Δεν έχει περάσει πολύ καιρός από τότε, που ο Ταγίπ Ερντογάν εξαπέλυε πυρά και του Βερολίνου και θύμιζε στους Γερμανούς το ... ναζιστικό τους παρελθόν. Κι όμως σήμερα γίνεται δεκτός με πλήρεις τιμές στη γερμανική πρωτεύουσα. Το γιατί ο ίδιος επιδιώκει τη συμφιλίωση με την ισχυρότερη ευρωπαϊκή οικονομία είναι σαφές, σε μία περίοδο κατά την οποία η λίρα βουλιάζει και η τουρκική οικονομία οδεύει προς απότομη προσγείωση. Η Γερμανία όμως, έχει λόγο να τείνει χείρα φιλίας ή πολύ περισσότερο να προσφέρει σανίδα οικονομικής σωτηρίας;
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Δεν έχει περάσει πολύ καιρός από τότε, που ο Ταγίπ Ερντογάν εξαπέλυε πυρά και του Βερολίνου και θύμιζε στους Γερμανούς το ... ναζιστικό τους παρελθόν. Κι όμως σήμερα γίνεται δεκτός με πλήρεις τιμές στη γερμανική πρωτεύουσα. Το γιατί ο ίδιος επιδιώκει τη συμφιλίωση με την ισχυρότερη ευρωπαϊκή οικονομία είναι σαφές, σε μία περίοδο κατά την οποία η λίρα βουλιάζει και η τουρκική οικονομία οδεύει προς απότομη προσγείωση. Η Γερμανία όμως, έχει λόγο να τείνει χείρα φιλίας ή πολύ περισσότερο να προσφέρει σανίδα οικονομικής σωτηρίας;
Καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν θέλει να δει την Τουρκία να καταρρέει, όχι μόνο γιατί ο φόβος της μετάδοσης του «ιού» παραμένει πάντα στο προσκήνιο. Η γειτονική χώρα- όσο και αν έρχεται σε σύγκρουση με τη Δύση- κρατάει το κλειδί στην αντιμετώπιση του προσφυγικού. Η πρόταση του Ευρωκοινοβουλίου να μην υπερβεί η δεύτερη δόση το 1 δισ. ευρώ ή να μειωθεί δραστικά η ενταξιακή βοήθεια είναι ένα αυστηρό μήνυμα στον Σουλτάνο, αλλά η όποια «τιμωρία» σταματάει εκεί.
Για τη γερμανική κυβέρνηση το προσφυγικό εξελίσσεται σε παράγοντα «ζωής και θανάτου». Δεν είναι όμως το μόνο που απασχολεί το Βερολίνο. Οι 3 εκατομμύρια Τούρκοι που ζουν μόνιμα στη Γερμανία και η επιρροή, που ασκεί η Άγκυρα σε αυτούς είναι ακόμη ένα κρίσιμο στοιχείο. Ακόμη, όμως, και εάν βάλουμε στην άκρη τις πολιτικές προκλήσεις και τις γεωστρατηγικές ανησυχίες, οι οικονομικές σχέσεις δίνουν ισχυρά επιχειρήματα προσέγγισης.
Πρόσφατη έρευνα δημοσκόπησης στη Γερμανία έδειξε ότι η εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης στην Τουρκία ως εταίρου είναι στο ναδίρ. Όπως όμως εύστοχα σχολιάζει το Brookings Institute στα γερμανικά η λέξη «Τeilnehmer» (εταίρος) έχει αυστηρά οικονομική, εμπορική έννοια και δεν προϋποθέτει αισθήματα φιλίας ή συμπόνοιας.
0ι 80.000 τουρκο-γερμανικές επιχειρήσεις (οι περισσότερες μικρές, οικογενειακές) σε γερμανικό έδαφος με ετήσιο τζίρο 52 δισ. ευρώ και συνολικό δυναμικό άνω των 500.000 εργαζομένων σε 50 διαφορετικούς τομείς, το γνωρίζουν πολύ καλά αυτό. Το ίδιο και οι γερμανικές επιχειρήσεις με ιστορική παρουσία στην Τουρκία. Σήμερα στην γειτονική χώρα δραστηριοποιούνται περισσότερες από 7.000 γερμανικές εταιρείες, επενδύοντας σχεδόν 13 δισ. ευρώ σε παραγωγή και υπηρεσίες.
Όσο για τον διμερή όγκο εμπορίου, ανήλθε στα 36,4 δισ. δολάρια το 2017- μία χρόνια εξαιρετικά ψυχρών σχέσεων των δύο χωρών. Ήταν αυξημένος κατά 3,1% σε σχέση με την προηγούμενο με την Τουρκία να εξάγει αγαθά 15,1 δισ. δολ. στη Γερμανία και να εισάγει προϊόντα αξίας 21,3 δισ. δολαρίων,, σύμφωνα με στοιχεία, που παραθέτει στην ιστοσελίδα του το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών.
Την περίοδο 2002-2017 η Τουρκία εξασφάλισε άμεσες επενδύσεις αξίας 9,15 δισ. δολαρίων από τη Γερμανία και προχώρησε από την πλευρά της σε επενδύσεις 2,26 δισ. δολαρίων σε γερμανικό έδαφος. Δεν θα πρέπει δε να ξεχνάμε ότι η γειτονική χώρα είναι για την Ε.Ε. ο τέταρτος μεγαλύτερος προορισμός των εξαγωγών της και ο πέμπτος μεγαλύτερος προμηθευτής εισαγωγών.
Η όποια οικονομική στήριξη πάντως, εάν αποφασιστεί, δεν θα είναι άμεση και δεν θα έχει επίσημο χαρακτήρα. Ο Ερντογάν ξέρει πως ένας «καλός λόγος» από τη Μέρκελ, μπορεί να μετριάσει τον αρνητικό αντίκτυπο των δικών του δηλώσεων- προκλήσεων προς αγορές και οίκους αξιολόγησης.