Η πολιτική φθηνού χρήματος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη, κυρίως στη Γερμανία. Η ΕΚΤ θέλει να βάλει τώρα φραγμό στη ροή, ωστόσο οι καταθέτες δεν θα πρέπει να ελπίζουν σε ταχεία αύξηση των επιτοκίων.
Τα διευθυντικά στελέχη της ΕΚΤ έχουν διατυπώσει ανοιχτά την πρόθεσή τους να βάλουν τέλος στην πολιτική του φθηνού χρήματος που εφαρμόστηκε τα τελευταία χρόνια ως μέτρο αντιμετώπισης της κρίσης. Κι όμως οι καταναλωτές δεν θα πρέπει να ελπίζουν σε άνοδο των επιτοκίων στους κάθε λογής αποταμιευτικούς λογαριασμούς τους ούτε για τον επόμενο χρόνο, εκτιμούν πολλοί οικονομολόγοι. Την ώρα που οι επικριτές της πολιτικής των εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων πιέζουν για ταχύτερη έξοδο από αυτήν δεδομένης και της αισθητής αύξησης του πληθωρισμού, ο επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι «φρενάρει» τις προσδοκίες. Είναι αβέβαιο εάν ο Ντράγκι θα οδηγήσει τελικά τα επιτόκια σε άνοδο έως το τέλος της θητείας του το φθινόπωρο του 2019.
Στη συνεδρίαση της ΕΚΤ για το ύψος των επιτοκίων στις 13 Δεκεμβρίου, τα μέλη του διευθυντηρίου μπορούν να αποφασίσουν σε πρώτη φάση τελεσίδικα τον τερματισμό του γιγάντιου προγράμματος αγοράς ομολόγων στο τέλος του 2018. Μέχρι τότε η ΕΚΤ θα έχει διοχετεύσει στην αγορά περί τα 2,6 τρις ευρώ για την καταπολέμηση της αναιμικής ανάπτυξης και του εν μέρει κατά καιρούς εξαιρετικά χαμηλού πληθωρισμού. Όμως η ΕΚΤ δεν πρόκειται να κλείσει εντελώς τις στρόφιγγες ξαφνικά, αλλά σκοπεύει να επανεπενδύσει τα χρήματα από κρατικά και επιχειρηματικά ομόλογα που λήγουν.
Αύξηση των επιτοκίων το νωρίτερο το φθινόπωρο του 2019
Πάντως η ΕΚΤ δεν σκοπεύει να αυξήσει τα βασικά επιτόκια πριν από το φθινόπωρο του 2019. Οικονομολόγοι αναμένουν ότι ο Μ. Ντράγκι θα μειώσει αρχικά το ύψος των λεγόμενων τιμωρητικών επιτοκίων για τις τράπεζες που κρατούν αδιάθετα τα κεφάλαιά τους στην ΕΚΤ. Σήμερα το επιτόκιο αυτό ανέρχεται σε 0,4%. Το μέτρο αυτό στοχεύει να ωθήσει τις τράπεζες να διαθέσουν αυτά τα κεφάλαια με τη μορφή δανεισμού στους πελάτες τους. Εξάλλου εάν διατεθούν περισσότερα χρήματα στην αγορά μπορεί να τονωθεί και ο ρυθμός του πληθωρισμού –ένα σημαντικό στοιχείο, δεδομένου ότι ένας χρονίως χαμηλός ή και αρνητικός πληθωρισμός (αποπληθωρισμός) μπορεί να ωθήσει καταναλωτές και επιχειρήσεις να αναβάλουν επενδύσεις, γεγονός που θα είχε επίπτωση στον ρυθμό ανάπτυξης.
Πάντως ο επιδιωκόμενος από την ΕΚΤ πληθωριστικός στόχος του 2% επιτεύχθηκε τον Οκτώβριο, όταν ανήλθε σε 2,2% στην Ευρωζώνη. Κι όμως πολλοί οικονομολόγοι θεωρούν ότι η ΕΚΤ δεν θα σπεύσει να αλλάξει τροχιά σε ό,τι αφορά τα χαμηλά επιτόκια. Ο επικεφαλής οικονομολόγος της ING Κάρστεν Μπρεζέσκι θεωρεί μικρή την πιθανότητα να αλλάξει κάτι ο Μάριο Ντράγκι μέχρι το τέλος της οκτάχρονης θητείας του το φθινόπωρο του 2019. Ο Μαρσέλ Φράτσερ, επικεφαλής του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών DIW, εκτιμά η προσδοκώμενη από ορισμένους, και ειδικά από τη Γερμανία, άνοδος επιτοκίων είναι πιθανό να καθυστερήσει ακόμη περισσότερο επειδή κατά τη γνώμη του δεν έχει ενισχυθεί ακόμη επαρκώς ο λεγόμενος «πυρήνας του πληθωρισμού», που δεν λαμβάνει υπόψη τις τιμές της ενέργειας και των μη επεξεργασμένων ειδών διατροφής.
Χαμένοι οι καταθέτες
Το πότε θα προβεί η ΕΚΤ σε αύξηση του βασικού επιτοκίου, που παραμένει εδώ και αρκετό διάστημα σε μηδενικά επίπεδα, δεν μπορεί να προβλεφθεί με ασφάλεια. Είναι πιθανό ότι το «0» θα διατηρηθεί και το 2019. Επειδή όμως ο πληθωρισμός κινείται πάλι ανοδικά, οι καταθέτες χάνουν διαρκώς χρήματα λόγω των αμελητέων επιτοκίων για τους αποταμιευτικούς λογαριασμούς τους. Πάντως, όσοι κτίζουν σπίτι επωφελούνται αυτή τη στιγμή από τους συγκριτικά ευνοϊκούς όρους δανεισμού.
Οι επικριτές της πολιτικής του φθηνού χρήματος θεωρούν ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να επισπεύσει αισθητά την αλλαγή τροχιάς. Ωστόσο, την ίδια ώρα οι κίνδυνοι για την Ευρωζώνη έχουν αυξηθεί. Μπορεί ο Μάριο Ντράγκι να διέψευσε τους φόβους για ξαφνική καθίζηση του ρυθμού ανάπτυξης στη ζώνη του κοινού νομίσματος, όμως η όξυνση των εμπορικών αντιπαραθέσεων εκ μέρους των ΗΠΑ καθιστούν δυσοίωνες τις προοπτικές για την παγκόσμια οικονομία. Επιβαρυντικά λειτουργεί ακόμη η αβεβαιότητα για την επόμενη μέρα του Brexit αλλά και η άκρως επίμαχη δημοσιονομική πολιτική της ιταλικής κυβέρνησης σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του χρέους της. Όλοι αυτοί οι παράγοντες μπορούν να λειτουργήσουν ανασταλτικά τόσο σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη όσο και σε σχέση με την εξέλιξη του πληθωρισμού.