Τις πιθανές επιπτώσεις που θα έχουν στην καθημερινότητα και στον οικονομικό τους προϋπολογισμό οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ «μετρούν» εκατομμύρια Έλληνες. Με τα μέτρα να βρίσκονται ακόμη στο στάδιο της «ποσοτικοποίησης» και της συζήτησης με τους εκπροσώπους των θεσμών, μπορεί να γίνει μια πρώτη ανάλυση επιπτώσεων των όσων ακούστηκαν στη Θεσσαλονίκη, αν και τα ασφαλέστερα συμπεράσματα θα εξαχθούν μόλις οριστικοποιηθούν και ψηφιστούν οι εξαγγελίες. Με βάση τα πρώτα δεδομένα, περισσότεροι κερδισμένοι είναι οι αυτοαπασχολούμενοι και οι νέοι ηλικίας κάτω των 25 ετών, ενώ για τους συνταξιούχους όλα θα κριθούν από τις διαπραγματεύσεις για την κατάργηση ή τη διατήρηση της προσωπικής διαφοράς.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Τις πιθανές επιπτώσεις που θα έχουν στην καθημερινότητα και στον οικονομικό τους προϋπολογισμό οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ «μετρούν» εκατομμύρια Έλληνες. Με τα μέτρα να βρίσκονται ακόμη στο στάδιο της «ποσοτικοποίησης» και της συζήτησης με τους εκπροσώπους των θεσμών, μπορεί να γίνει μια πρώτη ανάλυση επιπτώσεων των όσων ακούστηκαν στη Θεσσαλονίκη, αν και τα ασφαλέστερα συμπεράσματα θα εξαχθούν μόλις οριστικοποιηθούν και ψηφιστούν οι εξαγγελίες. Με βάση τα πρώτα δεδομένα, περισσότεροι κερδισμένοι είναι οι αυτοαπασχολούμενοι και οι νέοι ηλικίας κάτω των 25 ετών, ενώ για τους συνταξιούχους όλα θα κριθούν από τις διαπραγματεύσεις για την κατάργηση ή τη διατήρηση της προσωπικής διαφοράς.
Μισθωτοί: Όσοι μισθωτοί αμείβονται με βάση τον κατώτατο μισθό -είτε έχουν πλήρες ωράριο είτε απασχολούνται με μερική απασχόληση- έχουν να προσβλέπουν σε μια αύξηση των μικτών αποδοχών τους. Με βάση το χρονοδιάγραμμα που έδωσε ο πρωθυπουργός, θα απαιτηθούν τέσσερις μήνες διαπραγματεύσεων τόσο με τους θεσμούς όσο και με τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας ώστε να καταλήξουν οι συζητήσεις οι οποίες θα κινηθούν στο μοντέλο της Πορτογαλίας. Η συγκεκριμένη χώρα έχει ακολουθήσει το μοντέλο της σταδιακής αύξησης του κατώτατου μισθού, ενώ κατά το πρώτο έτος οι μισθοί κινήθηκαν στο επίπεδο του +4%. Το ποσοστό που θα αποφασιστεί στην Ελλάδα δεν είναι ακόμη σαφές, αν και αναμένεται να αποτελέσει συνάρτηση του πληθωρισμού (σ.σ.: κινείται στο επίπεδο του 0,5% σε μέση ετήσια βάση) αλλά και της παραγωγικότητας της εργασίας, η οποία ήταν αρνητική μέχρι και το τέλος του 2017.
Η μεταβολή του κατώτατου μισθού (αν συμφωνηθεί με τους δανειστές) δεν θα επηρεάσει το σύνολο των αποδοχών των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, καθώς για να συμβεί αυτό πρέπει να υπάρξει «σύνδεση» του κατώτατου μισθού με τις κλαδικές και τις επιχειρησιακές συμβάσεις, κάτι που οι εργοδότες δεν επιθυμούν. Αυξήσεις μπορεί να υπάρξουν μόνο για όσους απασχολούνται σε κλάδους όπου υπάρχουν ενεργές κλαδικές συμβάσεις αλλά οι ίδιοι αμείβονται με χαμηλότερες αποδοχές. Για να υπάρξει η αύξηση, θα πρέπει να υπογραφεί απόφαση επεκτασιμότητας από την υπουργό Εργασίας, όπως έχει συμβεί μέχρι τώρα με τέσσερις κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Φυσικά, ακόμη και στις περιπτώσεις που θα προκύψει δικαίωμα αύξησης από τις θεσμικές μεταβολές (π.χ. αύξηση βασικού μισθού ή επεκτασιμότητα σύμβασης), το τελικό αποτέλεσμα θα κριθεί και από το αν οι εργοδότες θα ασκήσουν το δικαίωμα προσαρμογής του ωραρίου εργασίας ώστε να μη χρειαστεί να καταβάλουν υψηλότερες αμοιβές.
Εκτός από τα εργασιακά, μείζον θέμα για τους μισθωτούς είναι και η προγραμματισμένη μείωση του αφορολογήτου από την 1/1/2020. Ο πρωθυπουργός ρωτήθηκε στη Θεσσαλονίκη και απάντησε ότι η πρόθεσή του είναι να μην προχωρήσει αυτή η μείωση. Αν αυτό συμβεί, τότε δεν θα προχωρήσουν και τα φορολογικά αντίμετρα που ενδιαφέρουν τους μισθωτούς. Αυτά είναι η μείωση του κατώτατου συντελεστή από το 22% στο 20% αλλά και η κατάργηση εισφοράς αλληλεγγύης για τους έχοντες εισοδήματα έως και 30.000 ευρώ τον χρόνο (από 12.000 ευρώ που είναι σήμερα). Έτσι:
* Αν προχωρήσει η μείωση του αφορολογήτου, χάνουν όλοι οι εργαζόμενοι, αλλά κυρίως οι χαμηλόμισθοι που θα χάσουν έναν ολόκληρο μισθό (σ.σ.: η μείωση του αφορολογήτου συνεπάγεται ετήσιες απώλειες 650 ευρώ), ενώ μετριάζονται οι απώλειες για τα μεσαία και υψηλά εισοδήματα.
* Αν δεν προχωρήσει η μείωση του αφορολογήτου, όπως θέλει η ελληνική κυβέρνηση, η φορολογία των μισθωτών θα παραμείνει στα ίδια επίπεδα και για φέτος.
Συνταξιούχοι: Το μέλλον των συνταξιούχων εξαρτάται από την πορεία των διαπραγματεύσεων για την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς. Αν το μέτρο προχωρήσει θα έχουμε περίπου 1,3 εκατομμύρια χαμένους οι οποίοι θα απολέσουν έως και το 18% του εισοδήματός τους και περίπου 150.000 κερδισμένους που θα πάρουν αύξηση στη σύνταξή τους, η οποία όμως θα δίδεται σταδιακά μέσα σε μια πενταετία. Διατήρηση της προσωπικής διαφοράς σημαίνει ότι οι συντάξεις θα παραμείνουν στα σημερινά επίπεδα και θα παραμείνουν σε αυτά για πολλά χρόνια καθώς οι συνταξιούχοι δεν θα δικαιούνται αύξησης μέχρι η προσωπική διαφορά να «εξαφανιστεί» από τον πληθωρισμό. Οι όποιες μεταβολές των συντάξεων, ώστε να μη μειώνονται σε πραγματικούς όρους από τον πληθωρισμό, θα ξεκινήσουν μετά το 2022. Ούτως ή άλλως θα προχωρήσει η νέα περικοπή του ΕΚΑΣ από την 1/1/2019. Για τα φορολογικά των συνταξιούχων ισχύει ό,τι και γι' αυτά των μισθωτών. Δηλαδή η καθαρή τους αμοιβή εξαρτάται από το τι θα γίνει με το αφορολόγητο και τους συντελεστές φορολόγησης, συζήτηση όμως η οποία αφορά το 2020.
Ελεύθεροι επαγγελματίες-αυτοαπασχολούμενοι: Η απόφαση για μείωση του συντελεστή υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών της κύριας σύνταξης από το 20% στο 13,33% και του συνολικού συντελεστή από το 26,95% (μαζί με τις εισφορές υγείας) στο 20,28% ουσιαστικά εκμηδενίζει όλη την επιβάρυνση που προκάλεσε (ή θα προκαλούσε από την 1/1/2019) στους αυτοαπασχολούμενους η αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού των εισφορών ώστε στα καθαρά κέρδη να ενσωματώνονται και οι ασφαλιστικές εισφορές του προηγούμενου έτους. Κερδισμένοι θα βγουν όλοι οι αυτοαπασχολούμενοι με ετήσια καθαρά κέρδη άνω των 7.000 ευρώ τον χρόνο, ενώ το όφελος θα είναι μεγαλύτερο για όσους έχουν υποχρέωση υπαγωγής και στην ασφάλιση για επικούρηση και εφάπαξ.
Βέβαια, οι αυτοαπασχολούμενοι θα συμβιβαστούν με την ιδέα ότι θα υπάρξει προσαρμογή προς τα κάτω και της κύριας σύνταξης (η οποία προκύπτει με βάση τις ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλονται) αλλά και της επικουρικής η οποία θα προσαρμοστεί ανάλογα -όπως και το εφάπαξ- καθώς στο εξής το ποσό θα προκύπτει με βάση την εισφορά των 64,5 ευρώ συνολικά. Ένας αυτοαπασχολούμενος με κέρδη της τάξεως των 20.000 ευρώ, ο οποίος το 2017 πλήρωσε 5.390 ευρώ σε ασφαλιστικές εισφορές, βρέθηκε να πληρώνει 5.816 ευρώ το 2018 λόγω της αλλαγής στον τρόπο υπολογισμού και θα πλήρωνε 6.957 ευρώ το 2019 αν δεν γινόταν η μείωση του συντελεστή. Με το νέο έτος, οι ετήσιες ασφαλιστικές εισφορές θα πέσουν στα 5.236 ευρώ.
Νέοι κάτω των 25 ετών: Από τη στιγμή που θα προχωρήσει η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού, θα υπάρξει σημαντική αύξηση για τους μερικώς απασχολούμενους αλλά και για όσους εργάζονται με 8ωρο και δεν έχουν συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας τους. Με δεδομένο τον κίνδυνο να υπάρξουν απολύσεις ή μειώσεις των ωρών εργασίας, η κυβέρνηση εξήγγειλε και την επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών (σε ποσοστό 50% για το 2019 και 100% για το 2020) ώστε να μην υπάρξει μεγάλη επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις που απασχολούν 20άρηδες. Κατάργηση του υποκατώτατου μισθού και μια θεωρητική αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 4% σημαίνει αύξηση του μισθού του 25άρη στα 609 ευρώ μικτά, ή στα 511 ευρώ καθαρά από 430 ευρώ που είναι σήμερα. Το κόστος για τον εργοδότη θα αυξηθεί κατά 1.715 ευρώ ετησίως, ενώ με την επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 50% για τον πρώτο χρόνο εφαρμογής του μέτρου θα υπάρξει επιδότηση 1.065 ευρώ. Το πραγματικό κόστος για τον εργοδότη θα ανέλθει περίπου στα 700 ευρώ και μένει να φανεί αν θα επωμιστεί ο εργοδότης ή όχι.
Ιδιοκτήτες ακινήτων: Τα 6,4 εκατομμύρια των ιδιοκτητών θα περιμένουν να δουν την τελική «συνταγή» του νέου φόρου κατοχής ακινήτων. Ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ έβαλε πολλά θέματα στο τραπέζι: και την αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού του φόρου και τη μείωση της επιβάρυνσης, ενώ ούτως ή άλλως υπάρχει και η εκκρεμότητα με την αλλαγή στις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων μέσα στη διετία 2019-2020. Ο πρωθυπουργός υποστήριξε στη συνέντευξη Τύπου ότι θέλει σταδιακά σε δύο χρόνια να κατεβάσει την εισπρακτική απόδοση του ΕΝΦΙΑ στο 1,8 δισ. ευρώ, ενώ μένει να φανεί στην πράξη αν θα υπάρξουν επιβαρύνσεις για τη μεγάλη ιδιοκτησία.