Η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει πράγματι να είναι προσεκτική με τα μηνύματα που στέλνει ως προς τη συνέπεια της χώρας στις μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο, το μείζον για τις αγορές είναι η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και όλα τα υπόλοιπα είναι διαχειρίσιμα. Εξάλλου, η Ελλάδα βρίσκεται πλέον εκτός προγράμματος. Με αυτήν τη γραμμή θα «κατεβούν» οι πιστωτές στο σενάριο της μη περικοπής των συντάξεων.
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει πράγματι να είναι προσεκτική με τα μηνύματα που στέλνει ως προς τη συνέπεια της χώρας στις μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο, το μείζον για τις αγορές είναι η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και όλα τα υπόλοιπα είναι διαχειρίσιμα. Εξάλλου, η Ελλάδα βρίσκεται πλέον εκτός προγράμματος. Με αυτήν τη γραμμή θα «κατεβούν» οι πιστωτές στο σενάριο της μη περικοπής των συντάξεων.
Ένας όρος και απαράβατος
Παρά το γεγονός ότι ορισμένοι αξιωματούχοι με δηλώσεις τους έχουν σταθεί αποκλειστικά στο δημοσιονομικό σκέλος της μεταρρύθμισης, ο σκληρός πυρήνας των πιστωτών αναγνωρίζει ότι η περικοπή της κρατικής δαπάνης για τις συντάξεις κατά 1% του ΑΕΠ από το 2019 και για κάθε χρόνο είχε συμφωνηθεί και ψηφιστεί τόσο ως δημοσιονομικό, όσο και ως διαρθρωτικό μέτρο. Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες της «Ν», η άποψη ότι ο όποιος δημοσιονομικός χώρος θα πρέπει να διατεθεί αντιθέτως σε αναπτυξιακά μέτρα, όπως η μείωση φόρων, δεν είναι μόνο άποψη του ΔΝΤ.
Ωστόσο, «είμαστε πλέον έξω από το πρόγραμμα», κι έτσι το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα είναι σε θέση να θέτει ζητήματα και να χαράσσει πολιτικές, με μία αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση: την επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% μέχρι το 2022. Μέσα σε αυτό το δημοσιονομικό πλαίσιο, τα μηνύματα κινούνται προς την κατεύθυνση ότι το οικονομικό επιτελείο θα λάβει το πράσινο φως - ακόμη εξετάζουν οι θεσμοί αν και τι χώρος υπάρχει για την παράλληλη εφαρμογή των λεγόμενων αντιμέτρων τα οποία έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση.
Ένα επιπλέον ζήτημα, το οποίο απασχολεί τους θεσμούς, είναι ότι η περικοπή της δαπάνης για τις συντάξεις αποτελεί μέρος της συμφωνίας για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η τελική έκβαση της υπόθεσης θα είναι γνωστή, το πιθανότερο, στην άτυπη συνεδρίαση του Eurogroup στις 19 Νοεμβρίου. Μένει άλλωστε να φανεί πώς θα συνδιαμορφώσουν την καθοριστική στάση της Γερμανίας οι τελευταίες πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας.
Οι αγορές και το cash buffer
Η εκτίμηση που επικρατεί στους κόλπους των θεσμών για την αδυναμία του ελληνικού δημοσίου να ανακτήσει την πρόσβαση στις αγορές είναι ότι η διαδικασία απαιτεί χρόνο, τον οποίο εξ ορισμού παρέχει το cash buffer. Εξάλλου, «η Ελλάδα είναι αυτή που είναι», δεδομένου ότι ξεκίνησε από χαμηλότερη βάση σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες όταν βγήκαν από τα προγράμματα, σύμφωνα με την ίδια αντίληψη. Πληροφορίες θέλουν κοντά στο 4% το επίπεδο του επιτοκίου με το οποίο η ελληνική κυβέρνηση θα δοκίμαζε μια νέα έξοδο στις αγορές.
Ως έχει το χρέος στο ΔΝΤ
Σύμφωνα με πληροφορίες της «Ν», σε αυτήν τη φάση, οι Ευρωπαίοι πιστωτές δεν συζητούν καν το ενδεχόμενο πρόωρης αγοράς του ελληνικού χρέους που βρίσκεται υπό την κατοχή του ΔΝΤ. Σε ό,τι αφορά το αντίθετο παράδειγμα της Πορτογαλίας, το επιχείρημα είναι ότι η Λισαβόνα δανειζόταν φτηνά από τις αγορές και άρα τη συνέφερε μια αντίστοιχη κίνηση. Η Ελλάδα όμως δεν βρίσκεται σε αυτήν τη θέση.
Με την πεπατημένη στις τράπεζες
Η ανάλυση των θεσμικών πιστωτών για τις εξελίξεις στις συστημικές τράπεζες βασίζεται σε δύο παραδοχές: Πρώτον, οι αντιδράσεις στο χρηματιστήριο είναι ασαφούς προέλευσης και υπερβολικές, και δεν αντιπροσωπεύουν κάποια τάση γύρω από το χρηματοπιστωτικό σύστημα στην Ελλάδα. Δεύτερον, οι ελληνικές τράπεζες είναι καλά κεφαλαιοποιημένες, ωστόσο, το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων συνιστά μια διαρκή απειλή η οποία θα πρέπει να εξαλειφθεί με όλο και πιο δραστικές κινήσεις.
Oι κινήσεις αυτές, όπως είναι σε θέση να γνωρίζει η «Ν», σε αυτήν τη φάση δεν θα αφορούν τη δημιουργία νέων θεσμών διαχείρισης των τοξικών προϊόντων στις ελληνικές τράπεζες. Η άποψη που κυριαρχεί στους πιστωτές είναι ότι, με τα σημερινά δεδομένα, δεν υπάρχει κάποιο αντίστοιχο βιώσιμο εργαλείο το οποίο θα μπορούσε να επιστρατευτεί στην περίπτωση της Ελλάδας και σε εύλογο χρονικό διάστημα. Ένα Asset Protection Scheme θα απαιτούσε χρόνο και αξιολόγηση των δανείων. Μία Bad Bank ή κάποιο ειδικό Fund θα χρειαζόταν επίσης μακρά προετοιμασία, καθαρούς όρους διακυβέρνησης και χρηματοδότηση. Οι θεσμικοί πιστωτές φέρονται να χρειάζονται περισσότερα από την ελληνική κυβέρνηση προτού εισέλθουν σε μια συζήτηση που θα έβαζε στο τραπέζι τη χρήση του cash buffer προς αυτήν την κατεύθυνση.
Επιμονή στο υπερπλεόνασμα
Οι θεσμοί δεν παραγνωρίζουν το πρόβλημα των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα και προδιαθέτουν ότι θα ανεβάσουν τις στροφές των πιέσεων προς την ελληνική κυβέρνηση. Ωστόσο, «τα νούμερα είναι αυτά που είναι» σε ό,τι αφορά το υπερπλεόνασμα το οποίο εμφανίζει το ελληνικό κράτος. Μάλιστα, απέναντι στο επιχείρημα ότι ο υπερβάλλων ζήλος της κυβέρνησης, πέραν των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, στερεί από την πραγματική οικονομία πόρους πολύτιμους για την ανάπτυξη, οι θεσμοί (πλην του ΔΝΤ) προκρίνουν τη σημασία της «οικοδόμησης εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας» γύρω από τις δημοσιονομικές επιδόσεις του ελληνικού κράτους.