Το ξεκαθάρισμα του τοπίου στον ταχύτερο δυνατό χρόνο επιδιώκει η ελληνική κυβέρνηση, προκειμένου να αποτρέψει την επιστροφή της αβεβαιότητας, η οποία στην πράξη έχει αποδειχθεί επιζήμια για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Η δημόσια συζήτηση μετά τις 20 Αυγούστου και την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια έχει ουσιαστικά επικεντρωθεί στο θέμα των συντάξεων και στο αν θα προχωρήσει η περικοπή τους ή όχι.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Σε καθεστώς αβεβαιότητας, η οποία στην πράξη έχει αποδειχθεί επιζήμια για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, εισέρχονται οι εξελίξεις με όχημα το θέμα των συντάξεων.
Η δημόσια συζήτηση μετά τις 20 Αυγούστου και την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια έχει ουσιαστικά επικεντρωθεί στο αν θα προχωρήσει η περικοπή τους ή όχι. Το θέμα τυπικά συνδέεται άμεσα με την κατάρτιση του προϋπολογισμού της χώρας, αλλά και τον βασικό δημοσιονομικό στόχο της παραγωγής πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ.
Πρακτικά, όμως, οι συντάξεις έχουν αναχθεί σε μείζον πολιτικό και οικονομικό ζήτημα για τη χώρα, καθώς -τουλάχιστον στο εσωτερικό- έχουν συνδεθεί μέχρι και με το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών. Το ενδεχόμενο και το τελευταίο τρίμηνο του έτους να κυλήσει στον ίδιο ακριβώς ρυθμό είναι πλέον ορατό. Και αυτό διότι, η κυβέρνηση έχει διατυπώσει πλέον επίσημα το αίτημα για κατάργηση των περικοπών στις συντάξεις -εμφανίζοντας ταυτόχρονα τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι μπορεί να υλοποιηθεί ο δημοσιονομικός στόχος του 3,5%-, και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί εμφανίζονται διατεθειμένοι να μην απαντήσουν παρά μόνο στις αρχές Δεκεμβρίου.
Δεν αποκλείεται μάλιστα το σενάριο, η αγωνία να παραταθεί και για τους πρώτες μήνες του 2019 με το πρόσχημα ότι θα πρέπει να δημοσιευτούν τα τελικά στοιχεία για την πορεία του φετινού πρωτογενούς πλεονάσματος από την Ελληνική Στατιστική Αρχή και τη Eurostat.
Οι ενδείξεις ότι η παράταση αυτής της «άγονης» για την οικονομία περιόδου μπορεί να αποδειχθεί επιζήμια έχουν αρχίσει και πυκνώνουν. Την Παρασκευή ο οίκος Moody’s ανέβαλε την αναβάθμιση των ελληνικών ομολόγων, ενώ από την έκθεση που δόθηκε την Τετάρτη το βράδυ στη δημοσιότητα κατέστη σαφές ότι και ο συγκεκριμένος οίκος περιμένει την ολοκλήρωση της πρώτης μεταμνημονιακής αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας.
Πρακτικά, περιμένει να φανεί αν η κατάργηση των περικοπών στις συντάξεις θα ερμηνευθεί ως μη τήρηση των συμφωνηθέντων από την ελληνική πλευρά, αλλά και ως δείγμα υπαναχώρησης από τις μεταρρυθμίσεις. Η Moody’s ήταν πολύ σαφής: θεωρεί ως λόγο υποβάθμισης την ακύρωση συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων, αλλά και λόγο αναβάθμισης την τήρηση των συμφωνηθέντων, την προώθηση των μεταρρυθμίσεων, τη βελτίωση των οικονομικών μεγεθών του τραπεζικού συστήματος με ταχύτερο ρυθμό από τις προβλέψεις, όπως επίσης και την επιτυχή έξοδο της Ελλάδας στις αγορές.
Εδώ όμως δημιουργείται ο «φαύλος κύκλος»: Οι δανειστές δεν ξεκαθαρίζουν αν η μείωση των συντάξεων είναι «μεταρρύθμιση» η οποία δεν μπορεί να ανατραπεί ή αν υπάρχει περιθώριο κατάργησης του μέτρου από τη στιγμή που επιτυγχάνονται οι δημοσιονομικοί στόχοι. Ανοικτά θέση έχει πάρει μόνο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Αυτή η στάση των δανειστών επηρεάζει αρνητικά τους ελεγκτικούς οίκους στο να προχωρήσουν σε αναβάθμιση των ελληνικών ομολόγων, ενώ η διατήρηση της βαθμολογίας της χώρας σε μη επενδυτική βαθμίδα εμποδίζει την περαιτέρω αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, άρα και την επιτυχή έξοδο της Ελλάδας στις αγορές, η οποία είναι και «ζητούμενο» για τους ελεγκτικούς οίκους.
Ένα ακόμη δείγμα ανησυχίας ήρθε χθες στην επιφάνεια: τον Σεπτέμβριο το οικονομικό κλίμα στην Ελλάδα καταγράφει επιδείνωση σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε η Κομισιόν, καθώς ο δείκτης υποχώρησε στα επίπεδα των 101,3 μονάδων, αντίστοιχα με αυτά του Δεκεμβρίου του 2017 (σ.σ.: τότε ήταν 105,2 μονάδες). Υποχώρηση παρατηρήθηκε σε όλους τους επιμέρους δείκτες (βιομηχανία, υπηρεσίες, λιανεμπόριο, κατασκευές), με μοναδική εξαίρεση τον δείκτη των καταναλωτών.
Η άρση των αβεβαιοτήτων και η βελτίωση του κλίματος αποτελούν προτεραιότητα για την κυβέρνηση, η οποία ψάχνει δύο πολύ θετικά τρίμηνα όσον αφορά την πορεία του ΑΕΠ. Ενδείξεις για την πορεία της οικονομίας κατά το τρίμηνο -παρά το γεγονός ότι αυτό ολοκληρώνεται σε λίγες ημέρες- δεν υπάρχουν πολλές, αλλά τα πρώτα μηνύματα δεν αφήνουν περιθώριο για ενθουσιασμό. Το εμπορικό ισοζύγιο κινήθηκε σε χειρότερα επίπεδα σε σχέση με πέρυσι κατά τον μήνα Ιούλιο λόγω της ταχύτερης αύξησης των εισαγωγών συγκριτικά με τις εισαγωγές, ενώ μετά τα δύο αρνητικά τρίμηνα για τις επενδύσεις (α’ και β’ τρίμηνο 2018) δεν έχουν ακόμη υπάρξει μετρήσιμες ενδείξεις αντιστροφής του κλίματος. Η ανεργία εξακολουθεί να μειώνεται αλλά με συγκρατημένους ρυθμούς, ενώ ανησυχία προκαλεί η συνεχιζόμενη αύξηση τις διεθνείς τιμές του πετρελαίου.
Με την κατάθεση του προσχεδίου του προϋπολογισμού τη Δευτέρα στη Βουλή θα φανεί αν υπάρχει προσδοκία για ρυθμό ανάπτυξης ταχύτερο του προγραμματισμένου κατά το 2018 (ο στόχος είναι στο 2%) και κατά το 2019 (ο στόχος είναι στο 2,3%), ενώ τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο θα δημοσιευτούν και οι εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, αλλά και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.