Μήνυμα ότι η Ελλάδα θα κινηθεί εντός των συμφωνηθέντων με τους θεσμούς πλαισίων κατά τη μεταμνημονιακή περίοδο επέλεξε να στείλει ο πρωθυπουργός από το βήμα της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Μήνυμα ότι η Ελλάδα θα κινηθεί εντός των συμφωνηθέντων με τους θεσμούς πλαισίων κατά τη μεταμνημονιακή περίοδο επέλεξε να στείλει ο πρωθυπουργός από το βήμα της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης.
Και στα τρία φλέγοντα θέματα -την αναστολή της περικοπής των συντάξεων, την αύξηση του κατώτατου μισθού και την τήρηση των δημοσιονομικών προβλέψεων- ξεκαθάρισε ότι το ζητούμενο για την ελληνική πλευρά είναι οι όποιες αλλαγές να προχωρήσουν κατόπιν διαβουλεύσεων με τους εκπροσώπους των θεσμών, αλλά και εντός του δημοσιονομικού πλαισίου που ορίζει η συμφωνία για παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ.
Στα μέσα Οκτώβρη
Αναπάντητο έμεινε το ερώτημα σχετικά με το ποια θα είναι η στάση της κυβέρνησης σε περίπτωση που δεν γίνει αποδεκτό το αίτημα για αναστολή ή κατάργηση του μέτρου περικοπής των συντάξεων, ωστόσο αποσαφηνίστηκε ότι το τοπίο θα έχει ξεκαθαρίσει μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου οπότε και θα πρέπει να κατατεθεί το προσχέδιο του ελληνικού προϋπολογισμού στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Σε δημοσιονομικούς όρους, οι 11 εξαγγελίες του πρωθυπουργού για μειώσεις φόρων, ασφαλιστικών εισφορών, καταβολή επιδομάτων, επιστροφή αναδρομικών και προσλήψεων στο Δημόσιο κινήθηκαν στο πλαίσιο των προβλέψεων του μεσοπρόθεσμου σχεδίου δημοσιονομικής στρατηγικής.
Ουσιαστικά, ο Αλέξης Τσίπρας «μοίρασε» το προβλεπόμενο υπερπλεόνασμα κατά την εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2018 -από τα όσα ακούστηκαν η ελληνική πλευρά ανεβάζει τον πήχη πάνω από το ένα δισεκατομμύριο ευρώ- αλλά και τα υπερπλεονάσματα που προβλέπει το μεσοπρόθεσμο για την περίοδο 2019-2022, «κατ’ ελάχιστο 3,5 δισεκατομμύρια ευρώ», σύμφωνα με τα όσα ανέφερε.
Η σκυτάλη στο ΥΠΟΙΚ
Πλέον, η σκυτάλη περνάει στο οικονομικό επιτελείο, το οποίο από σήμερα και μέχρι την Παρασκευή θα πρέπει να πείσει τους εκπροσώπους των θεσμών:
1. Για το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2018
2. Για την υπεραπόδοση κατά την εκτέλεση του προϋπολογισμού της επόμενης χρονιάς. Για να χρηματοδοτηθούν τα μέτρα που ακούστηκαν από τον πρωθυπουργό θα πρέπει να υπάρξει συμφωνία ότι το πρωτογενές πλεόνασμα και του 2019 θα ξεπεράσει το 4% του ΑΕΠ.
3. Για το γεγονός ότι ο προϋπολογισμός του 2019 μπορεί να εμφανίσει το επιθυμητό πρωτογενές πλεόνασμα χωρίς να προχωρήσει η περικοπή των συντάξεων. Γι’ αυτό το επιχείρημα, η ελληνική πλευρά είναι πολύ πιθανόν να «θυσιάσει» και τα αντίμετρα (τουλάχιστον αυτά που δεν ακούστηκαν από τον πρωθυπουργό), καθώς διαφορετικά δεν μπορεί να καλυφθεί η «τρύπα» των τουλάχιστον δύο δισ. ευρώ που αφήνει η διατήρηση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις ακόμη και αν ληφθεί υπ’ όψιν η επίπτωση στα φορολογικά έσοδα.
Η φράση του πρωθυπουργού «δεν ανακοίνωσα και τον σοσιαλισμό» και η απάντησή του ότι οι ανακοινώσεις του δεν αποτελούν παροχολογία εντάσσονται ακριβώς στην προσπάθεια να μη σταλεί το λάθος μήνυμα εν όψει των 5νθήμερων διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς, αλλά φυσικά και του σημερινού ανοίγματος των αγορών.
Πώς δικαιολογείται δημοσιονομικά το πακέτο
Το πακέτο των μέτρων κατανέμεται ανά έτος και δικαιολογείται δημοσιονομικά ως εξής:
2018
Ο δημοσιονομικός χώρος εξαντλείται ουσιαστικά με την επιστροφή των αναδρομικών σε ένστολους, δικαστικούς και πανεπιστημιακούς, διαδικασία η οποία, σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, θα κοστίσει ένα δισ. ευρώ. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο πρωθυπουργός δεν μίλησε ανοικτά για «έκτακτο μέρισμα» φέτος, αλλά επιφυλάχθηκε μέχρι να υπάρχει καλύτερη εικόνα για την πορεία εκτέλεσης του φετινού προϋπολογισμού (σ.σ.: στις 14 Σεπτεμβρίου, ημέρα αποχώρησης των θεσμών, ανακοινώνεται η πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού για το 8μηνο). Είναι πλέον προφανές ότι η κυβέρνηση θα παρουσιάσει στους θεσμούς στοιχεία ότι και φέτος το πρωτογενές πλεόνασμα θα προσεγγίσει το 4% του ΑΕΠ.
2019
Για το επόμενο έτος, ο πρωθυπουργός πρακτικά εξάντλησε τον δημοσιονομικό χώρο που προβλέπει το μεσοπρόθεσμο, ήτοι περίπου 850 εκατ. ευρώ. Ο ίδιος ξεκαθάρισε ότι θα προχωρήσει στη νομοθέτηση των ακόλουθων μέτρων:
* Της αλλαγής στον τρόπο υπολογισμού του ΕΝΦΙΑ με τις ελαφρύνσεις μεσοσταθμικά κατά 30% (και κατά μέγιστο κατά 50%) για 1,2 εκατομμύριο μικροϊδιοκτήτες ακινήτων. Σύμφωνα με τον κ. Τσίπρα, το δημοσιονομικό κόστος των προωθούμενων αλλαγών θα ανέλθει περίπου στα 850 εκατ. ευρώ, γι’ αυτό και θα «σπάσει» σε δύο χρήσεις: του 2019 και του 2020. Σε αυτή τη διετία, εκτός από την αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού με το συγκεκριμένο δημοσιονομικό κόστος, θα πρέπει να προχωρήσει και η διαδικασία εξίσωσης των εμπορικών αξιών με τις αντικειμενικές επίσης σε δύο ετήσιες δόσεις.
* Της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλλουν οι αυτοαπασχολούμενοι για την κύρια σύνταξη από το 20% που είναι σήμερα στο 13,33%. Το μέτρο θα ισχύσει μόνο για όσους πληρώνουν περισσότερο από το ελάχιστο ποσό των 168 ευρώ.
* Της μείωσης των εισφορών για εφάπαξ και επικούρηση των αυτοαπασχολουμένων στα 64,5 ευρώ. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 11% του κατώτατου μισθού. Το πιθανότερο είναι ότι το μέτρο θα ισχύσει αναδρομικά από την 1η/1/2017 ώστε να λυθεί και το θέμα των αναδρομικών που εκκρεμούν για περίπου 150.000 ασφαλισμένους, καθώς δεν έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές για επικούρηση και εφάπαξ από την 1η/1/2017.
* Τη μείωση του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων από το 29% στο 28%.
* Την επιδότηση ενοικίου με ποσά από 70 έως 210 ευρώ για 300.000 οικογένειες. Το μέτρο έχει ήδη ψηφιστεί με στόχο να αφορά 500.000 οικογένειες. Είναι όμως ένα από τα αντίμετρα που προγραμματιζόταν να δοθεί ως «αντάλλαγμα» για την περικοπή των συντάξεων. Προφανώς θα αλλάξουν τα εισοδηματικά κριτήρια για να περιοριστεί το δημοσιονομικό κόστος.
* Της πρώτης δόσης του προγράμματος επιδότησης ασφαλιστικών εισφορών για τις προσλήψεις νέων κάτω των 25 ετών σε ποσοστό έως 50%. Το μέτρο θεωρείται ότι θα αποτελέσει το «αντάλλαγμα» προς τις επιχειρήσεις για την αύξηση του υποκατώτατου μισθού από τα 511 ευρώ στα επίπεδα του νέου κατώτατου μισθού ώστε να μην υπάρξει πογκρόμ απολύσεων εις βάρος των νέων.
2020
Είναι το τρίτο συνεχόμενο έτος κατά το οποίο η κυβέρνηση προβλέπει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα ξεπεράσει το 4%. Είναι επίσης το έτος κατά το οποίο πρέπει να προχωρήσει η μείωση της έκπτωσης φόρου από τα 1.900 στα 1.250 ευρώ. Και γι’ αυτό ερωτήθηκε ο πρωθυπουργός τονίζοντας ότι η πρόθεση της κυβέρνησης είναι να μην υπάρξει αυτή η μείωση (έστω και αν θυσιαστεί και για το συγκεκριμένο έτος το πακέτο των αντίμετρων). Το 2020 περιλαμβάνει τις «δόσεις» των μέτρων που θα ξεκινήσουν να εφαρμόζονται από το 2019. Δηλαδή, τη μείωση του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων από το 28% στο 27%, την αύξηση του συντελεστή επιδότησης των ασφαλιστικών εισφορών των νέων από το 50% στο 100% και τη δεύτερη δόση της μείωσης του ΕΝΦΙΑ με κόστος επίσης κοντά στα 400 εκατ. ευρώ για τον προϋπολογισμό.
2021-2022
Για το 2021 έχουμε την 3η δόση της μείωσης του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων και φυσικά την εξαγγελία για τη μείωση του ΦΠΑ από το 24% στο 22% και από το 13% στο 12%. Για το 2022 μένει η τελευταία δόση της μείωσης του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων. Για το 2022, το μεσοπρόθεσμο προβλέπει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα φτάσει στο 5,12% και ο συνολικός διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος στα 3,5 δισ. ευρώ.