Σε διαδικασία πώλησης του Σταθμού Εμπορευματοκιβωτίων του Long Beach στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ έχει εισέλθει ο κινεζικός ναυτιλιακός όμιλος Cosco. Σύμφωνα με δημοσίευμα της «Wall Street Journal» σχεδιάζει την πώληση του μεγαλύτερου terminal των ΗΠΑ έναντι ποσού άνω του 1 δισ. δολαρίων. Σύμφωνα με το δημοσίευμα η εταιρεία έχει προσλάβει ήδη συμβούλους και φιλοδοξεί να έχει ολοκληρώσει την πώληση μέχρι τον Ιούνιο του 2019. Ενδιαφέρον για τη διαχείριση του ΣΕΜΠΟ αναμένεται να δείξουν μεγάλοι ναυτιλιακό όμιλοι και port operators, όπως οι APM Terminals, Ocean Network, Evergreen, Hyundai Merchant Marine και DP World.
Από την έντυπη έκδοση
Σε διαδικασία πώλησης του Σταθμού Εμπορευματοκιβωτίων του Long Beach στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ έχει εισέλθει ο κινεζικός ναυτιλιακός όμιλος Cosco. Σύμφωνα με δημοσίευμα της «Wall Street Journal» σχεδιάζει την πώληση του μεγαλύτερου terminal των ΗΠΑ έναντι ποσού άνω του 1 δισ. δολαρίων. Σύμφωνα με το δημοσίευμα η εταιρεία έχει προσλάβει ήδη συμβούλους και φιλοδοξεί να έχει ολοκληρώσει την πώληση μέχρι τον Ιούνιο του 2019. Ενδιαφέρον για τη διαχείριση του ΣΕΜΠΟ αναμένεται να δείξουν μεγάλοι ναυτιλιακό όμιλοι και port operators, όπως οι APM Terminals, Ocean Network, Evergreen, Hyundai Merchant Marine και DP World.
Σημειώνεται ότι ο Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων στην «καρδιά» των ΗΠΑ αποκτήθηκε από την Cosco μετά την εξαγορά της Orient Overseas από τον κινεζικό όμιλο, μέσα στο 2018, έναντι 6,3 δισ. δολαρίων. Μάλιστα, προκειμένου να λάβει έγκριση από την Επιτροπή Ξένων Επενδύσεων των ΗΠΑ για την εξαγορά, η Cosco είχε αποδεχθεί να «μπει» το Long Beach υπό τον έλεγχο αμερικανικού «σχήματος».
Στον ΣΕΜΠΟ, ο οποίος είναι σχεδόν πλήρως αυτοματοποιημένος, διακινούνται σε ετήσια βάση 3,3 εκατ. teu, ενώ στις γερανογέφυρές του θα μπορούν να εξυπηρετηθούν πλοία χωρητικότητας άνω των 20.000 teu, μόλις ολοκληρωθούν οι επενδύσεις στο τέλος του 2019.
Σινο-αμερικανική κόντρα
Την ίδια στιγμή ο εν εξελίξει εμπορικός πόλεμος ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα αναμένεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στον όγκο του θαλάσσιου εμπορίου στον Ειρηνικό μέσα στο 2019, εξαιτίας των νέων, ακόμα υψηλότερων, δασμών που αναμένεται να επιβληθούν.
Η ζήτηση προϊόντων για εισαγωγές στις ΗΠΑ έχουν κορυφωθεί αυτή την περίοδο και σύμφωνα με αναλυτές η κύρια αιτία αυτής της εξέλιξης είναι η αναμενόμενη, από τον Ιανουάριο του 2019, αύξηση στους δασμούς σε κινεζικά προϊόντα αξίας 250 δισ. δολαρίων από 10% που είναι σήμερα στο 25%.
«Υπάρχει συγκεκριμένος λόγος που οι ναύλοι ανεβαίνουν συνέχεια για τα δρομολόγια Κίνα - δυτική ακτή των ΗΠΑ. Δεν οφείλεται μόνο στο peak της περιόδου, αλλά στο ενδεχόμενο επιβολής νέων δασμών» σημειώνει σε δηλώσεις του ο Zvi Schreiber, διευθύνων σύμβουλος της Freightos.
Από την πλευρά του ο Simon Heaney, της Drewry, θεωρεί ότι τα ρεκόρ του τελευταίου τριμήνου στο θαλάσσιο εμπόριο του Ειρηνικού θα τα διαδεχθεί ένας διαρκής «πονοκέφαλος».
Οι δασμοί πλέον θα αφορούν το 50% σχεδόν όλων των κινεζικών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ και αυτό θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στο εμπόριο, υπογράμμισε.
Η τελευταία αξιολόγηση της Drewry για τον αντίκτυπο στο εμπόριο από την επιβολή δασμών ανέφερε ότι η αύξηση των τιμών κατά 10% θα ισοδυναμούσε με μείωση κατά 6% του όγκου του εμπορίου με την πάροδο του χρόνου.
«Με βάση την εκτίμηση αυτή και με τους δασμούς στο 10%, θα ήταν δυνατό να μειωθεί το εμπόριο κατά 2% την επόμενη χρονιά, αντί για την αναμενόμενη αύξηση 3%» σημειώνει ο κ. Heaney, ο οποίος προσθέτει ότι με επιβολή δασμών 25% ο αρνητικός αντίκτυπος θα είναι ακόμα μεγαλύτερος.
Ο αναλυτής της Drewry τόνισε επίσης ότι ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ των δύο μεγάλων οικονομιών του κόσμου θα επιφέρει μεγάλες ζημιές στις ναυτιλιακές εταιρείες τακτικών γραμμών.
Σημείωσε επίσης ότι οι οικονομικοί κίνδυνοι, από τον εμπορικό πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, «υποβαθμίζουν σαφώς τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης». Σε αυτό το πλαίσιο, ο Drewry υποβάθμισε τις προοπτικές του εμπορίου για την περίοδο 2018-2022 από ένα σύνθετο ετήσιο ρυθμό αύξησης 5,7% σε 4,3%.
«Μόνο για το τρέχον έτος αναμένουμε ότι η διακίνηση των εμπορευματοκιβωτίων στον κόσμο θα αυξηθεί κατά 5,3%. Για το 2019 αναμένουμε ότι η αύξηση της ζήτησης θα επιβραδυνθεί και θα κλείσει στο 4%».