Η αλλαγή του οικονομικού μοντέλου και η εισροή νέων ξένων επενδύσεων υψηλής αξίας φαίνεται να είναι ο μοναδικός δρόμος για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος και των συνεπειών του στην οικονομία, στην απασχόληση και το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας. Σε άλλη περίπτωση, η διατήρηση του παρόντος μοντέλου με τις όποιες λογιστικές «αλχημείες» στο ασφαλιστικό οδηγεί στον μονόδρομο των περικοπών και θυσιών.
Από την έντυπη έκδοση
Του Στέλιου Παπαπέτρου
[email protected]
Η αλλαγή του οικονομικού μοντέλου και η εισροή νέων ξένων επενδύσεων υψηλής αξίας φαίνεται να είναι ο μοναδικός δρόμος για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος και των συνεπειών του στην οικονομία, στην απασχόληση και το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας. Σε άλλη περίπτωση, η διατήρηση του παρόντος μοντέλου με τις όποιες λογιστικές «αλχημείες» στο ασφαλιστικό οδηγεί στον μονόδρομο των περικοπών και θυσιών.
Για την ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια του ασφαλιστικού συστήματος και της οικονομίας -το δημογραφικό πρόβλημα- πολλά έχουν γραφεί από διεθνείς οργανισμούς και ανεξάρτητους επιστήμονες και ερευνητές μέσα από στατιστικά δεδομένα και αναλογιστικές μελέτες. Η απάντηση, ωστόσο, στο καυτό ερώτημα πώς είναι δυνατόν όλο και λιγότεροι εργαζόμενοι να μπορούν να στηρίζουν όλο και περισσότερους συνταξιούχους -σημερινούς αλλά και των επόμενων δεκαετιών, των οποίων συνταξιούχων οι ανάγκες διευρύνονται συνεχώς- είναι απλή: Ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε. Ο καθηγητής Χρηματοοικονομικής Μιχάλης Γκλεζάκος, ο Σάββας Ρομπόλης, ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, και ο Βασίλειος Μπέτσης, υποψήφιος διδάκτορας, με άρθρα τους στη «Ν» καταγράφουν το πρόβλημα που προκαλεί το δημογραφικό στην οικονομία και θέτουν ο μεν πρώτος μετ’ επιτάσεως το θέμα των αυξημένων επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων ώστε να ανοίξει η αγορά εργασίας και να ενισχυθεί το ασφαλιστικό, οι δε άλλοι δύο περιγράφουν τις θυσίες που απαιτούνται από εργαζόμενους και συνταξιούχους αν δεν αλλάξει δομικά το παραγωγικό μοντέλο της χώρας.
Να σημειωθεί ότι στις γενικότερες αλλαγές του οικονομικού μοντέλου θα μπορούσε να προστεθεί και η αλλαγή του ασφαλιστικού συστήματος της χώρας στα πρότυπα άλλων κρατών της Ευρώπης με την υιοθέτηση ενός κεφαλαιοποιητικού συστήματος που προσεγγίζει μια άλλη λογική στην επίλυση του ασφαλιστικού. Σημειώνεται βέβαια ότι το σενάριο αυτό η σημερινή κυβέρνηση δεν το συζητά, ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση έχει εντάξει στην ατζέντα της την ανάγκη δομικών αλλαγών στο ασφαλιστικό.
Η γήρανση του πληθυσμού στην Ελλάδα -αλλά και στην Ευρώπη- αποτελεί αναμφίβολα την πιο γνωστή απειλή για τις συντάξεις και το σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης. Όλες οι μελέτες των διεθνών οργανισμών (ΟΟΣΑ, Eurostat, Παγκόσμιας Τράπεζας), αλλά και ανεξάρτητων επιστημόνων και ερευνητών καταλήγουν σε ένα απλό ερώτημα που προκύπτει αβίαστα από τα στατιστικά δεδομένα και τις αναλογιστικές μελέτες. Πώς είναι δυνατόν όλο και λιγότεροι εργαζόμενοι να μπορούν να στηρίζουν όλο και περισσότερους συνταξιούχους, σημερινούς αλλά και των επόμενων δεκαετιών, των οποίων συνταξιούχων οι ανάγκες διευρύνονται συνεχώς;
Η δημογραφική γήρανση του συνολικού πληθυσμού έχει δύο βασικά δεδομένα. Την υπογεννητικότητα, δηλαδή τον περιορισμό των γεννήσεων, και την παράλληλη αύξηση του προσδόκιμου ζωής, καθώς όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι ζούμε περισσότερο.
Όπως προκύπτει από τη φετινή έκθεση της Κομισιόν για τη δημογραφική γήρανση του πληθυσμού στην Ελλάδα, ο δείκτης γονιμότητας από 1,39 που ήταν το 2016 πέφτει στο 1,33 το 2020, για να ανέβει ελάχιστα στο 1,40 και 1,46 τις δύο επόμενες 10ετίες, και να φθάσει στο 1,64 μετά από 50 χρόνια, δηλαδή το 2070. Το προσδόκιμο ζωής για τους άνδρες από 78,8 έτη το 2016 ανεβαίνει σε 79,6 το 2020 και συνεχίζει να αυξάνεται συνολικά 7,7 χρόνια, φθάνοντας τα 86,5 έτη το 2070. Για τις γυναίκες, από 83,9 έτη το 2016 ανεβαίνει σε 84,5 το 2020 και συνεχίζει να αυξάνεται συνολικά 6,4 χρόνια, φθάνοντας τα 90,3 έτη το 2070.
Ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων (είναι ο αριθμός των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω σε σχέση με τα άτομα ηλικίας 15 έως 64 ετών) το 2016 ήταν 33,4 και αναμένεται να αυξηθεί κατά 29,7 μονάδες, φθάνοντας τελικά στο 63,1 το 2070. Αυτή η προβολή σημαίνει ότι για κάθε 10 άτομα που θα είναι σε παραγωγική ηλικία θα αντιστοιχούν τουλάχιστον 7 άτομα που θα είναι σε ηλικία άνω των 65 των.
Όμως, όλα τα δημογραφικά δεδομένα εξαρτώνται και αυτά από την οικονομία και την παραγωγική βάση μιας χώρας και δεν είναι στοιχεία αποκομμένα από το οικονομικό και κοινωνικό γίγνεσθαι.
Το παζλ προκλήσεων για το ασφαλιστικό
Αξίζει να επισημάνουμε ότι η αύξηση του προσδόκιμου ζωής τόσο στη χώρα μας όσο και στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. δεν εξελίσσεται «εν κενώ», αλλά μέσα σε ένα εργασιακό και κοινωνικό περιβάλλον το οποίο είναι αισθητά διαφορετικό από αυτό που ήταν όχι μόνο στο τέλος του 20ού αιώνα, αλλά και της προηγούμενης δεκαετίας. Συνεπώς, καθώς «κλείνει» η δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, δεν αποτελεί μόνο η δημογραφική γήρανση του πληθυσμού μία απειλή για το ασφαλιστικό, αλλά προστίθενται και νέες προκλήσεις όπως: το νέο τοπίο των εργασιακών σχέσεων, των μισθών, της ελαστικής απασχόλησης, της ανεργίας, του brain drain, των μεταναστευτικών ροών, αλλά και η ορμητική ένταξη της τεχνητής νοημοσύνης και της ρομποτικής μέσα στην παραγωγική διαδικασία.
Ποια είναι η εικόνα σήμερα στη χώρα μας;
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ του 2ου τριμήνου του 2018, ο αριθμός των απασχολουμένων ήταν 3.860.395 άτομα και των ανέργων 905.983 άτομα, ενώ το πλήθος των συνταξιούχων ήταν τον περασμένο Μάιο 2.570.646 άτομα. Δηλαδή, στα 3,8 εκατ. άτομα που ήταν το σύνολο των απασχολουμένων αντιστοιχούσαν σχεδόν 3,5 εκατ. συνταξιούχοι και άνεργοι, οι συντάξεις των οποίων σε ένα μεγάλο ποσοστό, όπως και τα επιδόματα ανεργίας πληρώνονταν από τις εισφορές 3,8 εκατ. εργαζομένων, από τους οποίους οι 613.119 αμείβονταν με μισθό 328 ευρώ.
Αυτή η εξίσωση, δηλαδή, η αναλογία του αριθμού των εργαζομένων σε σύγκριση με τον αριθμό των συνταξιούχων και των ανέργων χαρακτηρίζεται από όλους τους μελετητές ως εξαιρετικά προβληματική.
Φτώχεια και γηρατειά μαζί...
Του Μιχάλη Γκλεζάκου, καθηγητής Χρηματοοικονομικής
Κατά 4,7% μειώθηκαν οι γεννήσεις (89.000) το 2017 στη χώρα μας, ενώ ήταν και λιγότερες από τους θανάτους (125.000). Λιγοστεύουμε δηλαδή, χωρίς μάλιστα προοπτική ανατροπής της κατάστασης αυτής, αφού οι γάμοι είναι οριακά αμετάβλητοι (50.000). Με άλλα λόγια, η ελληνική κοινωνία γερνά και μάλιστα γρήγορα.
Το πρόβλημα είχε αρχίσει να φαίνεται από τη δεκαετία του 1990, αλλά εντάθηκε από το 2010, όταν η οικονομική κρίση δεν άφηνε περιθώρια ούτε για πολλούς πολλούς γάμους ούτε για πολλά παιδιά. Οι μισθοί κατέρρευσαν, οι επιβαρύνσεις απογειώθηκαν, η ανασφάλεια για το μέλλον χτύπησε κόκκινο. Κοντά σε αυτούς τους αρνητικούς παράγοντες βάλτε και τη μετανάστευση, που έφτασε τους 600.000 νέους ανθρώπους κατά τη διάρκεια της κρίσης. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς θα κάνουν οικογένεια στο εξωτερικό.
Σύμφωνα με σχετική μελέτη της ΔΙΑΝΕΟΣΙΣ, το 2050 «ο πληθυσμός υπολογίζεται ανάμεσα στα 10 εκατομμύρια (σύμφωνα με το πιο αισιόδοξο σενάριο) και τα 8,3 εκατομμύρια (στο πιο απαισιόδοξο). Η ελάττωση του πληθυσμού θα κυμανθεί από περίπου 800.000 μέχρι 2.500.000 άτομα. Η διάμεση ηλικία, που ήταν 26 έτη το 1951 και που είναι 44 έτη σήμερα, αναμένεται να αυξηθεί στα 50. Ο πληθυσμός των παιδιών σχολικής ηλικίας (από 3 μέχρι 17 ετών) θα μειωθεί από 1.600.000 σήμερα σε 1.400.000 (αισιόδοξο σενάριο) έως 1.000.000 (απαισιόδοξο σενάριο) το 2050, αφού πρώτα όμως προηγηθεί μια έντονη διακύμανση τις δεκαετίες που θα μεσολαβήσουν. Ο εν δυνάμει οικονομικά ενεργός πληθυσμός (δηλαδή όλοι οι πολίτες ηλικίας 20-69 ετών, που δυνητικά θα μπορούσαν να δουλέψουν) θα μειωθεί από 7.000.000 το 2015 σε 4.800.000 - 5.500.000. Ο πραγματικός οικονομικά ενεργός πληθυσμός θα μειωθεί από 4.700.000 το 2015 σε 3.000.000 - 3.700.000».
Καταλαβαίνουμε όλοι μας πόσο άσχημα είναι αυτά τα νέα για το μέλλον της χώρας μας.
Καταρχήν, η προσπάθεια της ανάκτησης της οικονομικής ισορροπίας και αυτοτέλειάς μας γίνεται δυσκολότερη, δεδομένου ότι οι υποχρεώσεις που έχουμε αναλάβει για πρωτογενή πλεονάσματα ως το 2060 είναι πολύ μεγάλες. Π.χ., μέχρι το 2050 θα μειωθεί κατά 2.000.000 ο εργασιακά ενεργός πληθυσμός.
Είναι προφανές ότι οι πολιτικοί σχεδιασμοί, ο προγραμματισμός της εκπαίδευσης κ.λπ. (υπάρχουν άραγε τέτοιοι σχεδιασμοί στη χώρα μας;) γίνονται δυσκολότεροι, η εθνική άμυνα επηρεάζεται κ.ο.κ.
Εκεί όμως που το πρόβλημα γίνεται τεράστιο είναι το ασφαλιστικό σύστημα: Όλο και λιγότεροι, με πενιχρές αμοιβές, θα πρέπει να πληρώνουν για να καλυφθούν οι δαπάνες υγείας και οι συντάξεις όλο και περισσότερων απομάχων. Προσέξτε: Γερνάμε σημαίνει ότι όλο και πιο πολλοί θα είναι σε όλο και πιο μεγάλη ηλικία. Δηλαδή η δαπάνη για περίθαλψη και φάρμακα θα αυξάνεται σχεδόν εκθετικά και η δαπάνη για συντάξεις θα απορροφά όλο και πιο μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ.
Τις πιο πάνω δαπάνες θα τις αντιμετωπίζουν τα ασφαλιστικά ταμεία (ο ΕΦΚΑ πλέον) από τις εισφορές όλο και λιγότερων εργαζομένων, με ασήμαντες αποδοχές. Προφανώς δεν θα μπορούν να τα καταφέρουν, εκτός βέβαια αν μειώνονται οι συντάξεις όσο περνά ο καιρός και αν οι ήδη απαράδεκτες υπηρεσίες δημόσιας υγείας γίνουν ακόμη χειρότερες.
Μπορούμε να αλλάξουμε την πορεία αυτή; Μα φυσικά! Αρκεί να πάρουμε στα σοβαρά το θέμα της οικονομικής ανάπτυξης και να κάνουμε αυτά που χρειάζονται (ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, αλλαγή του οικονομικού μοντέλου, εγκατάλειψη του λαϊκισμού - τα έχουμε πει χιλιάδες φορές). Μόνο έτσι θα φέρουμε τις αναγκαίες άμεσες επενδύσεις, που θα μας βγάλουν από το οικονομικό τέλμα. Μόνο τότε θα υπάρχουν δουλειές, θα «ανθήσουν» οι οικογένειες, θα έρθουν τα παιδιά, θα γυρίσουν οι ξενιτεμένοι, θα ανατραπεί η πορεία προς μια κοινωνία γερόντων. Αν δεν κάνουμε τίποτα απ’ αυτά, σε λίγο θα «τη βγάζουμε» με επιδοματάκια, μέχρι να τελειώσουν και αυτά...
Η απειλή της δημογραφικής έκρηξης
Των Σάββα Ρομπόλη, ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου
και Βασίλειου Μπέτση, υποψήφιος διδάκτορας
Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής και η μείωση της γονιμότητας αποτελούν χωρίς καμία αμφιβολία τις σημαντικότερες εξελίξεις στην ιστορία των πληθυσμών. Ειδικότερα για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα αποτελεί την περίοδο κατά την οποία το προσδόκιμο ζωής έφτασε σε πρωτόγνωρα υψηλά επίπεδα (79 έτη για τους άνδρες και 84 έτη για τις γυναίκες). Αντίθετα, η γονιμότητα, έπειτα από μία σύντομη περίοδο ανάκαμψης, παρουσίασε απότομη μείωση, η οποία συνοδεύτηκε από μία τάση σταθεροποίησης σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα, τα οποία θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν είχαν παρατηρηθεί ποτέ στη μακροχρόνια ιστορία του παγκόσμιου πληθυσμού (1,5 παιδιά ανά γυναίκα σε ηλικία γονιμότητας).
Οι δύο αυτές μεταβολές (προσδόκιμο ζωής και δείκτης γονιμότητας) οδήγησαν και οδηγούν αναπόφευκτα μέχρι το 2070, στη διεύρυνση της δημογραφικής γήρανσης, δηλαδή στην αύξηση του ποσοστού των ηλικιωμένων ατόμων στον συνολικό πληθυσμό, σε βαθμό που να απειλείται κατά τα επόμενα χρόνια η δημογραφική έκρηξη στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (AMECO, 2017), εάν η απασχόληση και οι ώρες εργασίας μειωθούν μακροπρόθεσμα κατά -0,4% ετησίως λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, τότε απαιτείται αύξηση της παραγωγικότητας κατά 1,4%, προκειμένου να καλυφθεί η μείωση της απασχόλησης (0,4%) και να αυξηθεί το ΑΕΠ κατά το υπόλοιπο 1%. Παράλληλα, μελετώντας, για παράδειγμα, τα ιστορικά στοιχεία του δείκτη γονιμότητας στην Ελλάδα, διαπιστώνουμε ότι την περίοδο 1960-1981 είχε μέση τιμή ίση με 2,3 παιδιά ανά γυναίκα σε ηλικία γονιμότητας, την περίοδο 1982-1988 είχε μέση τιμή ίση με 1,5 παιδιά, την περίοδο 1989-1999 είχε μέση τιμή ίση με 1,2 παιδιά, την περίοδο 2000-2009 είχε μέση τιμή ίση με 1,5 παιδιά και την περίοδο 2010-2017 έχει μέση τιμή ίση με 1,2 παιδιά ανά γυναίκα σε ηλικία γονιμότητας.
Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η οικονομική κρίση και ύφεση, το παρατεταμένο υψηλό επίπεδο της ανεργίας, η επέκταση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, το χαμηλό εισόδημα, η διεύρυνση του ελλείμματος των κοινωνικών και εκπαιδευτικών υποδομών, η καθίζηση του κράτους πρόνοιας, κ.λπ. στη χώρα μας, ανέκοψαν, κατά βάση, την αυξητική τάση του δείκτη γονιμότητας. Έτσι, από τη στιγμή που λόγω της χαμηλής γονιμότητας η αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων δεν μπορεί να αντισταθμιστεί από μία αντίστοιχη μεταβολή στις νεαρές και τις ενδιάμεσες ηλικίες (δηλαδή ουσιαστικά από μία αύξηση του συνολικού πληθυσμού), η περαιτέρω διεύρυνση της δημογραφικής γήρανσης και η επίδρασή της στο μέλλον σε χαμηλούς ρυθμούς μεταβολής του ΑΕΠ καθίστανται αναπόφευκτες.
Στο πλαίσιο αυτής της προοπτικής των δυσμενών πληθυσμιακών εξελίξεων (ταυτόχρονες πιέσεις από την κορυφή και τη βάση της ηλικιακής πυραμίδας), διαπιστώνουμε ότι το 2016 ο πληθυσμός στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 26.887 άτομα (2,5%), καθώς και ο πληθυσμός των παραγωγικών ηλικιών κατά 80.000 άτομα. Το 2017 ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 35.948 άτομα. Αντίστοιχα, σύμφωνα με τις πρόσφατες (Eurostat, Ιούλιος 2017) προβολές του πληθυσμού στα κράτη- μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαπιστώνεται ότι ο πληθυσμός στην Ελλάδα από 10,8 εκατ. άτομα το 2015 θα μειωθεί σε 8,3 εκατ. άτομα το 2060 και σε 7,2 εκατ. άτομα το 2080. Πιο συγκεκριμένα, στην κατεύθυνση αυτή ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας (15-64 ετών) εκτιμάται σε 4,450 εκατ. άτομα το 2060 και σε 3,926 εκατ. άτομα το 2080 από 6,9 εκατ. άτομα σήμερα. Ο πληθυσμός άνω των 65 ετών εκτιμάται σε 2,920 εκατ. άτομα το 2060 και σε 2,430 εκατ. άτομα το 2080 από 2,3 εκατ. άτομα σήμερα. Τέλος, ο παιδικός πληθυσμός (0-14 ετών) εκτιμάται σε 923,8 χιλιάδες άτομα το 2060 και σε 907,1 χιλιάδες άτομα το 2080 από 1,6 εκατ. άτομα σήμερα.
49,4 δισ. ευρώ η πρόσθετη επιβάρυνση για την κάλυψη των συντάξεων
Οι αναλογιστικές μελέτες δείχνουν την αύξηση του προσδόκιμου ζωής στην Ελλάδα από τα 74,6 έτη για τους άνδρες και τα 79,4 έτη για τις γυναίκες που ήταν το 1990, στα 84 έτη και 89 αντίστοιχα που εκτιμώνται για το 2070 (βλ. Πίνακα). Ο συνδυασμός αυτός προκαλεί το φαινόμενο της γήρανσης του πληθυσμού, η οποία με τη σειρά της προκαλεί μείωση της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας καθώς και χαμηλούς ρυθμούς μεταβολής του ΑΕΠ, εξαιτίας της εξάλειψης της δημογραφικής ώθησης (demographic tailwind) που δίνει στις οικονομίες ο μεγάλος πληθυσμός ατόμων νεαρής ηλικίας που είναι στην κορύφωση της παραγωγικότητάς τους. Με άλλα λόγια, αποδεικνύεται με τον πιο εύληπτο τρόπο ότι η προβλεπόμενη γήρανση του πληθυσμού στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με τις κοινωνικο-οικονομικές της επιπτώσεις, αποτελεί σήμερα το σοβαρότερο δομικό πρόβλημα της χώρας μας και της Ευρώπης. Έτσι, στην ανάλυσή μας, χρησιμοποιώντας κατάλληλα προσαρμοσμένους πίνακες θνησιμότητας, ώστε να ενσωματώνουν αυτή την τάση της αύξησης του προσδόκιμου ζωής και θεωρώντας όλες τις άλλες οικονομικές και δημογραφικές παραμέτρους σταθερές, τότε το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ) στην Ελλάδα εκτιμάται ότι θα επιβαρυνθεί, κατά την περίοδο 2017-2065, μόνο εξαιτίας της αύξησης του προσδόκιμου ζωής, κατά 49,4 δισ. ευρώ σε παρούσες αξίες. Δηλαδή, η αναλογιστική υποχρέωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης θα αυξηθεί κατά 49,4 δισ. ευρώ. Η συνολική αυτή επιβάρυνση μεταφράζεται σε περίπου 1 δισ. με 1,25 δισ. ευρώ αύξηση των συνταξιοδοτικών δαπανών ανά δεκαετία σε σταθερές τιμές.
Ο τριπλός κίνδυνος: μείωση συντάξεων,αύξηση ορίων ηλικίας, αύξηση εισφορών
Το εύρημα αυτό αναδεικνύει με τον πιο εύληπτο τρόπο ότι η χρηματοδότηση της επιβάρυνσης του ΣΚΑ, εξαιτίας της αύξησης του προσδόκιμου ζωής, δεν επαρκεί να καλυφθεί από περαιτέρω μειώσεις των συντάξεων (κύριων και επικουρικών). Αντίθετα, για να καλυφθεί αυτό το έλλειμμα είτε θα πρέπει: α) να μειωθούν οι συντάξεις κατά 30%, δηλαδή οι μελλοντικοί συνταξιούχοι να έχουν κατά 30% χαμηλότερο επίπεδο διαβίωσης από τους σημερινούς συνταξιούχους (μέσος συντελεστής αναπλήρωσης), β) να αυξηθούν τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης μέχρι το 2060 στα 73 έτη (η μεταβολή των ορίων ηλικίας έχει νομοθετηθεί με τον Ν. 4387/2016), γ) οι εισφορές για την κύρια σύνταξη να αυξηθούν από 20% που είναι σήμερα σε 27% (δηλαδή αύξηση κατά 35%) και στην επικουρική από 6% σε 8,1%.
Επειδή όμως και αυτές οι πηγές χρηματοδότησης της αύξησης του προσδόκιμου ζωής μειώνουν άμεσα ή έμμεσα το επίπεδο των συνταξιοδοτικών παροχών και επιδεινώνουν το βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, η κάλυψη της επίδρασης της αύξησης του προσδόκιμου ζωής με ρυθμό 1 με 1,5 έτος ανά δεκαετία, απαιτεί πρόσθετους πόρους που αντιστοιχούν στο 0,5% του ΑΕΠ, θεωρώντας ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ θα είναι 1,5% για την περίοδο 2017-2065. Έτσι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, εξασφαλίζεται, μεταξύ των άλλων, η πρόσθετη χρηματοδότηση, καθώς και ο περιορισμός του χάσματος μεταξύ παραγωγικότητας και κοινωνικών ανισοτήτων στη χώρα μας.
Τα δεδομένα αυτά οδηγούν αντικειμενικά στην αναγκαιότητα σχεδιασμού και υλοποίησης μίας νέας (ολιστικής) ολοκληρωμένης και μακρόπνοης κοινωνικο - οικονομικής και δημογραφικής πολιτικής προκειμένου να αποτραπούν οι δυσμενείς δημογραφικές και πληθυσμιακές εξελίξεις (μείωση των γεννήσεων) και ως εκ τούτου ο πληθυσμός να καταστεί κινητήρια δύναμη και όχι απειλή της δημογραφικής έκρηξης και τροχοπέδη της αναπτυξιακής διαδικασίας στην Ελλάδα και την Ευρώπη.