Να αποφανθεί ότι είναι νόμιμη η απόφαση της ΕΚΤ για τη θέσπιση προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές πρότεινε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο γενικός εισαγγελέας Melchior Wathelet, εκτιμώντας ότι το συγκεκριμένο πρόγραμμα δεν παραβιάζει την αρχή της απαγόρευσης της νομισματικής χρηματοδότησης και δεν υπερβαίνει τα όρια της αποστολής της ΕΚΤ.
Να αποφανθεί ότι είναι νόμιμη η απόφαση της ΕΚΤ για τη θέσπιση προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές πρότεινε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο γενικός εισαγγελέας Melchior Wathelet, εκτιμώντας ότι το συγκεκριμένο πρόγραμμα δεν παραβιάζει την αρχή της απαγόρευσης της νομισματικής χρηματοδότησης και δεν υπερβαίνει τα όρια της αποστολής της ΕΚΤ.
Με απόφαση της 4ης Μαρτίου 2015, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τρπεζα (ΕΚΤ) έθεσε σε εφαρμογή πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές (public sector asset purchase programme - PSPP).
Το PSPP είναι το ένα από τέσσερα επιμέρους προγράμματα του διευρυμένου προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού (Expanded Asset Purchase Programme - APP), το οποίο ανακοινώθηκε από την ΕΚΤ τον Ιανουάριο του 2015 και είναι γενικώς γνωστό ως «ποσοτική χαλάρωση» («quantitative easing»). Τα υπόλοιπα τρία επιμέρους προγράμματα του APP, σε σχέση με τα οποία το PSPP είναι επικουρικό, αφορούν την αγορά ομολόγων του ιδιωτικού τομέα.
Όπως σημειώνεται σε ανακοίνωση του Δικαστηρίου της Ε.Ε., το APP, και επομένως το PSPP, αποσκοπεί στην αντιμετώπιση των κινδύνων του αποπληθωρισμού εντός της ζώνης του ευρώ και στη συνακόλουθη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών. Ειδικότερα, η αγορά σημαντικού αριθμού τίτλων, περιλαμβανομένων και ομολόγων του δημοσίου τομέα, γίνεται δεκτό ότι προκαλεί χαλάρωση των νομισματικών και χρηματοπιστωτικών συνθηκών, η οποία δίνει στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά τη δυνατότητα να λάβουν χρηματοδότηση με πιο ευνοϊκούς όρους. Τούτο έχει, κατ’ αρχήν, ως συνέπεια την τόνωση των επενδύσεων και της κατανάλωσης, όπερ συμβάλλει στην επιστροφή του πληθωρισμού στο επιδιωκόμενο επίπεδο, ήτοι ελαφρώς χαμηλότερα από 2%.
Το PSPP θεσπίστηκε σε μια συγκυρία όπου τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ είχαν φθάσει στο κατώτατο όριό τους και τα προγράμματα αγοράς ομολόγων του ιδιωτικού τομέα θεωρούνταν ανεπαρκή προς επίτευξη του ως άνω στόχου. Η μόνη κατηγορία τίτλων που κρίθηκε πρόσφορη για την εξασφάλιση του απαραίτητου όγκου αγορών ώστε να καλυφθεί η απόκλιση του πληθωρισμού, λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους της υφιστάμενης αγοράς, ήταν εκείνη των ομολόγων του δημόσιου τομέα.
Ωστόσο, ομάδες ιδιωτών άσκησαν ενώπιον του Bundesverfassungsgericht (Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, Γερμανία) συνταγματικές προσφυγές στρεφόμενες κατά διαφόρων αποφάσεων της ΕΚΤ σχετικών με το APP, κατά της συνδρομής που παρείχε η Deutsche Bundesbank (Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Γερμανίας) στην εφαρμογή των αποφάσεων αυτών ή κατά της προβαλλόμενης αδράνειάς της έναντί τους, καθώς και κατά της προβαλλόμενης αδράνειας της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης και της Ομοσπονδιακής Βουλής έναντι της εν λόγω συνδρομής και των ίδιων αποφάσεων.
Οι ιδιώτες αυτοί ισχυρίζονται ότι το PSPP παραβιάζει την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης των κρατών μελών και την αρχή της δοτής αρμοδιότητας. Εξάλλου, κατά την άποψή τους, οι αποφάσεις σχετικά με το PSPP αντιβαίνουν στη δημοκρατική αρχή που κατοχυρώνεται στον Grundgesetz (γερμανικό θεμελιώδη νόμο) και προσβάλλουν, ως εκ τούτου, τη γερμανική συνταγματική ταυτότητα.
Το Bundesverfassungsgericht επισημαίνει ότι, αν η απόφαση της ΕΚΤ για τη θέσπιση του PSPP παραβιάζει την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης ή βαίνει πέραν των ορίων της αποστολής της ΕΚΤ, τότε θα πρέπει να διαπιστώσει ότι υφίσταται πρόδηλη και ουσιώδης, από δομική άποψη, υπέρβαση των αρμοδιοτήτων της ΕΚΤ και, συνεπώς, να κάνει δεκτές τις προσφυγές. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση που το καθεστώς επιμερισμού των ζημιών το οποίο απορρέει από την απόφαση αυτή θίγει τη δημοσιονομική εξουσία της ομοσπονδιακής βουλής. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesverfassungsgericht αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής απόφασης.
Με τις σημερινές του προτάσεις, ο γενικός εισαγγελέας Melchior Wathelet προτείνει στο Δικαστήριο να απαντήσει στο Bundesverfassungsgericht ότι από την εξέταση της απόφασης της ΕΚΤ για τη θέσπιση του PSPP (απόφαση PSPP) δεν προέκυψε κανένα στοιχείο που να επηρεάζει το κύρος της.
Ο γενικός εισαγγελέας εκτιμά, πρώτον, ότι η απόφαση PSPP δεν παραβιάζει την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης. Πιο συγκεκριμένα, αφενός, το PSPP δεν προσδίδει στην παρέμβαση του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) αποτέλεσμα ισοδύναμο με την απευθείας αγορά κρατικών ομολόγων από τις αρχές και τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου των κρατών μελών και, αφετέρου, δεν αφαιρεί το κίνητρο για την εφαρμογή υγιούς δημοσιονομικής πολιτικής από τα κράτη μέλη.
Όσον αφορά το επιχείρημα ότι το PSPP έχει αποτέλεσμα ισοδύναμο με την απευθείας αγορά κρατικών ομολόγων από τις αρχές και τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου των κρατών μελών, ο γενικός εισαγγελέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το PSPP παρέχει επαρκείς εγγυήσεις ώστε να αποτρέπεται κάθε ενδεχόμενο αλλοίωσης των προϋποθέσεων έκδοσης κρατικών ομολόγων λόγω της βεβαιότητας ότι τα ομόλογα αυτά θα αγοραστούν από το ΕΣΚΤ μετά την έκδοσή τους, και ώστε να διασφαλίζεται, κατ’ επέκταση, ότι οι φορείς που δραστηριοποιούνται στις αγορές κρατικών ομολόγων δεν θα ενεργούν, de facto, ως μεσάζοντες του ΕΣΚΤ για την απευθείας αγοράς ομολόγων.
Σε ό,τι αφορά το επιχείρημα ότι ένα πρόγραμμα όπως το PSPP έχει επιπτώσεις στα κίνητρα για την άσκηση υγιούς δημοσιονομικής πολιτικής, ο γενικός εισαγγελέας παρατηρεί ότι οι επιπτώσεις αυτές περιορίζονται εξ αρχής λόγω της ευχέρειας του ΕΣΚΤ να επαναπωλεί ανά πάσα στιγμή τα ομόλογα τα οποία έχουν αγοραστεί.
Ο γενικός εισαγγελέας εκτιμά, δεύτερον, ως προς το ζήτημα αν το PSPP υπερβαίνει τα όρια της αποστολής της ΕΚΤ, λόγω της έκτασής του, της διάρκειας εφαρμογής του και των συνεπειών του, ότι το PSPP επιδιώκει σκοπό νομισματικής πολιτικής, με μέσα που άπτονται της ίδιας αυτής πολιτικής. Κατά την άποψή του, η ΕΚΤ δεν υπέπεσε σε σφάλμα εκτίμησης ούτε κατά τον καθορισμό του σκοπού του προγράμματος ούτε κατά την επιλογή των μέσων εφαρμογής του. Δεν υπέπεσε δε σε κατάχρηση εξουσίας, ούτε υπερέβη προδήλως τα όρια της διακριτικής ευχέρειάς της.
Εκτιμά, τρίτον, όσον αφορά την αναλογικότητα του PSPP, ότι το PSPP είναι όχι μόνον πρόσφορο αλλά και απαραίτητο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (διότι η ΕΚΤ είχε ήδη εξαντλήσει τα υπόλοιπα εξίσου αποτελεσματικά μέτρα νομισματικής πολιτικής), χωρίς να βαίνει προδήλως πέραν του αναγκαίου μέτρου. Το ΕΣΚΤ στάθμισε τα διάφορα εμπλεκόμενα συμφέροντα έτσι ώστε να αποφευχθούν, κατά την εφαρμογή του PSPP, προβλήματα προδήλως δυσανάλογα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς.