Η στάση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έναντι της ιταλικής κυβέρνησης ερμηνεύεται από αρκετούς παρατηρητές των κοινοτικών εξελίξεων ως ιδιαίτερα σκληρή, σε αντίθεση με την πολύ πιο ελαστική αντιμετώπιση στο παρελθόν χωρών που επί σειρά ετών παραβίαζαν τους δημοσιονομικούς κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας, όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Γαλλία.
Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Η στάση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έναντι της ιταλικής κυβέρνησης ερμηνεύεται από αρκετούς παρατηρητές των κοινοτικών εξελίξεων ως ιδιαίτερα σκληρή, σε αντίθεση με την πολύ πιο ελαστική αντιμετώπιση στο παρελθόν χωρών που επί σειρά ετών παραβίαζαν τους δημοσιονομικούς κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας, όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Γαλλία.
Η Κομισιόν αποφάσισε στις 23 Οκτωβρίου να απορρίψει τον ιταλικό προϋπολογισμό, δίνοντας μια διορία στη Ρώμη να υποβάλει εντός τριών εβδομάδων νέο σχέδιο, προσαρμοσμένο στις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει η προηγούμενη κυβέρνηση για τη μείωση του ελλείμματος και του δημόσιου χρέους. Η απόρριψη σχεδίου προϋπολογισμού κράτους-μέλους είναι πρωτοφανής στην ιστορία της Ευρωζώνης. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι η απόφαση των Βρυξελλών είναι αυστηρή, ωστόσο οι λόγοι που την προκάλεσαν μάλλον δικαιολογούν αυτήν την ενέργεια. Καταρχήν, το σχέδιο που παρουσίασε η ιταλική κυβέρνηση προβλέπει ένα έλλειμμα της τάξης του 2,4% για το 2019, έναντι δέσμευσης για μείωσή του στο 0,8% του ΑΕΠ, που είχε αναλάβει η προηγούμενη κεντροαριστερή κυβέρνηση. Συνεπώς υπάρχει μια σαφέστατη απόκλιση της τάξης της 1,6 ποσοστιαίας μονάδας, η οποία θα μπορούσε να μη θεωρηθεί μεγάλη για μια μικρομεσαία χώρα που βρίσκεται για συγκυριακούς λόγους σε κρίση.
Τα πράγματα, όμως, δεν είναι ακριβώς έτσι, διότι εδώ έχουμε μια κυβέρνηση η οποία επιδιώκει να κάνει επεκτατική οικονομική πολιτική, αυξάνοντας το χρέος, δηλαδή με δανεικά. Δεν είναι όμως μια τυχαία χώρα η Ιταλία, τρίτη σε μέγεθος οικονομία της Ευρωζώνης, έχει σήμερα το ψηλότερο χρέος στην Ε.Ε. σε απόλυτους αριθμούς (2,322 τρισ. ευρώ) και το δεύτερο ψηλότερο, μετά την Ελλάδα, σε ποσοστό του ΑΕΠ (132,1%). Σε αναλογία με τον πληθυσμό, το δημόσιο χρέος ανέρχεται σε 37.000 ευρώ ανά κάτοικο, ενώ το 2017 δαπανήθηκαν σε τόκους 65 δισ. ευρώ, όσες ήταν και οι συνολικές δαπάνες για την παιδεία. Συνεπώς, η Ιταλία έχει μεγάλο πρόβλημα, που σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις της θα πρέπει να κάνουν τα πάντα ώστε να μην ανησυχούν τις αγορές, γιατί εάν αλλάξει το κλίμα και σταματήσουν να την δανείζουν τα μεγέθη της είναι τέτοια που δεν επιτρέπουν στα σημερινά εργαλεία της Ευρωζώνης να τη διασώσουν, ενώ και η κοινή γνώμη των άλλων κρατών-μελών δεν είναι έτοιμη να δεχθεί κάτι τέτοιο.
Το ελαστικό Σύμφωνο
Από την άλλη έχουμε το Σύμφωνο Σταθερότητας, το οποίο, σε αντίθεση με τα όσα λέγονται περί αυστηρότητας, έχει σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο, που μέσω διαφόρων ερμηνειών να επιδεικνύεται μεγάλη ελαστικότητα στα κράτη-μέλη. Αυτό έχει γίνει αρκετές φορές στο παρελθόν, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις η Κομισιόν ήταν τόσο ελαστική που χρειάστηκε να κάνει νομικές ακροβασίες προκειμένου να αποφύγει παραβίαση των κανόνων.
Ειδικότερα, η Κομισιόν «χαρίστηκε» το 2016 στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Οι δύο αυτές χώρες βρίσκονταν σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος από το 2009, όπου στη μεν πρώτη το έλλειμμα είχε ανέλθει στο 11% του ΑΕΠ, στη δε δεύτερη στο 11,2%. Και από τις δύο αυτές χώρες ζητήθηκε να το επαναφέρουν κάτω του ανώτατου αποδεκτού ορίου, που είναι 3% του ΑΕΠ μέχρι το 2015. Απέτυχαν και οι δύο να συμμορφωθούν και λογικά η Κομισιόν θα έπρεπε να εισηγηθεί στο Συμβούλιο ΕCO-FIN την επιβολή χρηματικού προστίμου. Παρ’ όλα αυτά, η Επιτροπή στις 27 Ιουλίου 2016 όχι μόνο δεν εισηγήθηκε την επιβολή προστίμου στις δύο χώρες της Ιβηρικής, αλλά τους έδωσε περισσότερο χρόνο να συμμορφωθούν και μάλιστα χωρίς τη λήψη αυστηρών μέτρων. Την ημέρα εκείνη, ο αντιπρόεδρος για το ευρώ Βάλντις Ντομπρόβσκις και ο επίτροπος Πιερ Μοσκοβισί είχαν εξηγήσει με σαφήνεια τις εναλλακτικές που είχαν, την επιλογή που έκαναν και τους λόγους αυτής της επιλογής.
Οι εναλλακτικές επιλογές που είχε η Κομισιόν στις περιπτώσεις της Ισπανίας και της Πορτογαλίας ήταν τρεις: 1) να εφαρμόσει αυστηρά το Σύμφωνο Σταθερότητας, επιβάλλοντας ετήσιο χρηματικό πρόστιμο ίσο με το 0,2% του ΑΕΠ (περίπου 2 δισ. ευρώ στην Ισπανία και 300 εκατ. ευρώ στην Πορτογαλία), αναστέλλοντας ταυτόχρονα για το 2017 το 50% των χρηματοδοτήσεων από τα διαρθρωτικά ταμεία οικονομικής και κοινωνικής σύγκλισης, 2) να μετριάσει τις παραπάνω κυρώσεις, 3) να τις ακυρώσει.
Επέλεξε τελικά την τρίτη επιλογή για τρεις λόγους, τους οποίους εξήγησαν. Ο πρώτος ήταν ότι η Κομισιόν αναγνώρισε πως οι δύο χώρες κατέβαλλαν πολύ σημαντικές προσπάθειες την εποχή εκείνη, προβαίνοντας παράλληλα σε σημαντικότατες μεταρρυθμίσεις. Ο δεύτερος αφορούσε την πολύ υψηλή ανεργία που θα μπορούσε να πλήξει την ανάκαμψη των δύο οικονομιών. Ο τρίτος λόγος επίσης σημαντικός, ήταν ότι η Επιτροπή δεν ήθελε να σταλεί ένα αρνητικό μήνυμα στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, η οποία είχε αρχίσει τότε να αμφιβάλλει για το μέλλον και τη χρησιμότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, την περίοδο εκείνη είχε προηγηθεί, έναν μήνα νωρίτερα, τον Ιούνιο του 2016, το δημοψήφισμα για το Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο, με αποτέλεσμα να βρεθεί σε κίνδυνο η ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας. Αυτό που μέτρησε επίσης ήταν ότι καμία από τις δύο χώρες δεν αμφισβήτησε την απόκλιση από τον στόχο διόρθωσης του ελλείμματος. Απλώς ζήτησαν περισσότερο χρόνο και την εξάντληση της ελαστικότητας που προβλέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας. Τελικά η Επιτροπή αποφάσισε για τους παραπάνω λόγους να δοθεί στις δύο χώρες μια πρόσθετη διετία, ώστε να επαναφέρουν το έλλειμμα κάτω από το 3% του ΑΕΠ.
Ανάλογη ελαστική συμπεριφορά επέδειξε η Κομισιόν και στη Γαλλία, η οποία βρισκόταν σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος από το 2009 μέχρι και πέρυσι. Λογικά και το Παρίσι θα έπρεπε να είχε βρεθεί αντιμέτωπο με την επιβολή χρηματικών κυρώσεων.
Η περίπτωση της Ρώμης
Αναφορικά με τα πρόστιμα, το πρόβλημα δεν είναι το ποσό, αφού δεν ξεπερνάει το 0,2% του ΑΕΠ, στην περίπτωση της Ιταλίας θα ήταν 3,4 δισ. ευρώ, αλλά το πολύ αρνητικό μήνυμα που στέλνουν στις αγορές, οι οποίες θα ζητήσουν πριμ κινδύνου χώρας, αυξάνοντας το επίπεδο των επιτοκίων των ομολόγων. Συνεπώς η περίπτωση της Ιταλίας δεν έχει ομοιότητες με τις παραπάνω χώρες, αντίθετα έχει κάποιες με την Ελλάδα του 2015 και ειδικότερα στο σκέλος της αμφισβήτησης των δεσμεύσεων, ωστόσο μετά το δημοψήφισμα η πρώτη κυβέρνηση Τσίπρα συμφώνησε με τους εταίρους σε ένα τρίτο μνημόνιο και η διένεξη τελείωσε. Τα δύο λαϊκίστικα κόμματα της Ιταλίας που απαρτίζουν τη σημερινή κυβέρνηση ξεκίνησαν πολύ καιρό πριν από τις εκλογές την επιθετική ρητορική εναντίον των Βρυξελλών, την οποία κορύφωσαν στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, αμφισβητώντας, κυρίως η Λέγκα του Βορρά του Ματέο Σαλβίνι, ακόμη και την παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη. Όταν σχημάτισαν κυβέρνηση ναι μεν έπαψαν να αμφισβητούν την παραμονή στο ευρώ, ωστόσο συνέχισαν τις κορόνες, ενώ με το σχέδιο προϋπολογισμού που κατέθεσαν στις 15 Οκτωβρίου και αγνοώντας τις προειδοποιήσεις έφτασαν στα όρια της ρήξης με τις Βρυξέλλες και τους εταίρους. Κι όμως, η Κομισιόν θα μπορούσε, ερμηνεύοντας με ελαστικότητα τους κανόνες του Συμφώνου, να δεχθεί μια απόκλιση της Ιταλίας από τις δεσμεύσεις για το έλλειμμα που έχει αναλάβει, αν το αίτημα παρουσιαζόταν με συντεταγμένο τρόπο και όχι με συγκρουσιακό, όπως επιχείρησε το δίδυμο Σαλβίνι-Ντε Ματέο.
«Ανάχωμα» στον λαϊκισμό
Με βάση τα όσα προηγήθηκαν το τελευταίο διάστημα και τη συμπεριφορά της Ρώμης, εάν η Κομισιόν έκλεινε τώρα τα μάτια, στην ουσία θα έδινε καύσιμα σε όλα τα λαϊκίστικα κόμματα στην Ευρώπη στις προσεχείς ευρωεκλογές, γιατί θα εκλάμβαναν την τακτική της ιταλικής κυβέρνησης ως τη «συνταγή» της επιτυχίας. Η εκτίμηση που επικρατεί στις Βρυξέλλες είναι ότι στο τέλος της ημέρας οι δύο πλευρές θα καταλήξουν σε μια συμφωνία, γιατί δεν είναι προς το συμφέρον κανενός και πολύ περισσότερο της Ιταλίας η κλιμάκωση της κρίσης. Ωστόσο, αυτό θα πρέπει να επιβεβαιωθεί και στην πράξη. Προς το παρόν βρισκόμαστε στην αρχή μιας διαδικασίας που μπορεί να πάρει χρόνο, το βέβαιο είναι πως η Ρώμη δεν έχει την πολυτέλειά του, γιατί οι αγορές όταν χάσουν την εμπιστοσύνη γίνονται αδυσώπητες.
Με «πειθαρχικά παραπτώματα» 26 στις 28 χώρες
Των Αγγελικής Κοτσοβού και Έφης Τριήρη
Μπορεί η κόντρα Ιταλίας-Ευρωπαϊκής Ένωσης να βρίσκεται στο επίκεντρο, δεν είναι όμως η πρώτη φορά που οι Βρυξέλλες ασκούν κριτική σε χώρα-μέλος της Ε.Ε. για το υψηλό έλλειμμα. Σε σύνολο 28 χωρών-μελών, μόνο δύο -η Εσθονία και η Σουηδία- έχουν υποδειγματική δημοσιονομική «διαγωγή». Οι υπόλοιπες 26 έχουν επανειλημμένως τεθεί από την Κομισιόν στην πειθαρχική διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος.
Σύμφωνα με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, οι χώρες της Ε.Ε. πρέπει να πληρούν τα εξής κριτήρια: Το δημοσιονομικό τους έλλειμμα δεν πρέπει να υπερβαίνει το 3% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) και το δημόσιο χρέος δεν πρέπει να υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ. Εάν κάποια χώρα δεν πληροί τα κριτήρια, τότε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εκκινεί διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, με βάση τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι «μετεξεταστέες» χώρες θα πρέπει να παρουσιάσουν ένα σχέδιο διορθωτικών ενεργειών και πολιτικών που θα ακολουθήσουν, καθώς και τις προθεσμίες για την επίτευξή τους. Στις χώρες της Ευρωζώνης που δεν ακολουθούν τις συστάσεις μπορεί να επιβληθεί πρόστιμο, κάτι που δεν έχει συμβεί έως τώρα. Η Ισπανία αποτελεί τη μοναδική χώρα που παραμένει σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, από το 1999 τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. έχουν παραβεί πάνω από 165 φορές τους κανονισμούς του Συμφώνου Σταθερότητας.
Πορτογαλία
Η χώρα της Ιβηρικής κατέχει το «ασημένιο μετάλλιο», με 15 παραβιάσεις των κανονισμών του Συμφώνου Σταθερότητας, με το πρώτο «καμπανάκι» το 2000. Τον Δεκέμβριο του 2009, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, υιοθετώντας τη σύσταση της Κομισιόν, έθεσε τη Λισαβόνα σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Τον Μάιο του 2011, η Πορτογαλία ακολούθησε το παράδειγμα της Ελλάδας και της Ιρλανδίας, υπογράφοντας μνημόνιο οικονομικής προσαρμογής, εφαρμόζοντας μεταρρυθμίσεις, περικοπές δαπανών και άλλα διαρθρωτικά μέτρα ώστε να μειώσει έλλειμμα και χρέος. Τον Ιούλιο του 2013, η Κομισιόν είχε συστήσει στη Λισαβόνα να λάβει μέτρα για τη μείωση του ελλείμματος στο 5,5% του ΑΕΠ, στο 4% το 2014 και στο 2,5% το 2015. Για την επίτευξη των στόχων θα έπρεπε να εφαρμόσει μέτρα ισοδύναμα με το 3,5% του ΑΕΠ το 2013, με το βάρος να πέφτει κυρίως στη μείωση του μισθολογικού κόστους. Για το 2014, η Κομισιόν πρότεινε μέτρα που ισοδυναμούσαν τουλάχιστον στο 2% του ΑΕΠ. Παρά τις προσπάθειες, το έλλειμμα του 2015 ανήλθε στο 4,4%, με την Κομισιόν να προειδοποιεί για την επιβολή προστίμου έως και 0,2% του ΑΕΠ. Όμως τον Αύγουστο του 2016, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε να μην επιβληθεί το πρόστιμο, ορίζοντας νέες προθεσμίες διόρθωσης του ελλείμματος, με συμπληρωματικά μέτρα. Η Πορτογαλία εξήλθε οριστικά της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος οκτώ χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 2017.
Γαλλία
Ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν έφερε εις πέρας, στις 23 Μαΐου, μία βασική προεκλογική του δέσμευση, την επιστροφή της Γαλλίας εντός τροχιάς των δημοσιονομικών κανόνων της Ε.Ε., που σημαίνει και τον τερματισμό της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος για τη χώρα. Το γαλλικό έλλειμμα υποχώρησε πέρυσι στο 2,6% και διαμορφώθηκε για πρώτη φορά σε μία δεκαετία κάτω από το όριο 3% της Ε.Ε. Η δεκαετία αυτή σημαδεύτηκε από επαναλαμβανόμενες αποτυχίες διαδοχικών κυβερνήσεων να σεβαστούν τις προθεσμίες που συμφωνούνταν με τις Βρυξέλλες για την τακτοποίηση του ελλείμματος. Το 2007 ήταν η τελευταία φορά που το γαλλικό έλλειμμα ήταν κάτω από 3%, πριν δηλαδή την κατάρρευση της Lehman Brothers και την απαρχή της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Η Γαλλία εισήλθε για πρώτη φορά στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος το 2002, ακολουθώντας μια μακρά πορεία, παραβιάζοντας τους όρους του Συμφώνου Σταθερότητας 12 φορές.
Ιταλία
Εισήλθε στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος από τον Απρίλιο του 2004 και έχει παραβιάσει το Σύμφωνο Σταθερότητας εννέα φορές. Εξήλθε από τη διαδικασία αυτή, για τελευταία φορά, τον Μάιο του 2018. Η Ιταλία είχε έρθει ξανά σε μετωπική σύγκρουση με τις Βρυξέλλες με σημείο αιχμής τον προϋπολογισμό του 2015, για τον οποίο η Κομισιόν θεωρούσε ότι αντίκειτο στους κανόνες της Ε.Ε. Ο τότε πρωθυπουργός της Ιταλίας Ματέο Ρέντσι είχε εισηγηθεί έναν κρατικό προϋπολογισμό που προέβλεπε μειώσεις φόρων, νέο δανεισμό και μόνο οριακή μείωση του δημόσιου ελλείμματος. Τελικά, υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει ορισμένες φορολογικές περικοπές που υπήρχαν στο αρχικό σχέδιο προϋπολογισμού του ώστε να ανταποκριθεί στα αιτήματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία ζήτησε από την Ιταλία να κάνει περισσότερα για να μειώσει το διαρθρωτικό δημοσιονομικό έλλειμμά της.
Ισπανία
Είναι η μοναδική χώρα της Ε.Ε. που παραμένει σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Η Ισπανία είχε υπαχθεί για πρώτη φορά στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος της Ε.Ε. τον Μάρτιο του 2009, εξαιτίας της διόγκωσης των ελλειμμάτων της μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007/08. Μάλιστα, τον Ιούλιο του 2016, το Ecofin έδωσε το πράσινο φως για επιβολή κυρώσεων στην Ισπανία, επικυρώνοντας την έκθεση της Κομισιόν για το υπερβολικό έλλειμμα. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία της που η Κομισιόν θα επέβαλλε κυρώσεις σε χώρα-μέλος, κάτι που τελικά απετράπη έπειτα από παρέμβαση του τότε Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ο οποίος επικαλέστηκε τη δύσκολη οικονομική κατάσταση της χώρας. Η Ισπανία παραβίασε τους όρους του Συμφώνου Σταθερότητας οκτώ φορές. Η υπουργός Οικονομικών της Ισπανίας Νάντια Καλβίνο δήλωσε χθες ότι η χώρα θα μειώσει το δημόσιο έλλειμμα το 2019, παρά τις ανησυχίες ότι η κυβέρνηση μειοψηφίας θα εφαρμόσει κάποια λαϊκά μέτρα, μεταξύ των οποίων αύξηση 22% του κατώτατου μισθού, ώστε να φθάσει τα 900 ευρώ μηνιαίως. Η Κομισιόν έστειλε πρόσφατα επιστολή στη Μαδρίτη προειδοποιώντας ότι η διαρθρωτική μείωση του ελλείμματος για το 2019 είναι 0,25% μικρότερη από αυτή που είχε συμφωνηθεί.
Γερμανία
Εισήλθε στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος το 2002 και εξήλθε για τελευταία φορά τον Ιούνιο του 2012. Έχει παραβιάσει επτά φορές τους όρους του Συμφώνου Σταθερότητας.
Ελληνική πρωτιά
Η Ελλάδα είναι η «πρωταθλήτρια» μεταξύ των χωρών-μελών που έχουν παραβεί τους κανόνες περί δημοσιονομικής πειθαρχίας, με 17 παραβιάσεις. Τον Σεπτέμβριο του 2017 και έπειτα από οκτώ χρόνια, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έκλεισε τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος για την Ελλάδα, καθώς το έλλειμα της χώρας έπεισε κάτω από το 3% του ΑΕΠ. Από ένα έλλειμμα που έφτασε το 15,1% του ΑΕΠ το 2009, το δημοσιονομικό ισοζύγιο της Ελλάδας σημείωσε σταθερή βελτίωση και μετατράπηκε σε πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ το 2016.