Η στρατηγική επιλογή για τη δημιουργία και διατήρηση πρωτογενών υπερπλεονασμάτων αποτελεί βασικό συστατικό της δημοσιονομικής πολιτικής στην Ελλάδα την τελευταία 3ετία. Ωθούμενοι ομολογουμένως από τις υψηλές ανάγκες εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους, οι θεσμικοί πιστωτές επιβάλλουν ιδιαίτερα φιλόδοξους στόχους τους οποίους παρ’ όλα αυτά η κυβέρνηση υπερβαίνει θεαματικά. Η «Ν» διερευνά πώς διαμορφώνεται το συγκεκριμένο δημοσιονομικό αποτέλεσμα, τι συνεπάγεται για την οικονομία και ποιες είναι ενδεχομένως οι εναλλακτικές επιλογές. Την ανάλυση συνδράμουν τρεις εμπειρογνώμονες.
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Η στρατηγική επιλογή για τη δημιουργία και διατήρηση πρωτογενών υπερπλεονασμάτων αποτελεί βασικό συστατικό της δημοσιονομικής πολιτικής στην Ελλάδα την τελευταία 3ετία. Ωθούμενοι ομολογουμένως από τις υψηλές ανάγκες εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους, οι θεσμικοί πιστωτές επιβάλλουν ιδιαίτερα φιλόδοξους στόχους τους οποίους παρ’ όλα αυτά η κυβέρνηση υπερβαίνει θεαματικά. Η «Ν» διερευνά πώς διαμορφώνεται το συγκεκριμένο δημοσιονομικό αποτέλεσμα, τι συνεπάγεται για την οικονομία και ποιες είναι ενδεχομένως οι εναλλακτικές επιλογές. Την ανάλυση συνδράμουν ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ Νίκος Βέττας, ο Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή Φραγκίσκος Κουτεντάκης και το πρώην ανώτερο στέλεχος του ΔΝΤ Θάνος Κατσάμπας.
Η ανατομία ενός υπερπλεονάσματος
Το πρωτογενές αποτέλεσμα στο 10μηνο του έτους είναι σχεδόν διπλάσιο του στόχου (6,4 δισ. ευρώ έναντι πρόβλεψης για 3,5 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού). Δεν είναι η πρώτη φορά. Τα υπερπλεονάσματα των τελευταίων 3 ετών προκύπτουν στην πραγματικότητα από τη δραστική αύξηση των φορολογικών εσόδων, την αθέτηση πληρωμών του κράτους προς τον ιδιωτικό τομέα και την υποεκτέλεση των δημοσίων δαπανών. Το πρόβλημα είναι ότι και οι τρεις αυτές παράμετροι αφαιρούν πόντους από την προσπάθεια να ενισχυθούν το ΑΕΠ και η απασχόληση. Ειδικότερα,
Υπάρχει και ο αντίλογος, σύμφωνα με τον οποίο, τα υπερπλεονάσματα αφενός σε έναν βαθμό σχετίζονται με αστοχίες στις αρχικές προβλέψεις για την απόδοση των δημοσιονομικών μέτρων του τρίτου προγράμματος, αφετέρου τελικά λειτούργησαν καταλυτικά για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας της χώρας. Βεβαίως, η αξιοπιστία χρησιμεύει για τον απώτερο στόχο της ανάπτυξης, ο οποίος ενδεχομένως υπονομεύεται από την προκείμενη διαδρομή για την επίτευξη της αξιοπιστίας.
Σημειωτέον, τα υπερπλεονάσματα καταλήγουν αφενός στην αποπληρωμή του δημόσιου χρέους, αφετέρου όμως και σε αναδιανεμητικές πολιτικές της κυβέρνησης σε τομείς της επιλογής της, με ό,τι αυτό ενδεχομένως συνεπάγεται και για τις στρατηγικές αποφάσεις του οικονομικού επιτελείου στην αφετηρία της διαδρομής για τη δημιουργία πλεονασμάτων - μαμούθ.
Αυστηροί περιορισμοί, ορατές εναλλακτικές
«Θα πρέπει κάποια στιγμή να αποπληρωθούν και οι πιστωτές της» είχε πει χαρακτηριστικά ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ σε μια αποστροφή του λόγου του για την Ελλάδα, απαντώντας στην κριτική που δέχονται οι θεσμοί για τις επιλογές τους, στο δημοσιονομικό σκέλος διαχείρισης της ελληνικής κρίσης. Μπορεί ο κύριος πιστωτής του ελληνικού δημοσίου να ενέκρινε μετά τα βραχυπρόθεσμα και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, τα οποία δυνητικά θα το μειώσουν κατά 30% έως το 2060, ωστόσο, το ελληνικό κράτος οφείλει σήμερα το δυσθεώρητο ποσό των 356 δισ. ευρώ.
Το γεγονός αυτό διαμορφώνει ένα ιδιαίτερα ασφυκτικό πλαίσιο κατά την άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής και μεταφράζεται στον ετήσιο στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 μέχρι το 2022 και 2,2% του ΑΕΠ από το 2023 έως το 2060. Παρ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση υπερβαίνει με χαρακτηριστική «ευκολία» ακόμη και τους υψηλούς αυτούς στόχους που έχει συμφωνήσει με τους πιστωτές. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το 2016 ξεπέρασε κατά τουλάχιστον 8 φορές τον δημοσιονομικό στόχο του μνημονίου για το συγκεκριμένο έτος, πετυχαίνοντας το υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα το οποίο είχε καταγραφεί τα τελευταία 22 χρόνια (είχε υποχρέωση για πρωτογενές πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ και παρέδωσε 3,9% του ΑΕΠ). Επιπλέον, είναι ερώτημα κατά πόσο η ασκούμενη πολιτική εξαντλεί τα περιθώρια που υπάρχουν για τις βέλτιστες επιλογές με γνώμονα την ώθηση της ανάπτυξης.
Στο τομέα της φορολόγησης, οι διαδοχικές αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών ίσως δεν είναι μονόδρομος και σίγουρα δεν συνιστούν προϊόν κάποιας ιδιαίτερης έμπνευσης ή καινοτομίας. Εναλλακτικές διαδρομές αποτελούν αφενός ο εκσυγχρονισμός των φοροεισπρακτικών μηχανισμών με τη μεγαλύτερη διείσδυση της τελευταίας τεχνολογίας, αφετέρου η διεύρυνση της φορολογικής βάσης με το απαραίτητο δίχτυ προστασίας για τις ασθενείς οικονομικές κατηγορίες (παρεμπιπτόντως, η μείωση του αφορολόγητου συμφωνήθηκε, όπως συμφωνήθηκε, με έτος έναρξης το 2020, και η κυβέρνηση έχει προαναγγείλει ότι θα επιδιώξει την ανατροπή της).
Στον τομέα των δαπανών, μεγάλος λόγος έχει γίνει τελευταία για τις συντάξεις. Είναι ωστόσο αμφίβολο κατά πόσο το θέμα έχει συζητηθεί στον πυρήνα του. Σημειωτέον, το ελληνικό κράτος καταβάλλει την υψηλότερη δαπάνη στην Ευρώπη ως ποσοστό του ΑΕΠ (17% έναντι 11% στην ΕΕ) για την καταβολή συντάξεων. Η μέση σύνταξη στην Ελλάδα είναι σαφώς υψηλότερη από τον μέσο μισθό, την ώρα που 1,4 εργαζόμενος συντηρεί 1 συνταξιούχο. Παρά τις διαδοχικές περικοπές από την έναρξη της περιόδου προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας, οι συνολικές πληρωμές για συντάξεις δεν μειώθηκαν, αλλά αυξήθηκαν, τουλάχιστον μέχρι το 2017, γεγονός στο οποίο συντέλεσαν αφενός οι δημογραφικές εξελίξεις, αφετέρου οι πρόωρες συνταξιοδοτήσεις εν μέσω της κρίσης. Μια έτερη παράμετρος στη συζήτηση για τις δαπάνες του κράτους δεν είναι άλλη από τις προσλήψεις στη δημόσια διοίκηση, οι οποίες προς στιγμή συγκρατήθηκαν, με την τήρηση αναλογίας 1 πρόσληψη για κάθε 5 αποχωρήσεις. Ωστόσο, από το 2015 η κυβέρνηση και οι θεσμοί συμφώνησαν η συγκεκριμένη αναλογία να αποκλιμακωθεί σταδιακά προκειμένου να καταστεί 1 πρόσληψη για κάθε 1 αποχώρηση από το 2019. Παρ' όλα αυτά, δεν εφαρμόστηκε ούτε αυτή η πρόβλεψη, καθώς η αναλογία 1 προς 1 στην πράξη υλοποιείται ήδη από το 2016, όπως καταδεικνύουν τα διαθέσιμα στοιχεία.
Τρεις εμπειρογνώμονες απαντούν σε 3+1 ερωτήματα της «Ν» για τη σύνθεση των πλεονασμάτων και τον αντίκτυπο στην πραγματική οικονομία
Το ελληνικό δημόσιο εμφανίζει πρωτογενές πλεόνασμα, και δη υπερπλεόνασμα (6,4 δισ. ευρώ έναντι πρόβλεψης για 3,5 δισ. ευρώ στο 10μηνο του έτους), την ώρα που δεν εξοφλεί τα ληξιπρόθεσμα χρέη του προς τον ιδιωτικό τομέα (μείον 700 εκατ. ευρώ στο 9μηνο ως προς τις επιστροφές φόρου - οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου διαμορφώνονται σε 2,6 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο / υπερβαίνουν συνολικά τα 6 δισ. ευρώ, σύμφωνα με την απολογιστική εκτίμηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου) και δεν τηρεί τους στόχους στις δαπάνες για δημόσιες επενδύσεις (μείον 1,238 δισ. ευρώ στο 9μηνο του 2018). Με αυτό το δεδομένο, πόσο αυθεντική είναι η δημοσιονομική επίδοση του ελληνικού κράτους και πόσο βιώσιμη είναι η μεσοπρόθεσμη επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων (πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και 2,2% του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια);
Ν. Βετ. Πρέπει, πράγματι, να είμαστε προσεκτικοί για την ακριβή αποτύπωση των δημοσιονομικών εσόδων και δαπανών. Το δημόσιο χρωστά σε ιδιώτες, όπως όμως και του χρωστούν, και έτσι η ταμειακή και η λογιστική αποτύπωση μπορεί να διαφέρουν ανά έτος. Βάσει του Ευρωπαϊκού Συστήματος Λογαριασμών 2010, η μεταβολή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημόσιου τομέα συμπεριλαμβάνεται από τη Eurostat στον υπολογισμό του ετήσιου δημοσιονομικού ισοζυγίου της Γενικής Κυβέρνησης. Στα μηνιαία δελτία, με τα ταμειακά στοιχεία εκτέλεσης του Κρατικού Προϋπολογισμού, όντως οι στόχοι δεν περιλαμβάνουν τις επιπτώσεις της συσσώρευσης υποχρεώσεων παρελθόντων ετών και εκκρεμουσών αιτήσεων συνταξιοδότησης. Όμως, πλέον, περιλαμβάνουν στοιχεία για το συνολικό και το πρωτογενές ισοζύγιο, με και χωρίς αυτές τις επιδράσεις. Αργά ή γρήγορα αυτές οι επιδράσεις αποτυπώνονται και επίσημα στο δημοσιονομικό ισοζύγιο. Στην τρέχουσα περίοδο το πλεόνασμα δεν είναι μόνο ταμειακό. Βέβαια, είναι μείζον θέμα, ότι, δεδομένων των χρηματοδοτήσεων που έχουμε λάβει φέτος ειδικά για την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων (€1,5 δισεκ. και εθνική συμμετοχή €750 εκατ.), θα έπρεπε να τείνουν να εξαλειφθούν, βάσει και των δεσμεύσεων στο πρόγραμμα που ολοκληρώθηκε. Όμως, στο τέλος Σεπτεμβρίου αυτές έφθαναν τα €1,9 δισεκ. και μαζί τις εκκρεμούσες επιστροφές φόρων υπερέβαιναν τα €2,5 δισεκ. Ταυτόχρονα, η υποεκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων μπορεί να συμβάλλει στην υπέρβαση των δημοσιονομικών στόχων αλλά έχει ευνόητες επιπτώσεις στην ανάπτυξη. Εξίσου σημαντική είναι και η μεταβολή στη σύνθεση των δαπανών του ΠΔΕ στα πρόσφατα έτη, με ενίσχυση του μεριδίου σε αυτές για εκπαίδευση και κατάρτιση, και υποχώρηση κυρίως εκείνου για τη μεταποίηση και την ενέργεια.
Φρ. Κουτ. Oι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα τον Σεπτέμβριο του 2018 είναι 2,6 δις ευρώ, περίπου 700 εκατ. εκκρεμείς επιστροφές φόρων και 1,9 δις απλήρωτες δαπάνες. Να διευκρινίσουμε φυσικά ότι οι μεταβολές και των δύο καταγράφονται στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα είτε πληρωθούν είτε όχι, λόγω της δεδουλευμένης λογιστικής που ακολουθεί η Eurostat (ESA), συνεπώς οι όποιες καθυστερήσεις πληρωμών δεν βελτιώνουν το πλεόνασμα. Η εκτέλεση του ΠΔΕ από την άλλη είναι διαχρονικά οπισθοβαρής και το μεγαλύτερο μέρος γίνεται στο τέλος του έτους, συνεπώς είναι νωρίς για να έχουμε πλήρη εικόνα. Όσον αφορά την ουσία του ερωτήματός σας, νομίζω ότι η αυθεντικότητα της δημοσιονομικής σταθεροποίησης της Ελλάδας δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Κατά τη γνώμη μου οι στόχοι που έχουν τεθεί είναι απόλυτα βιώσιμοι, άλλωστε έχουν ήδη επιτευχθεί. Σίγουρα όλοι θα προτιμούσαμε χαμηλότερους στόχους, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι συνδέονται στενά με τη βιωσιμότητα και τη ρύθμιση του δημόσιου χρέους.
Θ. Κατσ. Μια απλή αριθμητική πράξη αρκεί για να αποδείξει ότι στη πραγματικότητα το κράτος δεν έχει κανένα πλεόνασμα! Με άλλα λόγια, ενόσω το δημόσιο εξακολουθεί να έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές στον ιδιωτικό τομέα, η καταγραφή πρωτογενούς (υπερ) πλεονάσματος είναι πλασματική και δεν μπορεί να αποτελέσει βάση για την αξιολόγηση των επιδόσεων και προοπτικών της ελληνικής οικονομίας. Εφόσον υπάρχει υπόλοιπο απαιτήσεων από τον ιδιωτικό τομέα, η κυβέρνηση μιας ανεπτυγμένης οικονομίας θα έδινε προτεραιότητα στην εξόφληση αυτών των οφειλών, και κατόπιν θα υπολόγιζε εάν, και σε τι βαθμό, ο τρέχων προϋπολογισμός εμφανίζει πλεόνασμα. Η υστέρηση των δαπανών έναντι των στόχων έχει κάπως διαφορετικό χαρακτήρα: εδώ δεν πρόκειται για ανειλημμένη υποχρέωση του κράτους, αλλά για μια πολιτική επιλογή της κυβέρνησης που, κατ’ αρχήν, θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην ανάπτυξη. Η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 3,5% μέχρι το 2022 μετά την εξάλειψη των ληξιπρόθεσμων οφειλών είναι αδύνατη, και 2,2% μετα το 2022 εξαιρετικά δύσκολη.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει πρακτικά η δυνατότητα εναλλακτικής δημοσιονομικής πολιτικής, πιο φιλικής στην ανάπτυξη, δεδομένων των υψηλών δημοσιονομικών στόχων στους οποίους έχει δεσμευτεί το ελληνικό κράτος; Στο πλαίσιο αυτό, υπάρχουν ρεαλιστικά περιθώρια περικοπής δαπανών με απώτερο στόχο τη μείωση φόρων; Παρεμπιπτόντως, η υψηλότερη δαπάνη του κράτους είναι η δαπάνη για μισθούς και συντάξεις. Είναι θεμιτή η μείωση αυτής της δαπάνης;
Ν. Βετ. Η βελτίωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου από το 2010 έως το 2017 προήλθε κατά 61% από αύξηση εσόδων, όπου βέβαια υπήρχε προηγούμενα σημαντική υστέρηση, και κατά 39% από περιορισμό δαπανών. Στην περικοπή των δαπανών, η μείωσή τους προήλθε κατά το μισό από το χαμηλότερο κόστος λειτουργίας του κράτους (αμοιβές και ενδιάμεση ανάλωση), και κατά το άλλο μισό από την περιστολή των επενδυτικών δαπανών. Ενώ η απόλυτη έκταση των περικοπών ήταν η ίδια στις δύο κατηγορίες, περίπου 3 μονάδες του ΑΕΠ σε καθεμιά, αναλογικά τα λειτουργικά έξοδα περικόπηκαν κατά το 1/8, ενώ οι επενδυτικές δαπάνες συρρικνώθηκαν, πολύ περισσότερο, στο μισό του μεγέθους τους το 2009, εξέλιξη που συνέβαλε στην ύφεση. Σχετικά, υπάρχει η δυνατότητα περαιτέρω αναπροσαρμογών στις λειτουργικές δαπάνες του δημοσίου, ευνοώντας την απελευθέρωση πόρων για δημόσιες επενδύσεις. Πρέπει να υπάρξει χώρος ώστε το δημόσιο να επιτελέσει δυο σημαντικούς ρόλους του, την προστασία των πραγματικά αδύναμων νοικοκυριών και την υποστήριξη της αναπτυξιακής διαδικασίας. Ως προς τη δαπάνη για μισθούς, αυτή μπορεί να μειωθεί σημαντικά μεσοπρόθεσμα αν μέρος όσων συνταξιοδοτούνται αντικαθίστανται από άτομα υψηλών τεχνολογικών και επιτελικών δεξιοτήτων και ταυτόχρονα γίνεται χρήση των νέων τεχνολογιών, οι οποίες πράγματι μπορούν να έχουν καταλυτικά επίδραση. Ως προς τις συντάξεις, παρά τις διαδοχικές περικοπές, συνολικά οι πληρωμές για αυτές ως ποσοστό του ΑΕΠ έχουν αυξηθεί - μαζί με τα άλλα κοινωνικά επιδόματα ήταν το 2017 στο 19,3% του ΑΕΠ και 1,8 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερες του 2009. Η αυξανόμενη γήρανση του πληθυσμού είναι ο πλέον καθοριστικός παράγοντας, ενώ το ισοζύγιο επιβαρύνεται και από τη χαμηλή συμμετοχή του πληθυσμού στην εργασία. Αυτές πρέπει να είναι οι κύριες παράμετροι σχεδιασμού ενός βιώσιμου συνταξιοδοτικού συστήματος. Οι θετικές εξελίξεις στα ταμειακά αποτελέσματα δεν πρέπει να κρύβουν την πραγματική εικόνα και να οδηγήσουν σε νέα κρίση. Άλλωστε, είναι σαφές πως τα περιθώρια που υπάρχουν σήμερα δημιουργήθηκαν από την αύξηση των συντελεστών εισφορών, που όμως πλήττουν την ανάπτυξη και ειδικότερα καθυστερούν την κάμψη της ανεργίας.
Φρ. Κουτ. Δεν γνωρίζω πολλές δαπάνες που θα μπορούσαν να περικοπούν χωρίς να υπονομεύσουν τη λειτουργία του δημόσιου τομέα. Δεν υπάρχει άλλωστε τέτοια ανάγκη αφού σύμφωνα με το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα θα προκύψει δημοσιονομικός χώρος τα επόμενα χρόνια, με δεδομένους τους στόχους. Η αξιοποίηση αυτού του δημοσιονομικού χώρου, αν δηλαδή θα πρέπει να κατευθυνθεί σε μείωση των φόρων ή σε αύξηση δαπανών είναι πολιτικό ζήτημα. Πάντως η μείωση μισθών και συντάξεων είναι ένα ζήτημα που από όσο γνωρίζω δεν θέτει ούτε η κυβέρνηση ούτε και η αξιωματική αντιπολίτευση.
Θ. Κατσ. Από την αρχή της κρίσης και μετά τη μετάλλαξή της σε διαδικασία μακροχρόνιας προσαρμογής, έχει υποστηριχθεί κατά κόρον από τους διεθνείς πιστωτές ότι η λύση για την μόνιμη υστέρηση των εσόδων δεν είναι η αύξηση των φορολογικών συντελεστών αλλά η διεύρυνση της φορολογικής βάσης και η ενδυνάμωση των φοροεισπρακτικών μηχανισμών. Άλλο φορολογία και άλλο κρατικά έσοδα! Αλλά η πρόοδος σ’ αυτούς τους τομείς, και ειδικά στη πάταξη της φοροδιαφυγής, είναι περιορισμένη. Συνεπώς η μείωση των φορολογικών συντελεστών πρέπει να αποτελεί απώτερο σκοπό κάθε κυβέρνησης για να υποβοηθηθεί η ανάπτυξη. Αλλά για να καταστεί εφικτή η μείωση των φόρων χωρίς να εκτροχιαστεί και πάλι η δημοσιονομική σταθερότητα και βρεθεί η χώρα στα πρόθυρα νέας χρεοκοπίας, είναι απαραίτητη και η μείωση των δαπανών. Η οικονομική θεωρία διδάσκει ότι σε μια χώρα που επιδιώκει βιώσιμη ανάπτυξη οι τελευταίες δαπάνες που πρέπει να μειώνονται είναι για δημόσιες επενδύσεις και για την λειτουργία και συντήρηση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού της χώρας. Αλλά, όπως παρατηρήσατε, για την επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2018 η κυβέρνηση μείωσε τις δαπάνες δημοσίων επενδύσεων κατά 1,2 δις στο πρώτο 9μηνο του τρέχοντος έτους. Τι σημαίνει «θεμιτή» μείωση των δαπανών για μισθούς και συντάξεις; «Θεμιτή» υπό την έννοια του «νόμιμη» δεν υπάρχει αμφιβολία, ενόσω ψηφιστεί αντίστοιχος νόμος από το κοινοβούλιο. Αλλά εάν «θεμιτή» σημαίνει «επιθυμητή» ή «ηθικά υπερασπίσιμη», υπεισερχόμαστε σε έννοιες ηθικών αξιών και πολιτικών επιλογών. Εδώ η χρησιμότερη παρατήρηση είναι η εξής: το πρόβλημα δεν είναι με μισθούς και συντάξεις συγκεκριμένων ατόμων η κατηγοριών , αλλά με το συνολικό μισθολόγιο του δημόσιου τομέα. Μείωση του μισθολογίου μπορεί να επιτευχθεί είτε με μείωση των μισθών και συντάξεων είτε με μείωση των δημοσίων υπαλλήλων (ο αριθμός των συνταξιούχων είναι βραχυπρόθεσμα δεδομένος). Οι διεθνείς πιστωτές, και συγκεκριμένα το ΔΝΤ, είχαν σοφά παροτρύνει όλες τις κυβερνήσεις μετά το 2010 να εισαγάγουν τον κανόνα 1 προς 5, δηλαδή για κάθε 5 άτομα που θα αποχωρούσαν της ενεργού υπηρεσίας (για οποιοδήποτε λόγο) να προσλαμβανόταν ένα άτομο. Αυτή η απλή φόρμουλα, που θα μείωνε τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων σταδιακά και ανώδυνα, όχι μόνον δεν εφαρμόστηκε συστηματικά, αλλά από κάποιο σημείο και μετα περιέπεσε σε αχρησία. Το 2017, λόγου χάριν, η γενική κυβέρνηση προσέλαβε 8. 689 άτομα έναντι 7.919 υπαλλήλων που αποχώρησαν από την ενεργό υπηρεσία.
Είναι εποικοδομητική η επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης να επιδιώκει πλεονάσματα άνω της υποχρέωσης του 3,5% του ΑΕΠ;
Ν. Βετ. Το ζήτημα δεν είναι η οικονομία να εργάζεται για το δημόσιο ταμείο, αλλά ένα δημόσιο που θα υποστηρίζει την ανάπτυξη και την ευημερία των νοικοκυριών. Δημοσιονομικός εκτροχιασμός δεν επιτρέπεται να υπάρξει ξανά, αλλά θα έπρεπε να είναι σαφές πως κάθε ευρώ που αφαιρείται από νοικοκυριά και επιχειρήσεις επιβαρύνει την οικονομία, άρα τα πλεονάσματα δεν θα πρέπει να είναι υπερβολικά, ούτε άλλωστε το μέρος της οικονομίας που απορροφά το δημόσιο ταμείο ακόμη και αν στη συνέχεια αυτό το δαπανά. Στα συγκεκριμένα, η μη εφαρμογή της περικοπής των συντάξεων, σε συνδυασμό με το πρόσθετο πακέτο μέτρων που προτίθεται να εφαρμόσει η κυβέρνηση, περιορίζει το πλεόνασμα του 2019 από 3,96% που προβλεπόταν στο Μεσοπρόθεσμο, σε 3,6%, δηλαδή οριακά υψηλότερα από το στόχο του 3,5%. Αντίστοιχη, προς τα κάτω αναπροσαρμογή, αναμένεται στα εκτιμώμενα πλεονάσματα για τα υπόλοιπα έτη. Πλέον, απαιτείται προσεκτική εφαρμογή του προϋπολογισμού καθ΄ όλο το έτος, καθώς τυχόν αποκλίσεις θα τον οδηγούσαν εκτός στόχων.
Φρ. Κουτ. Τα υπερπλεονάσματα ήταν συνέπεια των αστοχιών στις προβλέψεις για την απόδοση των δημοσιονομικών μέτρων του τρίτου προγράμματος. Σίγουρα η επίπτωσή τους στην οικονομική δραστηριότητα ήταν αρνητική. Δεν πρέπει όμως να παραγνωρίζουμε ότι λειτούργησαν καταλυτικά στην αποκατάσταση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας και συνέβαλαν στην αποκλιμάκωση των επιτοκίων δανεισμού.
Θ.Κατσ. Η επιλογή της κυβέρνησης να επιδιώξει «υπερπλεονασμα» (το οποίο, επαναλαμβάνω, είναι ορισμός που δεν ανταποκρίνεται στην ελληνική πραγματικότητα) είναι μια ενσυνείδητη απόφαση της κυβέρνησης να κάνει ανακατανομή του εισοδήματος από τους προμηθευτές της και τους αναδόχους των δημοσίων επενδύσεων στους συνταξιούχους. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση επεδίωξε να δημιουργήσει «δημοσιονομικό χώρο» για να προσπαθήσει να αναβάλει ή και να ακυρώσει την μείωση των συντάξεων που είχε δεσμευτεί να υλοποιήσει από 1/1/2019. Αυτό ήταν μια καθαρά πολιτική απόφαση με προφανείς πολιτικές σκοπιμότητες , και δεν υπάρχει καμία οικονομική λογική στην επίτευξη πλεονασμάτων υπεράνω των συμβατικών υποχρεώσεων έναντι των πιστωτών.
Είναι πρακτικά εφικτή η επίτευξη υψηλότερων ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ υπό αυτές τις δημοσιονομικές συνθήκες, δηλαδή της υψηλής φορολόγησης και της σχολαστικής συγκράτησης των δαπανών εκείνων που έχουν θετικό πρόσημο για την πραγματική οικονομία; Μπορούν η παραγωγή, η εργασία και η καινοτομία να δημιουργήσουν προστιθέμενη αξία για την οικονομία μέσα σε αυτό το περιβάλλον δημοσιονομικής πολιτικής;
Ν. Βετ. Με τα σημερινά δεδομένα η οικονομία είναι δρομολογημένη για σχετικά χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που μετά από πολύ λίγα χρόνια είναι πολύ πιθανό να υποσκάψουν και την ίδια τη δημοσιονομική εξισορρόπηση. Είναι επίσης ευάλωτη σε εξωτερικούς κινδύνους, τόσο από επιβράδυνση της διεθνούς ζήτησης όσο και ενδεχόμενη επιδείνωση των όρων χρηματοδότησης. Φυσικά η δημοσιονομική σταθερότητα είναι προϋπόθεση για να επιτευχθεί ο ιδιαίτερα κρίσιμος ενδιάμεσος στόχος της πρόσβασης στη χρηματοδότηση από τις διεθνείς αγορές, κάτι που δεν μπορεί να εκκρεμεί επί μακρόν. Αλλά αυτή η σταθερότητα θα πρέπει να διασφαλίζεται μεσοπρόθεσμα. Συνολικά, μια σταθερή τροχιά ανάπτυξης θα υπάρξει μόνο αν στους επόμενους μήνες η οικονομική πολιτική αυξήσει την αξιοπιστία της. Για να γίνει αυτό απαραίτητο είναι αφενός να βελτιωθούν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά στην πλευρά των φόρων και αυτή των δαπανών και αφετέρου να γίνονται συστηματικά βήματα για την διευκόλυνση των επενδύσεων και της εργασίας.
Φρ. Κουτ. Αυτή τη στιγμή καταγράφονται θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης της τάξης του 2% που δεν είναι καθόλου χαμηλοί για μια ανεπτυγμένη οικονομία, όπως η ελληνική. Ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και η δημοσιονομική πολιτική είναι μόνο ένας από αυτούς. Πιστεύω πως η στήριξη στην αναπτυξιακή προσπάθεια θα πρέπει να αξιοποιήσει άλλα εργαλεία, πέρα από τη δημοσιονομική πολιτική.
Θ. Κατσ. Αυτό είναι ένα σημαντικό ερώτημα και η σαφής, αναμφισβήτητη και αξιόπιστη απάντηση είναι ότι οι δημοσιονομικές συνθήκες σχετίζονται με την οικονομική ανάπτυξη μόνον εφαπτομενικά και μόνον επιβοηθητικά: όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, χαμηλότεροι φορολογικοί συντελεστές και έργα υποδομής μέσω δημοσίων επενδύσεων θα βοηθήσουν οριακά την ανάπτυξη. Αλλά ο κύριος μοχλός είναι οι ριζοσπαστικές, βαθιές, ευρείες και εκτεταμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις οποίες η Ελλάδα έχει μείνει οδυνηρά πίσω. Για άλλη μια χρονιά η Ελλάδα υποχώρησε στη ετήσια έκθεση « Doing Business 2019» της Παγκόσμιας Τράπεζας και τώρα κατατάσσεται στη 72 θέση ανάμεσα από 190 κράτη. Η Ελλάδα βρίσκεται στην αξιοθρήνητη θέση να υστερεί στο επιχειρηματικό περιβάλλον σε σχέση με Ουκρανία, Βιετνάμ, Περού, Αλβανία και Ρουάντα, και μόλις να ξεπερνά χώρες όπως η Μογγολία, το Ουζμπεκιστάν και το Ομάν. Με άλλα λόγια, η χώρα δεν μπορεί πλέον λογικά να θεωρηθεί ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πόσο μάλλον της Ευρωζώνης. Η δημιουργία προστιθεμένης αξίας δεν καταπνίγεται από τις δημοσιονομικές συνθήκες, αλλά από το ασταθές φορολογικό καθεστώς, το δύσκαμπτο εργασιακό καθεστώς, τους περιορισμούς στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών , και ίσως περισσότερο από κάθε άλλο, στη μακροχρόνια κατάρρευση της ανωτάτης παιδείας (πτυχιούχοι μεν αλλά χωρίς εφόδια για ανταγωνιστική σταδιοδρομία στον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας) και, πιο πρόσφατα, στο θλιβερό κατάντημα της ελληνικής δικαιοσύνης που υπόκειται σε πολιτικές πιέσεις με στόχο την απώλεια της ανεξαρτησίας της. Αυτές δεν είναι συνθήκες που συμβάλλουν στη προσέλκυση ξένων επενδύσεων ή τη μείωση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων στις διεθνείς κεφαλαιαγορές.