Σειρά τροπολογιών έχει καταθέσει προς ψήφιση το υπουργείο Οικονομίας βελτιώνοντας το θεσμικό πλαίσιο, για τους επενδυτές, λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία από τους δύο κύκλους λειτουργίας του Αναπτυξιακού Νόμου. Οι κυριότερες νομοθετικές παρεμβάσεις αναπτύσσονται σε τέσσερις άξονες:
Σειρά τροπολογιών έχει καταθέσει προς ψήφιση το υπουργείο Οικονομίας βελτιώνοντας το θεσμικό πλαίσιο, για τους επενδυτές, λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία από τους δύο κύκλους λειτουργίας του Αναπτυξιακού Νόμου. Οι κυριότερες νομοθετικές παρεμβάσεις αναπτύσσονται σε τέσσερις άξονες:
α) Ο πρώτος άξονας αφορά τον εξορθολογισμό και τη βελτίωση στον τρόπο παροχής των ενισχύσεων, ώστε να είναι ταχύτερη και απλούστερη για τους επενδυτές.
Στο πλαίσιο αυτό, παρέχεται η δυνατότητα στους επενδυτές που εντάσσονται στον Αναπτυξιακό Νόμο να κάνουν χρήση της φορολογικής ενίσχυσης μετά από πιστοποίηση του 50% του επενδυτικού σχεδίου. Ταυτόχρονα δίνεται η δυνατότητα καταβολής μεγαλύτερου ποσοστού της ενίσχυσης, έως 1/3, έτσι ώστε μειώνεται ο ελάχιστος χρόνος για την χρήση του κινήτρου αυτού στα 3 έτη, αντί της μέχρι σήμερα ισχύουσας πενταετίας. Παράλληλα προβλέπεται ότι, με την υλοποίηση έργου ύψους τουλάχιστον ίσου με το 25% του συνολικού κόστους της επένδυσης, η δυνατότητα να καταβάλλεται στον δικαιούχο ποσό που ανέρχεται μέχρι το 25% της εγκεκριμένης επιχορήγησης.
Το προτεινόμενο νομοθετικό εργαλείο αποτελεί καινοτομία του Αναπτυξιακού Νόμου και αποκρίνεται στη δυσμενή οικονομική κατάσταση στον χώρο των επιχειρήσεων, ενισχύοντας την οικονομική ρευστότητα των επενδυτικών φορέων στο δύσκολο στάδιο της έναρξη υλοποίησής της επένδυσης. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται το δημόσιο συμφέρον, καθώς στηρίζονται έμπρακτα και με απτό τρόπο οι επιχειρήσεις και ενθαρρύνονται στην υλοποίηση των επενδυτικών τους σχεδίων, ενώ προκύπτουν θετικά αποτελέσματα για την εν γένει οικονομική ανάπτυξη της χώρας σε αυτή την κρίσιμη περίοδο που ξαναβρίσκει τον αναπτυξιακό της βηματισμό.
Στο ίδιο πνεύμα κινούνται και άλλες παρεμβάσεις που στόχο έχουν να καταστήσουν ελκυστικότερο το καθεστώς ενισχύσεων του ν. 4399/2016 για “επενδύσεις μείζονος μεγέθους”. Με την προτεινόμενη τροπολογία ο φορέας της επένδυσης μπορεί να κάνει χρήση της φορολογικής απαλλαγής και να του χορηγηθεί ενίσχυση με βάση τα ποσοστά του Χάρτη Περιφερειακών Ενισχύσεων έως του ποσού των 7.000.000 ευρώ. Ταυτόχρονα και σε αυτή την περίπτωση, δίνεται το δικαίωμα χρήσης της ωφέλειας με την πιστοποίηση του 50% του κόστους του επενδυτικού σχεδίου και με τη δυνατότητα αξιοποίησης του κινήτρου της φορολογικής απαλλαγής σε λιγότερα έτη (3 αντί 5 έτη).
β) Ο δεύτερος άξονας της νομοθετικής παρέμβασης αφορά σε πρόσθετες δυνατότητες που παρέχονται για την ολοκλήρωση ώριμων επενδυτικών σχεδίων που είχαν υπαχθεί σε προηγούμενους επενδυτικούς νόμους. Για τα επενδυτικά σχέδια του ν. 3299/2004, με προηγούμενη νομοθετική παρέμβαση, είχε δοθεί προθεσμία ολοκλήρωσης έως τις 31 Μαρτίου 2017 και με δυνατότητα παράτασης μέχρι τις 30 Ιουνίου 2018, εφόσον είχε υλοποιηθεί το 50% του εγκεκριμένου κόστους του επενδυτικού σχεδίου. Με αυτή τη νομοθετική παρέμβαση δίνεται η δυνατότητα επιπροσθέτως να ενισχύονται οι δαπάνες οι οποίες πραγματοποιούνται μέχρι τις 30 Δεκεμβρίου 2018.
γ) Ο τρίτος άξονας παρέμβασης αφορά τη δημιουργία ενός ουσιαστικά νέου καθεστώτος ενισχύσεων, με την ίδρυση ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών επιχειρηματικού κινδύνου «Ταμείων Συμμετοχών» (Fund of Funds) που συγκροτείται στη βάση της συμμετοχής δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Η χρηματοδότηση των «Ταμείων Συμμετοχών» από τη μεριά του Δημοσίου πραγματοποιείται από το Εθνικό ή Συγχρηματοδοτούμενο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ), ώστε η συμμετοχή του δημοσίου να είναι σύμφωνη με τους όρους της αγοράς, ενώ δημιουργείται ένα αποτελεσματικό σχήμα ενίσχυσης που απευθύνεται σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, με στόχο την ανακεφαλαιοποίησή τους, ώστε να επανέλθουν σε αναπτυξιακή τροχιά.
δ) Ο τελευταίος, τέταρτος άξονας, αφορά την περαιτέρω βελτίωση του θεσμικού πλαισίου για την παροχή ενισχύσεων σε εταιρείες που εγκαθίστανται στην Ελλάδα με σκοπό την παροχή ενδοομιλικών υπηρεσιών (ν. 3427/2005). Η δημιουργία Μονάδων Παροχής Κοινών Υπηρεσιών (Business Services Centres / Shared Services Centres) αποτελεί τα τελευταία χρόνια μια εξαιρετικά δυναμικά εξελισσόμενη παγκόσμια τάση. Επιπρόσθετα οι δραστηριότητες αυτές ενσωματώνουν νέες τεχνολογίες, στο πλαίσιο της προσπάθειας των επιχειρήσεων για ευελιξία και μείωση του λειτουργικού τους κόστους. Στόχος είναι και η χώρα μας να κατακτήσει μια σημαντική θέση ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες που αποτελούν πόλο έλξης για την εγκατάσταση τέτοιων μονάδων, από τις οποίες προκύπτει σημαντικός αριθμός νέων θέσεων εργασίας και άλλα πολλαπλασιαστικά οφέλη.
Στην Ελλάδα υπάρχουν σήμερα εγκατεστημένες με αυτό το καθεστώς περίπου 150 αλλοδαπές εταιρείες, ορισμένες από τις οποίες ανήκουν σε μεγάλους πολυεθνικούς ομίλους. Η προτεινόμενη τροπολογία, λαμβάνοντας υπόψη τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα (υψηλού επιπέδου ανθρώπινο δυναμικό, γεωπολιτική θέση, ποιότητα διαβίωσης, ποιότητα υποδομών, κλπ) διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου. Πρώτον προσθέτει νέες υπηρεσίες που μπορούν να αναπτύξουν οι εταιρείες που υπάγονται στο καθεστώς ενισχύσεων: ανάπτυξη λογισμικού, προγραμματισμός ηλεκτρονικών υπολογιστών και υποστήριξη συστημάτων πληροφορικής, αποθήκευση και διαχείριση αρχείων και πληροφοριών, διαχείριση προμηθευτών, πελατών και εφοδιαστικής αλυσίδας, διαχείριση και εκπαίδευση ανθρώπινου δυναμικού, δραστηριότητες τηλεφωνικού κέντρου. Δεύτερον, προσθέτει κίνητρα για την πρόσληψη εργαζομένων για έργα έρευνας και ανάπτυξης (βιομηχανική έρευνα, πειραματική ανάπτυξη και μελέτες σκοπιμότητας), για αγορά εξοπλισμού και λογισμικού πληροφοριακών συστημάτων.
Σε πρόσφατο άρθρο του ο γενικός γραμματέας Ιδιωτικών Επενδύσεων Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων, του υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης Λόης Λαμπριανίδης είχε επισημάνει ότι «κάθε δημόσια πολιτική, έτσι και η πρόσφατη αναπτυξιακή πολιτική για να είναι αποτελεσματική δεν σχεδιάστηκε για να εφαρμοστεί άπαξ, αλλά με πρόνοια για διαρκή αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της και με την προσαρμογή του θεσμικού πλαισίου στις οικονομικές συνθήκες και στις ανάγκες του επενδυτικού κοινού όπως διαμορφώνονται στο πέρασμα του χρόνου».
Πηγή: ΑΜΠΕ