Το παράθυρο αλλά όχι την πόρτα ανοίγει απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στους δανειολήπτες με δάνεια ελβετικού φράγκου προκειμένου να βρουν λύση στο οξύ πρόβλημά τους.
Από την έντυπη έκδοση
Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]
Το παράθυρο αλλά όχι την πόρτα ανοίγει απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στους δανειολήπτες με δάνεια ελβετικού φράγκου προκειμένου να βρουν λύση στο οξύ πρόβλημά τους.
Η απόφαση αυτή δίνει την απόλυτη δικαιοδοσία στον εθνικό δικαστή να κρίνει ανά περίπτωση αν η σύμβαση που σύναψε για το δάνειό του ο κάθε δανειολήπτης με το πιστωτικό ίδρυμα είναι ή όχι καταχρηστική.
Το θέμα στη χώρα μας απασχολεί περίπου 70.000 δανειολήπτες που έχουν στεγαστικά δάνεια σε ελβετικό φράγκο.
Αντικρουόμενες δικαστικές αποφάσεις
Οι δικαστικές αποφάσεις συχνά αυτοαναιρούνται, ενώ για το θέμα δεν φαίνεται να μπορεί να πραγματοποιηθεί νομοθετική ρύθμιση που να συμπεριλαμβάνει όλες τις παραμέτρους.
Τα δεδομένα δεν είναι απλά ούτε για τις τράπεζες ούτε για τους δανειολήπτες των οποίων το χρέος έχει πολλαπλασιαστεί στις περισσότερες περιπτώσεις.
Τα δικαστήρια καλούνται να δώσουν απαντήσεις σε αιτιάσεις όπως:
* Υπήρξε πλήρης και επαρκής ενημέρωση των δανειοληπτών για τους κινδύνους που ενείχε η σύναψη δανείου σε ξένο νόμισμα λόγω αλλαγής της συναλλαγματικής ισοτιμίας;
* Η τράπεζα εφάρμοσε μηχανισμούς αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου;
* Τα συγκεκριμένα δάνεια ήταν επενδυτικά προϊόντα και ως εκ τούτου προϋπέθεταν ειδικές γνώσεις;
* Η αποπληρωμή της δόσης πρέπει να γίνεται με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του ελβετικού φράγκου την ημέρα καταβολής της δόσης;
Το Εφετείο Αθηνών έκανε πρόσφατα δεκτή έφεση τράπεζας κατά προηγούμενης πρωτόδικης απόφασης που είχε εκδοθεί εις βάρος της, απαντώντας τελικώς υπέρ του πιστωτικού ιδρύματος στα παραπάνω επίδικα ερωτήματα.
Λίγο καιρό νωρίτερα το Εφετείο Πειραιά είχε κρίνει ότι η παροχή δανείου σε ελβετικό νόμισμα αποτελεί επενδυτικό προϊόν. Η απόφαση αυτή είχε δημιουργήσει την πεποίθηση στους δανειολήπτες ότι τα δάνεια θα υπολογιστούν εκ νέου με βάση την ισοτιμία εκταμίευσης και όχι με την τρέχουσα.
Είναι φανερό πως η δικαστική κρίση διαφέρει ανά περίπτωση, όπως επίσης είναι βέβαιο ότι όλες οι περιπτώσεις δεν είναι ίδιες. Όπως σημειώνουν έγκυρες τραπεζικές πηγές, πολλοί δανειολήπτες κατέφυγαν στο ελβετικό φράγκο εκτιμώντας πως θα κερδίσουν από την υποχώρηση της ισοτιμίας του. Άρα ήξεραν ταυτοχρόνως πως υπήρχε και κίνδυνος.
Δεν είναι καθόλου απλό να απαντηθεί αν και κατά πόσον ένα τέτοιο δάνειο αποτελεί συγχρόνως και επενδυτικό προϊόν.
Στην παρούσα φάση οι τράπεζες ρυθμίζουν τα συγκεκριμένα δάνεια ως εξής:
H ρύθμιση προβλέπει «split and freeze». Δηλαδή το δάνειο «σπάει» στα δύο και το ένα τμήμα εξυπηρετείται κανονικά, ενώ το άλλο «παγώνει».
Με την προϋπόθεση ότι ο δανειολήπτης θα είναι συνεπής στην εξυπηρέτηση του δανείου, στη λήξη θα διαγραφεί όλο ή μεγάλο τμήμα του «παγωμένου» δανείου.
Κατά κάποιο τρόπο δηλαδή εφαρμόζουν «κούρεμα» ανάλογο με την αύξηση του άληκτου κεφαλαίου του δανείου λόγω της αλλαγής της ισοτιμίας πάντα υπό προϋποθέσεις.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό αλλά πανευρωπαϊκό
Πέντε εκατομμύρια πολίτες της Ε.Ε. έχουν συνάψει τα προηγούμενα χρόνια συμβάσεις δανείων με ρήτρα ελβετικό φράγκο. Τον Φεβρουάριο 2008, η Terez Ilyes και ο Emil Kiss συνήψαν με ουγγρική τράπεζα πιστωτική σύμβαση για τη χορήγηση δανείου συνομολογηθέντος σε ελβετικά φράγκα (CHF).
Η σύμβαση προέβλεπε ότι οι μηνιαίες δόσεις έπρεπε να καταβάλλονται σε ουγγρικά φιορίνια (HUF), ενώ το ποσό αυτών των μηνιαίων δόσεων υπολογιζόταν με βάση την τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ του ουγγρικού φιορινιού και του ελβετικού φράγκου.
Επιπλέον, η σύμβαση μνημονεύει τον συναλλαγματικό κίνδυνο σε περίπτωση πιθανών διακυμάνσεων της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ των δύο αυτών νομισμάτων.
Στη συνέχεια, η συναλλαγματική ισοτιμία μεταβλήθηκε σημαντικά, σε βάρος των δανειοληπτών, αυξάνοντας σε μεγάλο βαθμό το ποσό των μηνιαίων δόσεών τους.
Τον Μάιο 2013, η Terez Ilyes και ο Emil Kiss προσέφυγαν στην ουγγρική Δικαιοσύνη κατά των OTP Bank και OTP Factoring, δύο εταιρειών στις οποίες είχαν εκχωρηθεί οι απαιτήσεις από τη σύμβαση δανείου. Κατά τη διάρκεια της δίκης αυτής τέθηκε το ζήτημα του κατά πόσον η ρήτρα περί του συναλλαγματικού κινδύνου είχε συνταχθεί από την τράπεζα κατά τρόπο σαφή και κατανοητό και αν, σε αντίθετη περίπτωση, μπορούσε να θεωρηθεί καταχρηστική υπό την έννοια της οδηγίας περί καταχρηστικών ρητρών.
Στο μεταξύ, το 2014, η Ουγγαρία θέσπισε ρύθμιση σχετικά με την απαλοιφή ορισμένων καταχρηστικών ρητρών από τις συμβάσεις δανείου σε ξένο νόμισμα, τη μετατροπή σε HUF όλων των οφειλών που απορρέουν από τις συμβάσεις αυτές και την εφαρμογή της συναλλαγματικής ισοτιμίας που καθορίζει η εθνική τράπεζα της Ουγγαρίας.
Σκοπός της ρύθμισης αυτής ήταν, επίσης, και η εκτέλεση απόφασης του Kuria (Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ουγγαρίας), το οποίο είχε κρίνει ότι ορισμένες ρήτρες σε συμβάσεις δανείου σε ξένο νόμισμα δεν ήταν σύμφωνες με την οδηγία (η απόφαση αυτή εκδόθηκε έπειτα από απόφαση του δικαστηρίου στην υπόθεση Kasler και Kaslerne Rabai).
Παρά ταύτα, αυτή η νέα ρύθμιση δεν μετέβαλε το γεγονός ότι ο συναλλαγματικός κίνδυνος βαρύνει τον καταναλωτή σε περίπτωση υποτίμησης του ουγγρικού φιορινιού έναντι του ελβετικού φράγκου.
Δεδομένου ότι, σύμφωνα με την οδηγία, οι καταχρηστικές συμβατικές ρήτρες που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, το εφετείο Βουδαπέστης, το οποίο επιλήφθηκε της υπόθεσης των Terez Ilyes και Emil Kiss, ζητεί από το δικαστήριο να διευκρινίσει αν μπορεί να εκτιμήσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας, εφόσον αυτή δεν έχει συνταχθεί κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, παρότι ο Ούγγρος νομοθέτης, μην επεμβαίνοντας επί του ζητήματος αυτού, δέχθηκε ότι ο συναλλαγματικός κίνδυνος εξακολουθεί να βαρύνει τον καταναλωτή σε περίπτωση υποτίμησης του ουγγρικού φιορινιού έναντι το οικείου ξένου νομίσματος.
Η απόφαση
Με τη χθεσινή απόφασή του, το δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο κανόνας που αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας τις συμβατικές ρήτρες που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου δικαιολογείται επειδή, κατ’ αρχήν, εύλογα μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο εθνικός νομοθέτης έχει προβεί σε εξισορρόπηση του συνόλου των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών στη σύμβαση. Παρά ταύτα, τούτο δεν σημαίνει ότι μια άλλη συμβατική ρήτρα, η οποία δεν προβλέπεται από νομοθετικές διατάξεις, όπως εν προκειμένω η σχετική με τον συναλλαγματικό κίνδυνο, επίσης δεν εμπίπτει, στο σύνολό της, στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας της ρήτρας αυτής μπορεί, επομένως, να εξεταστεί από τον εθνικό δικαστή στον βαθμό που εκτιμά, κατόπιν κατά περίπτωση εξέτασης, ότι η ρήτρα δεν διατυπώθηκε κατά τρόπο σαφή και κατανοητό.
Συναφώς, το δικαστήριο κρίνει ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να παρέχουν στους δανειολήπτες επαρκή πληροφόρηση ώστε αυτοί να είναι σε θέση να λαμβάνουν συνετές και εμπεριστατωμένες αποφάσεις. Τούτο συνεπάγεται ότι η ρήτρα περί του συναλλαγματικού κινδύνου πρέπει να γίνεται κατανοητή από τον καταναλωτή τόσο από τυπική και γραμματική άποψη όσο και ως προς το συγκεκριμένο περιεχόμενό της. Επομένως, ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως επιμελής και ενημερωμένος, πρέπει να μπορεί όχι μόνο να γνωρίζει το ενδεχόμενο υποτίμησης του εθνικού νομίσματος έναντι του ξένου νομίσματος στο οποίο έχει συνομολογηθεί το δάνειο, αλλά επίσης να αξιολογεί τις δυνητικά σημαντικές οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας ρήτρας στις οικονομικές του υποχρεώσεις.