντάκη. Όπως ανέφερε στην εισήγησή του, η Ελλάδα έχει κατακτήσει την αξιοπιστία των δημοσιονομικών στοιχείων και αυτή η κατάκτηση πρέπει να θωρακιστεί συνταγματικά. Έκανε λόγο για αβεβαιότητες που συνδέονται με το διεθνές περιβάλλον, καθώς και για δημοσιονομικές αβεβαιότητες που συνδέονται με την πορεία των επιτοκίων και τις δικαστικές αποφάσεις που ανοίγουν τον δρόμο για μελλοντικές διεκδικήσεις.
Ανοίγοντας την εκδήλωση, ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου Κωνσταντίνος Κόλλιας ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «είναι μεν ο πρώτος μεταμνημονιακός προϋπολογισμός, αλλά απαιτούνται ακόμη πολλά για να βγει η χώρα από την κρίση». Πρέπει, είπε, να εφαρμοστούν εμπροσθοβαρώς οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις και να επιτευχθεί η έξοδος στις αγορές.
Ο καθηγητής Οικονομικών στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Διονύσης Χιόνης, μιλώντας στην ίδια εκδήλωση, έκανε λόγο για ανάγκη ενίσχυσης της ενεργού ζήτησης που θα μπορέσει να οδηγήσει σε μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης από τους προβλεπόμενους. Και ζήτησε και την ενίσχυση του κράτους πρόνοιας για την αποφυγή κοινωνικών εκρήξεων.
Από την πλευρά του ο Πάνος Τσακλόγλου, καθηγητής Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, έθεσε το ζήτημα των επενδύσεων, λέγοντας πως εάν η χώρα θέλει ανάπτυξη χρειάζονται επενδύσεις. Και το κενό της μη εισροής ξένων επενδύσεων πρέπει να καλυφθεί με δημόσιες επενδύσεις. Σημείωσε ότι ο προϋπολογισμός αντιμετωπίζει το πρόβλημα της οικονομίας ως πρόβλημα ανεπαρκούς ζήτησης, ενώ, κατά την άποψή του, είναι κυρίως πρόβλημα προσφοράς.
Τα υπερπλεονάσματα
Αξίζει να αναφερθεί ότι μεγάλο μέρος της συζήτησης αφορούσε το κατά πόσον η οικονομία μπορεί να επιτυγχάνει για πολλά χρόνια τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, με τον καθηγητή Οικονομικών Επιστημών στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Παναγιώτη Πετράκη να επισημαίνει ότι θα έπρεπε οι κυβερνήσεις να επανατοποθετηθούν για τη μείωση των στόχων. Τόνισε, δε, πως πρέπει να υπάρξει επανατοποθέτηση και για το είδος της επίβλεψης μετά το μνημόνιο, για να απελευθερωθεί περισσότερο η εθνική οικονομική πολιτική, ενώ ο κ. Χιόνης ανέφερε ότι χρειάζεται επαναδιαπραγμάτευση, αλλά μόνο εάν υπάρξει συζήτηση και για το χρέος, διότι εάν δεν επιλυθεί το πρόβλημα της καμπύλης του χρέους δεν έχει νόημα μια παρόμοια συζήτηση. Όπως δήλωσε από την πλευρά του ο καθηγητής Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Ναπολέων Μαραβέγιας, τα πρωτογενή πλεονάσματα δεν μπορούν να διατηρηθούν για πολλά χρόνια και μάλιστα με τον υπάρχοντα στρεβλό τρόπο φορολόγησης. Ωστόσο, πρόσθεσε, μια τέτοια συζήτηση δεν μπορεί να ανοίξει τώρα, αμέσως μετά την έξοδο από τα μνημόνια, διότι θα δημιουργούσε παρενέργειες.
Ως «αστοχία» χαρακτηρίστηκε κατά τη διάρκεια της συζήτησης η επίτευξη υπερπλεονασμάτων, καθώς δημιουργούνται σε μεγάλο βαθμό από τον περιορισμό των δημοσίων επενδύσεων, λειτουργούν αντιαναπτυξιακά, αποσπούν μεγάλο μέρος εισοδήματος από την εθνική οικονομία και το μεταφέρουν στο εξωτερικό. Τέλος, υπήρξαν ειδικές αναφορές στην υπερφορολόγηση, με την επισήμανση ότι ουσιαστικά πρόκειται για άνιση κατανομή των φορολογικών βαρών και τελικά το φορολογικό βάρος είναι δυσβάστακτο για τα μεσαία στρώματα. Αναφέρθηκαν και δύο παραδείγματα: Το 90% του φόρου εισοδήματος των φυσικών προσώπων το επωμίζεται το 19% των φορολογουμένων και το 83% του φορολογικού βάρους των νομικών προσώπων το επωμίζεται το 4,5% των επιχειρήσεων.