Γιατί είναι τόσο ασθενής η ιταλική οικονομία; Και είναι τα μέτρα της ιταλικής κυβέρνησης η κατάλληλη θεραπεία; Στα ερωτήματα αυτά επιχειρούν να απαντήσουν οι Financial Times με τη βοήθεια οικονομολόγων, ακαδημαϊκών και εκπροσώπων του επιχειρηματικού κόσμου, που εξετάζουν τις ρίζες των ιταλικών προβλημάτων και βάζουν στο μικροσκόπιο το απορριφθέν σχέδιο της Ρώμης.
Γιατί είναι τόσο ασθενής η ιταλική οικονομία; Και είναι τα μέτρα της ιταλικής κυβέρνησης η κατάλληλη θεραπεία; Στα ερωτήματα αυτά επιχειρούν να απαντήσουν οι Financial Times με τη βοήθεια οικονομολόγων, ακαδημαϊκών και εκπροσώπων του επιχειρηματικού κόσμου, που εξετάζουν τις ρίζες των ιταλικών προβλημάτων και βάζουν στο μικροσκόπιο το απορριφθέν σχέδιο της Ρώμης.
Με τον προϋπολογισμό του 2019, που θα κατατεθεί εκ νέου σήμερα χωρίς ιδιαίτερες αλλαγές σε σχέση με το αρχικό σχέδιο, η Ρώμη υποστηρίζει ότι θέλει να βγάλει τη χώρα από την παγίδα της στασιμότητας, αυξάνοντας το έλλειμμα προσωρινά με στόχο δυναμικές επιδόσεις στο μέτωπο της ανάπτυξης, που θα βελτιώσουν μεσοπρόθεσμα και τα δημοσιονομικά. Οι ειδικοί δεν πιστεύουν, ωστόσο, ότι τα εξαγγελθέντα μέτρα, θα εξασφαλίσουν πράγματι τη μεγέθυνση του ΑΕΠ, που εξακολουθεί να είναι 5% χαμηλότερο σε σχέση με τα προ κρίσεως του 2008 επίπεδα. Μόνο η Ιταλία και η Ελλάδα έχουν αποτύχει να επιστρέψουν στα προ δεκαετίας επίπεδα στους κόλπους της Ε.Ε.
Εάν μάλιστα εξετάσει κανείς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ των Ιταλών, προσαρμοσμένο στον πληθωρισμό, θα διαπιστώσει ότι είναι ακόμη χαμηλότερο από το 2000. Πού οφείλονται οι ζοφερές αυτές επιδόσεις;
Εκσυγχρονισμός βιομηχανίας
Το οικονομικό μοντέλο της Ιταλίας είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένο από οικογενειακές επιχειρήσεις, μικρού μεγέθους και χαμηλότερης παραγωγικότητας σε σχέση με ξένους ανταγωνιστές. Το πρόβλημα έχει ενταθεί τις τελευταίες δεκαετίες. Τη δεκαετία του 70 και στις αρχές του 80 το ιταλικό μοντέλο, που στηριζόταν σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις έφερνε ανάπτυξη, όπως εξηγεί στους FT, οικονομολόγος της Goldman. Ωστόσο πολλές εξ αυτών δεν επένδυσαν σε έρευνα και ανάπτυξη ή στο ανθρώπινο δυναμικό ώστε να μπορέσουν να ανταγωνιστούν σε παγκόσμιο επίπεδο. Σύμφωνα με την Κομισιόν το 95% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων της Ιταλίας έχει λιγότερους από 10 υπαλλήλους. Επιπλέον λιγότερο από το 10% των εταιρειών της χώρας προσφέρει online πωλήσεις. Πρόκειται για το τρίτο χαμηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε., μετά τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία.
Εκπαιδευτικό σύστημα
Οι ειδικοί επικαλόυνται το δυσλειτουργικό εκπαιδευτικό σύστημα ως δεύτερο κυριότερο πρόβλημα. Σύμφωνα με οικονομολόγο της FocusEconomics δεν υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στις δεξιότητες, που προσφέρει το εκπαιδευτικό σύστημα και τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Λιγότεροι από 1 στους 3 Ιταλούς ηλικίας 25-34 ετών είναι πτυχιούχοι, όταν ο μέσος όρος στον ΟΟΣΑ είναι 44%. Οι 15χρονοι της χώρας έχουν χαμηλότερες επιδόσεις στα μαθηματικά, τις θετικές επιστήμες, αλλά και στην ανάγνωση από συνομιλήκους τους στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ. Ένας στους τέσσερις Ιταλούς 15-34 ετών είναι χωρίς δουλειά ή εκπαίδευση.
Επιχειρηματικό περιβάλλον
Η χώρα είναι 111η μεταξύ 190 οικονομιών στη διευκόλυνση της επιβολής συμβάσεων, όπως προκύπτει από την έρευνα της Παγκόσμιας Τράπεζας για τη διευκόλυνση του επιχειρείν. Εμφανίζει πολύ χαμηλές βαθμολογίες στα θέματα της γραφειοκρατίας, της φοροδιαφυγής και των αδειών για κατασκευές, όπως επίσης και στην ταχύτητα της εκδίκασης υποθέσεων για επιχειρήσεις. Οι ειδικοί κάνουν λόγο για ενεπάρκεια της δημόσιας διοίκησης και ένα κάθε άλλο παρά φιλικό περιβάλλον για επιχειρήσεις. Αυτό δεν μπορεί να φτιάξει απλώς με τη μείωση της φορολογίας για τα εταιρικά κέρδη, εξηγούν. Υπάρχουν άλλα βαθύτερα προβλήματα.
Υψηλό δημόσιο χρέος
Το διογκωμένο χρέος υπονομεύει τις προσπάθειες για ανάπτυξη, καθώς απορροφά πολύτιμα κεφάλαια για την εξυπηρέτησή του. Η Ιταλία εμφανίζει το δεύτερο υψηλότερο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ (131%), ενώ δαπανά το 3,7% του ΑΕΠ σε τοκοχρεολύσια, με το ποσοστό να είναι διπλάσιο το μέσου όρου της Ε.Ε. Η Κομισιόν προβλέπει μάλιστα περαιτέρω αύξησή του στο 3,9% έως το 2020, καθώς οι αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων βαίνουν αυξανόμενες.
Πηγή: Financial Times