Τη δραματική υποχώρηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών απέναντι στην ικανότητα των ελληνικών τραπεζών να μειώσουν τα NPEs με τρόπο που να μην επιβαρύνει τους μετόχους και ταυτόχρονα να μην έχει μεγάλη επίπτωση στην κερδοφορία, επισημαίνει έκθεση της HSBC. Όπως αναφέρει, κατά τη διάρκεια του Σεπτεμβρίου, η συνολική κεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών μειώθηκε κατά περίπου 1,6 δισ. ευρώ.
Από την έντυπη έκδοση
Τη δραματική υποχώρηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών απέναντι στην ικανότητα των ελληνικών τραπεζών να μειώσουν τα NPEs με τρόπο που να μην επιβαρύνει τους μετόχους και ταυτόχρονα να μην έχει μεγάλη επίπτωση στην κερδοφορία, επισημαίνει έκθεση της HSBC. Όπως αναφέρει, κατά τη διάρκεια του Σεπτεμβρίου, η συνολική κεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών μειώθηκε κατά περίπου 1,6 δισ. ευρώ.
Οι απώλειες αυτές επιβαρύνουν συνολικά την αξία των τραπεζών, καθώς τους τελευταίους πέντε μήνες είχε σημειωθεί επίσης απώλεια, περίπου 2,2 δισ. ευρώ τον Μάιο και επιπλέον 1,2 δισ. ευρώ τον Αύγουστο. Και ενώ οι πρώτες δύο πτώσεις συνδέονταν στενά με το ελληνικό κράτος, αντανακλώντας τις φιλοδοξίες για τη μεταμνημονιακή δομή της Ελλάδας στην πρώτη, και τη γενικότερη αποστροφή έναντι του ρίσκου στις αναδυόμενες αγορές στη δεύτερη, η υποχώρηση του Σεπτεμβρίου συντελέστηκε εν μέσω ανόδου των ελληνικών κρατικών ομολόγων.
Οι ανησυχίες
Οι επενδυτές φαίνεται πως έχουν χάσει παντελώς την εμπιστοσύνη τους στις ελληνικές τράπεζες, σύμφωνα με την HSBC, που σημειώνει πως υπάρχουν επίμονα ερωτήματα ως προς την ικανότητά τους να διατηρήσουν την προ-προβλέψεων κερδοφορία τους, δεδομένου ότι τα αποτελέσματα δείχνουν πιέσεις στα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια, ενώ ουσιαστικά απουσιάζει η ανάπτυξη στα δάνεια. Η αγορά ανησυχεί επίσης πως θα ζητηθεί από τις τράπεζες να μειώσουν τις μη εξυπηρετούμενες εκθέσεις τους (NPEs) με πιο κοστοβόρο τρόπο, είτε μέσω μιας διαρκώς πιεσμένης κερδοφορίας ή, ακόμα χειρότερα, μέσω κατανάλωσης κεφαλαίων.
Η HSBC λέει πως κατανοεί κάπως τις ανησυχίες των επενδυτών και αναμένει τα καθαρά έσοδα από τόκους να μειωθούν κατά 13% φέτος, κατά 2% το 2019 και κατά 1% το 2020. Όμως, ενώ η πίεση στα καθαρά έσοδα από τόκους οπωσδήποτε δεν είναι θετική, πιστεύει πως είναι σημαντικό ότι δεν προέρχεται από ανταγωνιστικές δυνάμεις που οδηγούν σε υποχώρηση της διαρθρωτικής κερδοφορίας του χαρτοφυλακίου των εξυπηρετούμενων δανείων.
Αντιθέτως, είναι η συνέπεια της αντιμετώπισης του μεγάλου αποθέματος των προβληματικών assets, είτε λόγω της αναδιάρθρωσης που μειώνει τις σωρευτικές επιδόσεις (accruing rates) αλλά αντισταθμίζεται από τις χαμηλότερες προβλέψεις, είτε λόγω των μειωμένων εκθέσεων (μέσω προβλέψεων, πωλήσεων ή ρευστοποιήσεων). Από την άλλη, η HSBC σημειώνει ότι δεν δικαιολογεί απόλυτα τις ανησυχίες αναφορικά με τα NPEs, καθώς οι τράπεζες βρίσκονται αυτήν τη στιγμή στη διαδικασία υποβολής των τριετών σχεδίων τους στην εποπτική αρχή, τα οποία θα εκτείνονται μέχρι το 2021. Αν και η HSBC κατανοεί την αβεβαιότητα, ωστόσο, όπως αναφέρει, αν τα δημοσιεύματα στα ΜΜΕ είναι σωστά, τότε το μέγεθος της οραματιζόμενης μείωσης ευθυγραμμίζεται με τις προσδοκίες της.
Η επιτάχυνση του ρυθμού της μείωσης των NPEs από τις τράπεζες μέχρι στιγμής υπήρξε επαρκής. Πράγματι, όμως, το μίγμα φαίνεται να είναι λιγότερο ευνοϊκό απ’ όσο αναμενόταν, καθώς δίνεται μεγαλύτερη βαρύτητα στις πιο κοστοβόρες πωλήσεις, στις τιτλοποιήσεις και στις ρευστοποιήσεις, απ’ ό,τι στις αναδιαρθρώσεις, αντανακλώντας τη σχετική επιτυχία που είχαν οι τράπεζες στην πρώτη περίπτωση και έλλειψη επιτυχίας στη δεύτερη. Όμως, τονίζει η HSBC, το σημαντικό σημείο είναι πως η εποπτική αρχή φαίνεται ότι εξακολουθεί να είναι πρόθυμη να δώσει στις τράπεζες τον απαραίτητο χρόνο και χώρο για να διευθετήσουν το μεγάλο απόθεμα προβληματικών στοιχείων ενεργητικού με τρόπο που δεν επηρεάζει τα κεφάλαια.