Ανοδικά κινείται ο δείκτης απήχησης των ελληνικών δημοσιεύσεων (μέσος όρος αναφορών ανά δημοσίευση), με αποτέλεσμα την πενταετία 2012-2016 να συνεχίζει να αυξάνει το προβάδισμά του συγκρινόμενος με τον μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ.
Ανοδικά κινείται ο δείκτης απήχησης των ελληνικών δημοσιεύσεων (μέσος όρος αναφορών ανά δημοσίευση), με αποτέλεσμα την πενταετία 2012-2016 να συνεχίζει να αυξάνει το προβάδισμά του συγκρινόμενος με τον μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ. Ομοίως, όπως προκύπτει από τη σχετική μελέτη του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ), πάνω από τον μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ διατηρείται και το ποσοστό των ελληνικών δημοσιεύσεων που λαμβάνουν αναφορές.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, το 2016 καταγράφονται 10.989 ελληνικές επιστημονικές δημοσιεύσεις, παρουσιάζοντας μικρή αύξηση σε σχέση με τα δύο προηγούμενα έτη, ενώ ως προς την απήχηση, την πρωτοτυπία, την ποιότητα και την αναγνωρισιμότητα οι ελληνικές δημοσιεύσεις εξακολουθούν να τοποθετούνται δυναμικά στο διεθνές περιβάλλον.
Νέο ρεκόρ
Ο αριθμός των αναφορών στις ελληνικές δημοσιεύσεις, ο οποίος αποτελεί και τη βάση για τον υπολογισμό των βιβλιομετρικών δεικτών, συνεχίζει να διατηρεί την αυξητική τάση όλων των προηγούμενων ετών και την πενταετία 2012-2016 φθάνει τις 392.230 αναφορές. Σημειώνεται ότι αυτός ο αριθμός συνιστά ένα νέο ιστορικά υψηλό επίπεδο.
Την πενταετία 2012-2016 οι ελληνικές δημοσιεύσεις λαμβάνουν κατά μέσο όρο 7,13 αναφορές ανά δημοσίευση, ξεπερνώντας τον μέσο όρο αναφορών στην Ε.Ε. (6,36) και στον ΟΟΣΑ (6,24). Το προβάδισμα της χώρας είχε καταγραφεί για πρώτη φορά κατά την πενταετία 2010-2014, με τα νέα στοιχεία να δείχνουν ότι αυτό διευρύνεται. Αντίστοιχη διεύρυνση ως προς τις προηγούμενες πενταετίες καταγράφεται και ως προς τον σχετικό δείκτη απήχησης των ελληνικών δημοσιεύσεων, ο οποίος διαμορφώνεται σε 1,12 σε σχέση με την Ε.Ε. και σε 1,14 σε σχέση με τον ΟΟΣΑ.
Επίσης, το ποσοστό των ελληνικών δημοσιεύσεων που λαμβάνουν αναφορές -ένας ακόμα δείκτης που αποτυπώνει την πρωτοτυπία και την ποιότητα του ερευνητικού έργου και την αναγνωρισιμότητα των επιστημόνων συγγραφέων- διαμορφώνεται για την περίοδο 2002-2016 στο 72,9%, ποσοστό μεγαλύτερο από της Ε.Ε. (71,6%) και του ΟΟΣΑ (71,1%).
Ως προς τους βιβλιομετρικούς δείκτες, που καταγράφουν την ύπαρξη υψηλής απήχησης για τις δημοσιεύσεις, την πενταετία 2012-2016 τόσο ο αριθμός όσο και η κατανομή των ελληνικών δημοσιεύσεων με υψηλή απήχηση καταγράφουν σημαντική βελτίωση.
Ειδικότερα, 1.047 ελληνικές δημοσιεύσεις κατατάχθηκαν παγκοσμίως στο 1% των δημοσιεύσεων με υψηλή απήχηση, 3.862 δημοσιεύσεις στο 5%, 6.955 στο 10%, 15.249 στο 25% και 27.718 δημοσιεύσεις στο 50%. Η κατανομή των ελληνικών δημοσιεύσεων, που διαμορφώνεται με βάση το κριτήριο της υψηλής απήχησης, είναι 1,9%, 7%, 12,6%, 27,6% και 50,2%, αντίστοιχα. Σημειώνεται ότι για πρώτη φορά η Ελλάδα ξεπερνά τον παγκόσμιο μέσο όρο σε όλες τις κατηγορίες.
Σημαντική, επίσης, είναι η ηγετική συμμετοχή των Ελλήνων επιστημόνων στις δημοσιεύσεις με υψηλή απήχηση. Σε ποσοστό 24,5% των δημοσιεύσεων με ελληνική συμμετοχή που ανήκουν στο top 1%, ο πρώτος συγγραφέας προέρχεται από ελληνικό φορέα. Στο top 5% το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 36,8% και στο top 10% σε 42,9%.
Δημοσιεύσεις ανά φορέα
Οι σημαντικότερες κατηγορίες ελληνικών φορέων, ως προς τον αριθμό δημοσιεύσεων, είναι τα Πανεπιστήμια, τα Ερευνητικά Κέντρα που εποπτεύονται από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ), τα Δημόσια Νοσοκομεία και τα ΤΕΙ. Την πενταετία 2012-2016 η συμμετοχή των Πανεπιστημίων στο σύνολο των ελληνικών δημοσιεύσεων είναι 83,7% (48.342 δημοσιεύσεις), των Ερευνητικών Κέντρων της ΓΓΕΤ 14,4% (8.302 δημοσιεύσεις), των Δημόσιων Νοσοκομείων 10,1% (5.814 δημοσιεύσεις) και των ΤΕΙ 5,7% (3.288 δημοσιεύσεις), ενώ οι υπόλοιπες κατηγορίες φορέων έχουν μερίδια κάτω από 5%.
Αναφορικά με τα ποσοστά δημοσιεύσεων με αναφορές, την πρώτη θέση έχουν τα Ερευνητικά Κέντρα που εποπτεύονται από τη ΓΓΕΤ, ενώ ακολουθούν οι Ιδιωτικοί Φορείς Υγείας, οι Λοιποί Δημόσιοι Ερευνητικοί Φορείς και τα Δημόσια Νοσοκομεία.
Υψηλότερη απήχηση από τον παγκόσμιο μέσο όρο (1,0) επιτυγχάνουν οι δημοσιεύσεις που προέρχονται από τα Ερευνητικά Κέντρα που εποπτεύονται από τη ΓΓΕΤ (1,37), τους Ιδιωτικούς Φορείς Υγείας (1,26), τα Ιδιωτικά Μη Κερδοσκοπικά Ιδρύματα (1,24), τους Λοιπούς Δημόσιους Ερευνητικούς Φορείς (1,21), τα Πανεπιστήμια (1,20) και τα Δημόσια Νοσοκομεία (1,13).
Οι συνεργασίες
Στη διάρκεια της δεκαπενταετίας 2002-2016 παρατηρείται μεγάλη αύξηση στο ποσοστό των δημοσιεύσεων που πραγματοποιούνται με συνεργασία, είτε με ελληνικούς ή είτε με ξένους φορείς. Το 2016, το 77,4% των ελληνικών δημοσιεύσεων ήταν προϊόν συνεργασίας. Ειδικότερα, το 58,7% των ελληνικών δημοσιεύσεων παράγεται με τη συνεργασία φορέων από το εξωτερικό, ενώ το 37,2% πραγματοποιείται από συνεργασίες μεταξύ ελληνικών φορέων. Οι διεθνείς συνεργασίες εξακολουθούν να καταγράφουν σημαντική αύξηση μετά το 2008, ενώ οι χώρες με τον μεγαλύτερο αριθμό συνεργασιών είναι οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία.
Οι συνεργασίες έχουν θετικό αντίκτυπο στον δείκτη απήχησης των δημοσιεύσεων. Οι μεγαλύτερες τιμές του δείκτη απήχησης σε όλα τα επιστημονικά πεδία αφορούν δημοσιεύσεις που έχουν προκύψει μέσω διεθνών συνεργασιών, ακολουθούν όσες είναι αποτέλεσμα ελληνικής συνεργασίας και τελευταίες είναι οι δημοσιεύσεις που παρήχθησαν χωρίς συνεργασία.
Τα κυριότερα επιστημονικά πεδία
Για το 2016, οι περισσότερες ελληνικές δημοσιεύσεις ανήκουν στο επιστημονικό πεδίο Φυσικές Επιστήμες (48,7%) και
ακολουθούν τα πεδία Ιατρική και Επιστήμες Υγείας (36,6%), Μηχανική και Τεχνολογία (24,1%), Κοινωνικές Επιστήμες (7,6%), Γεωργικές Επιστήμες (3,1%) και Ανθρωπιστικές Επιστήμες (1,8%). Την πενταετία 2012-2016, οι σχετικοί δείκτες απήχησης των ελληνικών δημοσιεύσεων στα περισσότερα κύρια επιστημονικά πεδία βελτιώνονται και ξεπερνούν ή πλησιάζουν τον παγκόσμιο μέσο όρο (1,0). Η υψηλότερη απήχηση (σχετικός δείκτης απήχησης: 1,24) καταγράφεται στο πεδίο Φυσικές Επιστήμες και ακολουθούν τα πεδία Ιατρική και Επιστήμες Υγείας (1,23), Μηχανική και Τεχνολογία (1,13), Γεωργικές Επιστήμες (1,01), Κοινωνικές Επιστήμες (0,94) και Ανθρωπιστικές Επιστήμες (0,86).