Οι μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης του κλάδου της ιατρικής τεχνολογίας (medtech) απειλούνται από το χαμηλό επίπεδο επενδύσεων στην ψηφιακή τεχνολογία, τον ανταγωνισμό από τις εταιρείες τεχνολογίας, και την αυξανόμενη ανάγκη για την επίδειξη βελτιωμένων αποτελεσμάτων, σύμφωνα με την τελευταία έκδοση της ετήσιας έρευνας της ΕΥ για τον κλάδο της ιατρικής τεχνολογίας.
Οι μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης του κλάδου της ιατρικής τεχνολογίας (medtech) απειλούνται από το χαμηλό επίπεδο επενδύσεων στην ψηφιακή τεχνολογία, τον ανταγωνισμό από τις εταιρείες τεχνολογίας, και την αυξανόμενη ανάγκη για την επίδειξη βελτιωμένων αποτελεσμάτων, σύμφωνα με την τελευταία έκδοση της ετήσιας έρευνας της ΕΥ για τον κλάδο της ιατρικής τεχνολογίας.
Σύμφωνα με την ΕΥ, παρά το γεγονός ότι τα συνολικά έσοδα του κλάδου το 2017 έφθασαν σε ιστορικά υψηλό επίπεδο, χάρη σε αιφνίδιες συμφωνίες και στρατηγικές βελτιστοποίησης του χαρτοφυλακίου, η αύξηση των εσόδων περιορίστηκε σε μόλις 4%, φθάνοντας τα 379 δισ. δολάρια. Κατά την ΕΥ, πρόκειται για τη δέκατη συνεχή χρονιά που καταγράφονται μονοψήφιοι ρυθμοί ανάπτυξης, η οποία αντιτίθεται στον μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 15%, που είχε επιτευχθεί μεταξύ 2000 και 2007.
Η έκθεση διαπιστώνει ότι, σε συνδυασμό με τη μείωση των επενδύσεων σε Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α), οι εταιρείες medtech, και ιδιαίτερα οι ηγέτιδες του κλάδου, επικεντρώνονται υπερβολικά στη βραχυπρόθεσμη ανάπτυξη, σε βάρος των αναγκών της Ε&Α και της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης. Σύμφωνα πάντα με την ΕΥ, το 2017 οι εταιρείες medtech επέστρεψαν στους επενδυτές, υπό τη μορφή μερισμάτων και επαναγορών, 16,4 δισ. δολάρια, ποσό μεγαλύτερο από τα 15,9 δισ. δολάρια που επενδύθηκαν σε δραστηριότητες Ε&Α.
Η έκθεση επισημαίνει ότι οι εταιρείες τεχνολογίας, οι οποίες διαθέτουν την απαραίτητη τεχνογνωσία σε data analytics, την επαφή με τους πελάτες, και την εξατομίκευση των υπηρεσιών που απαιτείται για την ικανοποίηση των πελατών, επενδύουν όλο και περισσότερο σε νέα προϊόντα και υπηρεσίες υγείας. Μεταξύ αυτών, περιλαμβάνονται πλατφόρμες πλούσιες σε δεδομένα, που διευκολύνουν την προληπτική ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ καταναλωτών και παρόχων για την αποφυγή αρνητικών εξελίξεων στην υγεία των πελατών και τη βελτιστοποίηση της ατομικής περίθαλψης.
Επιπλέον, κατά την ΕΥ, οι εταιρείες τεχνολογίας και λιανικού εμπορίου έχουν τη δυνατότητα να διαταράξουν σημαντικά τον κλάδο μέσω εξαγορών ή εταιρικών συνεργασιών. Οι 10 μεγαλύτερες επιχειρήσεις που σήμερα αναδιατάσσουν την αγορά, μερικές από τις οποίες έχουν ήδη εισέλθει στην αγορά ιατρικών συσκευών ή την αγορά υγείας, διαθέτουν σχεδόν τη διπλάσια δύναμη για την επίτευξη συμφωνιών από ολόκληρο τον κλάδο ιατρικής τεχνολογίας των ΗΠΑ και της Ευρώπης (1,9 τρισ. δολάρια έναντι 990 δισ. δολαρίων).
Σύμφωνα με την έρευνα, αντί να προωθήσουν τις ψηφιακές δυνατότητές τους, το 2017-18 οι εταιρείες ιατρικής τεχνολογίας επικεντρώθηκαν στη δημιουργία οικονομιών κλίμακος μέσω εξαγορών αξίας από ένα έως και 10 δισ. δολάρια σε θεραπευτικούς τομείς, όπου η παρουσία τους κρίνεται απαραίτητη. Μετά από πολλά χρόνια μετασχηματιστικών Συγχωνεύσεων και Εξαγορών (Σ&Ε), δεν υπήρξαν μεγάλες συμφωνίες (megadeals αξίας άνω των 10 δισ. δολαρίων) κατά το 12μηνο που έληξε στις 30 Ιουνίου 2018. Επιπλέον, σε σύγκριση με το 2016-17, η συνολική αξία των Σ&Ε μειώθηκε κατά 56% στα 44 δισ. δολάρια ΗΠΑ, ενώ ο συνολικός αριθμός των συμφωνιών περιορίστηκε στις 101, καταγράφοντας μείωση κατά 42%.
Άλλα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης: