Το ελληνικό ΑΕΠ μπορεί, να μειώνεται, σε ετήσια βάση, κατά 2% μέχρι το 2050 και ακόμη περισσότερο μέχρι το 2100, εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής ενώ το συνολικό κόστος για την ελληνική οικονομία, σωρευτικά μέχρι το 2100, είναι δυνατόν να φθάσει τα 701 δισ. ευρώ υπογράμμισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας στο «The Second Sustainability Summit for South-East Europe and the Mediterranean» του περιοδικού «Τhe Economist» με θέμα: «Προκλήσεις και προοπτικές για μία βιώσιμη ανάπτυξη».
Το ελληνικό ΑΕΠ μπορεί, να μειώνεται, σε ετήσια βάση, κατά 2% μέχρι το 2050 και ακόμη περισσότερο μέχρι το 2100, εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής ενώ το συνολικό κόστος για την ελληνική οικονομία, σωρευτικά μέχρι το 2100, είναι δυνατόν να φθάσει τα 701 δισ. ευρώ υπογράμμισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας στο «The Second Sustainability Summit for South-East Europe and the Mediterranean» του περιοδικού «Τhe Economist» με θέμα: «Προκλήσεις και προοπτικές για μία βιώσιμη ανάπτυξη».
Όπως ανέφερε ο κ. Στουρνάρας Σύμφωνα με την σχετική ανάλυση, η οποία ποσοτικοποιεί και κατατάσσει τους αναμενόμενους κλιματικούς κινδύνους για την ελληνική επικράτεια, η γεωργία είναι ο τομέας που αναμένεται να πληγεί περισσότερο από την κλιματική αλλαγή στην Ελλάδα, ενώ οι επιπτώσεις στον τουρισμό και τα παράκτια συστήματα θα επηρεάσουν σημαντικά το εισόδημα των νοικοκυριών και την οικονομία συνολικά. Ιδιαίτερη σημασία έχει επίσης ο τομέας των υδάτινων αποθεμάτων, από τα οποία εξαρτάται τόσο η γεωργία όσο και η ύδρευση.
Παράλληλα, υπενθύμισε ότι τελευταία δέκα χρόνια η Τράπεζα της Ελλάδος συμμετέχει ενεργά στην έρευνα, τον εμπεριστατωμένο διάλογο και την παροχή επιστημονικής τεκμηρίωσης μέσω των δράσεων της διεπιστημονικής Επιτροπής για τη Μελέτη των Επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ).
«Στην ΕΜΕΚΑ, οικονομολόγοι του περιβάλλοντος και της ενέργειας, σε συνεργασία με κλιματολόγους, φυσικούς, βιολόγους, μηχανικούς και κοινωνικούς επιστήμονες, εκπονούν μελέτες που αξιολογούν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην ελληνική οικονομία, αναλύουν τις οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα, και προτείνουν τρόπους προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας προς βιώσιμα μοντέλα ανάπτυξης», σημείωσε.
Επιπλέον, ο διοικητής της ΤτΕ υπογράμμισε πως μεγάλη πρόκληση για την επίτευξη των στόχων της βιώσιμης ανάπτυξης αποτελεί η απεξάρτηση του ενεργειακού συστήματος από τον άνθρακα.
Όπως ανέφερε «οι τρέχουσες και οι μελλοντικές επιπτώσεις για την κοινωνία και τη βιώσιμη ανάπτυξη είναι τέτοιες που καθιστούν πλέον απαγορευτική τη χρήση των ορυκτών καυσίμων. Η κλιματική αλλαγή και η υπερθέρμανση του πλανήτη συνδέονται με την ανθρωπογενή δραστηριότητα και ιδίως με τη χρήση ορυκτών καυσίμων και τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Χρειάζεται να μετριάσουμε τη μεταβολή του κλίματος μειώνοντας αμέσως και δραστικά τις εκπομπές, υιοθετώντας πρακτικές ορθής ενεργειακής διαχείρισης και υψηλής απόδοσης, χρηματοδοτώντας την πράσινη ενέργεια, προάγοντας επενδύσεις εξοικονόμησης και προωθώντας μια οικονομία μηδενικών εκπομπών στο πλαίσιο των αντίστοιχων ευρωπαϊκών πολιτικών».
«Διότι φαίνεται ότι πλησιάζουμε ταχύτατα στο σημείο μη επιστροφής, δηλαδή το σημείο εκείνο που, όταν το ξεπεράσουμε, ακόμη και μια δραματική μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα δεν θα είναι πλέον αρκετή για να αντιστρέψει την τάση και να σταματήσει μια παγκόσμια τραγωδία, για παράδειγμα από την επιτάχυνση της τήξης των πάγων στις πολικές περιοχές», πρόσθεσε.