Οικονομία & Αγορές
Σάββατο, 01 Δεκεμβρίου 2018 17:04

Εν όψει αλλαγών στο πλαίσιο για την προστασία πρώτης κατοικίας

Αλλαγές στο πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας προανήγγειλε ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, προσθέτοντας ότι ο νόμος Κατσέλη θα παραμείνει σε ισχύ και μετά την 1η Ιανουαρίου 2019. Η κυβέρνηση θα παρουσιάσει τις προτάσεις της για το νέο πλαίσιο προστασίας της κύριας κατοικίας μέσα στις επόμενες ημέρες, υποστήριξε ο κ. Τσακαλώτος, διευκρινίζοντας ότι όσοι κάνουν αίτηση υπαγωγής στον νόμο Κατσέλη μέχρι το τέλος του έτους θα τύχουν της προστασίας του νόμου με τη σημερινή μορφή του.

Από την έντυπη έκδοση 

Αλλαγές στο πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας προανήγγειλε ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, προσθέτοντας ότι ο νόμος Κατσέλη θα παραμείνει σε ισχύ και μετά την 1η Ιανουαρίου 2019. Η κυβέρνηση θα παρουσιάσει τις προτάσεις της για το νέο πλαίσιο προστασίας της κύριας κατοικίας μέσα στις επόμενες ημέρες, υποστήριξε ο κ. Τσακαλώτος, διευκρινίζοντας ότι όσοι κάνουν αίτηση υπαγωγής στον νόμο Κατσέλη μέχρι το τέλος του έτους θα τύχουν της προστασίας του νόμου με τη σημερινή μορφή του.

Ο υπουργός Οικονομικών πρόσθεσε ότι η κυβέρνηση επεξεργάζεται σειρά προτάσεων για την επίλυση του θέματος των «κόκκινων» δανείων, προτάσεις οι οποίες έχουν προέλθει είτε από το υπουργείο Οικονομικών είτε από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας είτε και από τις ίδιες τις τράπεζες. Προανήγγειλε, επίσης, την κατάθεση των νομοθετικών ρυθμίσεων για το επίδομα στέγασης, τις προσλήψεις στον τομέα Ειδικής Αγωγής, αλλά και την περαιτέρω στελέχωση του προγράμματος «Βοήθεια στο Σπίτι».

Σε συνέντευξη που παραχώρησε στον ραδιοφωνικό σταθμό «Στο Κόκκινο Θεσσαλονίκης», ο υπουργός Οικονομικών θέλησε να στείλει το μήνυμα ότι θα εξακολουθήσει να υπάρχει πλαίσιο προστασίας των οφειλετών, αλλά και της πρώτης κατοικίας και μετά την Πρωτοχρονιά. Ωστόσο, αν και υποστήριξε ότι η πρόταση της κυβέρνησης θα ανακοινωθεί τις επόμενες ημέρες (οι διαβουλεύσεις με τους θεσμούς συνεχίζονται εδώ και εβδομάδες επί του συγκεκριμένου θέματος), δεν έδωσε περισσότερες διευκρινίσεις ως προς τους όρους και τις προϋποθέσεις προστασίας της κύριας κατοικίας.

Η νομοθετική ρύθμιση για το επίδομα στέγασης θα κατατεθεί στη Βουλή την επόμενη ή τη μεθεπόμενη εβδομάδα, υποστήριξε ο κ. Τσακαλώτος. Ουσιαστικά θα τροποποιηθεί η ήδη ψηφισμένη διάταξη (το επίδομα στέγασης είχε συμπεριληφθεί και στο πακέτο των αντίμετρων του μεσοπρόθεσμου), η οποία προέβλεπε την καταβολή 600 εκατ. ευρώ. Το ποσό θα μειωθεί στα 400 εκατ. ευρώ, ενώ αμέσως μετά την ψήφιση της διάταξης θα κατατεθεί η υπουργική απόφαση με τα νέα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια ώστε οι αιτήσεις να υποβληθούν ηλεκτρονικά από τις αρχές του νέου έτους.

Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ο κ. Τσακαλώτος αρνήθηκε ότι οι εξαγγελίες της κυβέρνησης εντάσσονται στη λογική της προεκλογικής παροχολογίας: «Παροχολογία είναι να κάνεις παροχές σε συγκεκριμένους ανθρώπους χωρίς να έχεις τους αντίστοιχους πόρους, με αποτέλεσμα να αυξάνονται τα ελλείμματα του Δημοσίου και του χρέους. Η κυβέρνηση δεν κάνει κάτι τέτοιο. Από το 2017 ξεκινήσαμε με πολύ σοβαρό τρόπο τις κοστολογημένες παροχές με την αύξηση του επιδόματος τέκνων και συνεχίζουμε και φέτος με τα μέτρα των 910 εκατ. ευρώ. Το κτίσιμο του κοινωνικού κράτους δεν είναι παροχολογία». Ο υπουργός Οικονομικών, μάλιστα, διευκρίνισε ότι από εδώ και στο εξής η στρατηγική της κυβέρνησης για την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους θα είναι διαφορετική, καθώς δεν θα στηρίζεται σε μέτρα έκτακτου χαρακτήρα, όπως τα κοινωνικά μερίσματα, αλλά σε παρεμβάσεις μόνιμου χαρακτήρα.

Χαρακτήρισε αυστηρούς τους στόχους για παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% και επισήμανε ότι η κυβέρνηση προσπαθεί, με δεδομένες τις υποχρεώσεις, να επιτύχει τον στόχο για δημιουργία «δημοσιονομικού χώρου» 3,5 δισ. ευρώ μέχρι το 2022.

Ο ΥΠΟΙΚ απάντησε και στην κριτική για τις μειώσεις στον ΕΝΦΙΑ, από τις οποίες εξαιρείται η ιδιοκτησία άνω των 200.000 ευρώ. Όπως τόνισε, η παρέμβαση της κυβέρνησης στον ΕΝΦΙΑ θα πρέπει να κριθεί συνολικά, λαμβάνοντας υπ' όψιν και τις μειώσεις που θα γίνουν από το 2020 ανεβάζοντας το συνολικό ποσοστό της μείωσης στο 30%.