Η παγκόσμια οικονομία εξακολουθεί να αναπτύσσεται με υψηλές ταχύτητες. Αλλά λίγοι πιστεύουν ότι θα συνεχίσει σε αυτούς τους ρυθμούς για πολύ ακόμη. Τα εμπόδια που συναντά μπροστά τις πληθαίνουν και οι πιθανότητες να σκοντάψει σε ένα από αυτά πολλαπλασιάζονται. Ο εμπορικός πόλεμος, το ακριβό πετρέλαιο, η άνοδος του δολαρίου, το πολιτικό ρίσκο στην Ευρώπη, με την Ιταλία αλλά και το Brexit στο επίκεντρο, η νομισματική κρίση στις αναδυόμενες οικονομίες- τα πάντα συνθέτουν ένα εκρηκτικό περιβάλλον. Μέσα σε αυτό μπορεί κανείς να διακρίνει τους αδύναμους κρίκους, αλλά και εκείνους που ρυθμίζουν το παιχνίδι.
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Η παγκόσμια οικονομία εξακολουθεί να αναπτύσσεται με υψηλές ταχύτητες. Αλλά λίγοι πιστεύουν ότι θα συνεχίσει σε αυτούς τους ρυθμούς για πολύ ακόμη. Τα εμπόδια που συναντά μπροστά τις πληθαίνουν και οι πιθανότητες να σκοντάψει σε ένα απο αυτά πολλαπλασιάζονται. Ο εμπορικός πόλεμος, το ακριβό πετρέλαιο, η άνοδος του δολαρίου, το πολιτικό ρίσκο στην Ευρώπη, με την Ιταλία αλλά και το Brexit στο επίκεντρο, η νομισματική κρίση στις αναδυόμενες οικονομίες- τα πάντα συνθέτουν ένα εκρηκτικό περιβάλλον. Μέσα σε αυτό μπορεί κανείς να διακρίνει τους αδύναμους κρίκους, αλλά και εκείνους που ρυθμίζουν το παιχνίδι.
Στην πρώτη κατηγορία θα μπορούσε να εντάξει κανείς και την Ελλάδα, υπό την έννοια ότι παραμένει εξαιρετικά ευάλωτη σε κάθε εξωτερικό σοκ. Το καλοκαίρι ήταν ο τουρκικός σεισμός που προκαλούσε δονήσεις στις δικές μας αγορές και σήμερα είναι ο ιταλικός. Την ώρα που οι αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων εκτινάσσονται σε υψηλά πέντε ετών, η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς σκαρφαλώνει στο 4,69% και οι τραπεζικές μετοχές δέχονται σφυροκόπημα. Το ΔΝΤ- και όχι μόνο-χτυπά καμπανάκι και για τις δημογραφικές προκλήσεις, ενώ βλέπει χαμηλές πτήσεις για την ελληνική οικονομία μεσοπρόθεσμα.
Οι φόβοι για νέα τραπεζική κρίση αναδεικνύουν συνολικά τον ευρωπαϊκό Νότο σε αδύναμο κρίκο, αν και οι ειδικοί τους χαρακτηρίζουν υπερβολικούς. Είναι όμως ενδεικτικοί του πόσο γρήγορα μπορεί να ανατραπεί το κλίμα στις αγορές και να βρεθούν, ειδικά μικρές οικονομίες, στο στόχαστρο.
Η Ευρώπη έχει και άλλες σκοτούρες, με μεγαλύτερη αυτή του κινδύνου για ένα no deal στις διαπραγματεύσεις Λονδίνου- Βρυξελλών για το Brexit. Αν σκεφτεί κανείς ότι μόνο για την ισχυρότερη οικονομία της Ευρωζώνης, τη Γερμανία, το κόστος θα μεταφραζόταν σε πρόσθετους δασμούς ύψους 3 δισ. ευρώ ετησίως, αντιλαμβάνεται ότι ο αντίκτυπος θα ήταν ισχυρότατος για όλη την ήπειρο.
Το ΔΝΤ στην έκθεσή του για την παγκόσμια οικονομία ανησυχεί ακόμη περισσότερο για τις αναδυόμενες οικονομίες. Η Τουρκία προσπαθεί να βάλει φρένο στον κατήφορο της λίρας, η Αργεντινή που μόλις εξασφάλισε μεγαλύτερο δάνειο, θα έρθει αντιμέτωπη με βαθύτερη ύφεση, η Βραζιλία θα κατεβάσει και αυτή ταχύτητα και η Βενεζουέλα θα δει τον πληθωρισμό της να εκτινάσσεται στο... 1.370.000% φέτος και στο 10.000.000% το 2019, σύμφωνα με τις προβλέψεις των ειδικών του ΔΝΤ.
Πέρα από τα ξεχωριστά προβλήματα, που αντιμετωπίζει η κάθε μία, οι περισσότερες αναδυόμενες αγορές έχουν να σηκώσουν το βάρος της ανόδου των τιμών του πετρελαίου, που γίνεται δυσβάσταχτο όσο τα νομίσματά τους καταποντίζονται έναντι του δολαρίου. Για την Τουρκία το κόστος του αργού έχει αυξηθεί περισσότερο από 50% φέτος για παράδειγμα. Η ΙΕΑ σε μία δραματική έκκληση σήμερα προς τον ΟΠΕΚ και τους άλλους παραγωγούς, ζητεί άμεση παρέμβαση για να ανακοπεί το ράλι. Όπως επισημαίνει το κόστος θα είναι βαρύ αρχικά για τους καταναλωτές, αλλά πολύ σύντομα και για τους εξαγωγείς.
Αν οι παραπάνω είναι οι αδύναμοι κρίκοι, ποιοι είναι εκείνοι που καθορίζουν τις εξελίξεις; Στην πρώτη θέση βρίσκονται αναμφίβολα οι ΗΠΑ. Όχι μόνο γιατί είναι η ισχυρότερη οικονομία του πλανήτη, αλλά γιατί έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων και αυτές κάθε άλλο παρά θετικές είναι για το παγκόσμιο ΑΕΠ. Η αμερικανική κυβέρνηση επέλεξε τον δρόμο της μετωπικής σύγκρουσης με την Κίνα, που φέρει βεβαίως και εκείνη το δικό της σημαντικό μερίδιο ευθύνης. Φρόντισε δε να αποσυρθεί από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και να επιβάλλει κυρώσεις στην Τεχεράνη, οδηγώντας το πετρέλαιο στα ύψη. Και η κεντρική της τράπεζα, υπό την πίεση των... άκρως θετικών επιδόσεων της οικονομίας, προχωρεί σε αυξήσεις επιτοκίων και "φουσκώνει" το δολάριο. Την αναστάτωση στις αγορές εντείνει η απόφαση του Πεκίνου να κηρύξει νομισματικό πόλεμο, αφήνοντας το γιουάν να υποτιμηθεί.
Από τους ρυθμιστές όμως δεν μπορούν να λείπουν Σαουδική Αραβία και Ρωσία λόγω του ρόλου τους στην αγορά πετρελαίου, αλλά και στις γεωπολιτικές εξελίξεις της Μέσης Ανατολής, που σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αφήσουν ανεπηρέαστη την παγκόσμια οικονομία.
naftemporiki.gr