Συνεχιζόμενες πιέσεις δέχονται οι τράπεζες, καθώς κοινός τόπος είναι πως τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας, λόγω των υψηλών spreads, πολύ δύσκολα μπορούν να βγουν στις αγορές με οποιονδήποτε τρόπο. Στο μεταξύ, κυβέρνηση και ΤΧΣ, μέσω της BlackRock, διαμορφώνουν σχέδιο το οποίο προβλέπει εγγυήσεις στις τράπεζες που θα ολοκληρώνουν τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών και επιχειρηματικών δανείων, δηλαδή «κόκκινα» δάνεια που φέρουν εξασφαλίσεις επί ακινήτων.
Από την έντυπη έκδοση
Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]
Συνεχιζόμενες πιέσεις δέχονται οι τράπεζες, καθώς κοινός τόπος είναι πως τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας, λόγω των υψηλών spreads, πολύ δύσκολα μπορούν να βγουν στις αγορές με οποιονδήποτε τρόπο.
Εν τω μεταξύ, κυβέρνηση και ΤΧΣ, μέσω της BlackRock, διαμορφώνουν σχέδιο το οποίο προβλέπει εγγυήσεις στις τράπεζες που θα ολοκληρώνουν τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών και επιχειρηματικών δανείων, δηλαδή «κόκκινα» δάνεια που φέρουν εξασφαλίσεις επί ακινήτων.
Η δημιουργία μιας μικρής bad bank, στην οποία οι τράπεζες θα μεταβίβαζαν μη εξυπηρετούμενα στεγαστικά και επιχειρηματικά δάνεια ονομαστικής αξίας 10 με 15 δισ. ευρώ, δεν φαίνεται να προκρίνεται. Αν και εφόσον το παραπάνω σχέδιο εγκριθεί από τον ESM, τον SSM και την DG Comp, οι τράπεζες θα μπορούν να ζητούν ενεργοποίηση του μηχανισμού κρατικής εγγύησης, όταν ολοκληρώνουν τιτλοποίηση χαρτοφυλακίου «κόκκινων» δανείων.
Μέσα από το σχέδιο αυτό μειώνεται ο κίνδυνος που φέρουν τα δάνεια των τραπεζών και έτσι οι τελευταίες αποκτούν κεφαλαιακή επάρκεια υψηλότερη από εκείνη που διέθεταν νωρίτερα.
Παρά την επεξεργασία του σχεδίου, η αγορά επιμένει στα σκληρά fundamentals των τραπεζών και πιέζουν τις τιμές των μετοχών τόσο που η κεφαλαιοποίησή τους να διαμορφώνεται στα 4,861 δισ. ευρώ.
Καθόλου βοηθητικές δεν είναι στην κατάσταση που αντιμετωπίζει η χώρα μας οι εξελίξεις στην Ιταλία που οδηγούν σε αύξηση των spreads και των ελληνικών ομολόγων.
Μόνο η Ελλάδα με αυξημένο κίνδυνο Exit
Την ίδια στιγμή έκθεση της DBRS εκφράζει σημαντικές ανησυχίες σε ό,τι αφορά τις χώρες της Ευρωζώνης.
Την εκτίμησή της ως προς τον κίνδυνο που αντιμετωπίζουν μεμονωμένες χώρες να αποχωρήσουν από την Ευρωζώνη, λόγω μιας κρατικής οικονομικής κρίσης, δημοσιοποιεί η DBRS, κατατάσσοντας τις χώρες σε τρεις κατηγορίες κινδύνου: χαμηλή, μέτρια και υψηλή.
Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην κατηγορία του μέτριου κινδύνου εξόδου από την Ευρωζώνη, ενώ καμία χώρα -ούτε καν η Ιταλία- δεν κατατάσσεται στην κατηγορία του υψηλού κινδύνου. Χαμηλός είναι ο κίνδυνος εξόδου για Αυστρία, Βέλγιο, Κύπρο, Εσθονία, Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Ιρλανδία, Ιταλία, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Ολλανδία, Πορτογαλία, Σλοβακία, Σλοβενία και Ισπανία.
Ο οίκος λέει πως ο λόγος για τον οποίο η Ελλάδα «ξεχωρίζει» από τις υπόλοιπες δεκαοκτώ χώρες ως προς το επίπεδο ρίσκου είναι το υψηλό χρέος της χώρας προς επίσημους φορείς, το οποίο θα πρέπει σταδιακά να αποπληρώσει μέσω των πρωτογενών πλεονασμάτων. Παρά τους ευνοϊκούς όρους για το χρέος της Ελλάδας, η DBRS θεωρεί πως αυτό το χρέος θα γίνει και πάλι πηγή έντασης μεταξύ της Ελλάδας και των βασικών πιστωτών της. Αν η χώρα δεν καταφέρει να διατηρήσει τις δεσμεύσεις της για το πρωτογενές πλεόνασμα, τότε οι πιστωτές ίσως φανούν λιγότερο πρόθυμοι να εξετάσουν επιπλέον ελάφρυνση χρέους. Αν η χώρα έρθει ταυτόχρονα αντιμέτωπη με μια επίμονα χαμηλή ανάπτυξη, τότε μια μελλοντική κυβέρνηση θα μπορούσε να συμπεράνει πως η Ελλάδα έχει εξαντλήσει άλλες επιλογές και πως το κόστος παραμονής στη νομισματική ένωση είναι υπερβολικά μεγάλο.
Ο οίκος μιλάει για σημαντική άνοδο του ευρωσκεπτικισμού και την πιθανότητα εμφάνισης σοβαρών μακροοικονομικών ανισορροπιών εντός της Ευρωζώνης.
H DBRS, πάντως, εξακολουθεί να θεωρεί πως ο κίνδυνος εξόδου μιας χώρας από την Ευρωζώνη είναι αμυδρός.
Η DBRS θεωρεί πως η μεταρρυθμιστική ατζέντα της Ε.Ε. είναι ατελής, ωστόσο συμπεραίνει επίσης πως οι μεταρρυθμίσεις της περασμένης δεκαετίας ήταν αρκετές για να ενισχύσουν τη νομισματική ένωση και να την οδηγήσουν σε καλύτερη θέση, ώστε να αντέξει μελλοντικές κρίσεις.
Ωστόσο, ίσως χρειαστεί να συνεχιστούν οι προσπάθειες για τη διατήρηση και ενίσχυση της αξιοπιστίας της νομισματικής ένωσης, προκειμένου να μειωθεί η πιθανότητα της όποιας εξόδου μακροπρόθεσμα.