Πολιτικές και δράσεις που θα εστιάζουν στις ανάγκες της μικρής και πολύ μικρής επιχείρησης ζητούν να αναπτυχθούν στη «μεταμνημονιακή» εποχή οι επαγγελματοβιοτέχνες και έμποροι της χώρας, μέλη της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας, τονίζοντας ότι φόροι και προηγούμενα βάρη συνεχίζουν να ταλανίζουν τις επιχειρήσεις.
Από την έντυπη έκδοση
Του Φάνη Ζώη
[email protected]
Πολιτικές και δράσεις που θα εστιάζουν στις ανάγκες της μικρής και πολύ μικρής επιχείρησης ζητούν να αναπτυχθούν στη «μεταμνημονιακή» εποχή οι επαγγελματοβιοτέχνες και έμποροι της χώρας, μέλη της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας, τονίζοντας ότι φόροι και προηγούμενα βάρη συνεχίζουν να ταλανίζουν τις επιχειρήσεις.
Αυτό αποτυπώνεται στην εξαμηνιαία έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ, στην οποία καταγράφεται σαφέστατη βελτίωση των θετικών προβλέψεων των επιχειρήσεων, αλλά υπογραμμίστηκε ότι οι μικρομεσαίοι θεωρούν ως σημαντικότερο μέτρο την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας. Θετικά βλέπουν επίσης την αύξηση του κατώτατου μισθού οι επιχειρήσεις, με την προϋπόθεση ωστόσο να συνοδεύεται με άλλα συμπληρωματικά μέτρα, όπως τη μείωση της φορολόγησης. «Η αύξηση του κατώτατου μισθού, για να μην είναι επικοινωνιακού χαρακτήρα και για να έχει όφελος η πραγματική οικονομία, πρέπει να συνοδεύεται από συγκεκριμένα μέτρα» επισημαίνει ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ Γιώργος Καββαθάς.
Σύμφωνα με τον κ. Καββαθά, «προϋποθέσεις για την αύξηση του κατώτατου μισθού είναι η αύξηση αφορολόγητου για τους μισθωτούς, η μείωση του ΦΠΑ στα είδη διατροφής και στα επισιτιστικά επαγγέλματα και να λάβει μέτρα η κυβέρνηση για το μη μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων».
Όπως τονίζεται στην έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, η έξοδος της χώρας μας από τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής αποτελεί αναμφίβολα μια θετική εξέλιξη. Ωστόσο, η έξοδος αυτή βρίσκει την οικονομία μας κατά 25% συρρικνωμένη σε σχέση με την έναρξη της κρίσης, με διπλάσια ανεργία σε σχέση με το 2010 και με σημαντικά διαρθρωτικά προβλήματα.
Αυτά τα διαρθρωτικά προβλήματα φαίνονται και από τα ευρήματα της έρευνας, τονίζεται. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι:
Α) Οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις έχουν πλέον προσαρμόσει τη δραστηριότητά τους μέσα σε ένα περιοριστικό οικονομικό περιβάλλον και αυτό σε έναν βαθμό εξηγεί και την αργή τους επανάκαμψη.
Β) Έχει παγιωθεί ένας νέος οικονομικός δυϊσμός στην πραγματική οικονομία, με αποτέλεσμα να προκαλούνται έντονες ανταγωνιστικές πιέσεις προς τις μικρές επιχειρήσεις.
Αυτή η διαδικασία μετασχηματισμού έκανε αισθητή την παρουσία της το καλοκαίρι του 2015, με αποτέλεσμα οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες επιβίωσαν στην πρώτη φάση της ύφεσης (2010-2014), να δυσκολεύονται να επανακάμψουν.
Παράλληλα, έχει αναπτυχθεί μια δεύτερη εκδοχή δυϊσμού, μεταξύ επιχειρήσεων που γεννήθηκαν μέσα στην κρίση και προσάρμοσαν τα οικονομικά τους στοιχεία σε μια δύσκολη συγκυρία διατηρώντας χαμηλές προσδοκίες για το μέλλον, και εκείνων των επιχειρήσεων που προηγήθηκαν της κρίσης, οι οποίες συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα.
«Στην έρευνα οικονομικού κλίματος Ιουλίου 2018 καταγράφεται σαφέστατη βελτίωση των θετικών προβλέψεων, η οποία όμως αντισταθμίζεται σε ένα βαθμό από υφιστάμενες διαρθρωτικές αδυναμίες» σημειώνεται.
Έτσι, παράλληλα με την ύπαρξη ενός αριθμού επιχειρήσεων που ανταποκρίνεται και συμβαδίζει με την αναπτυξιακή δυναμική, παραμένει ασθενικό ένα σημαντικό ποσοστό επιχειρήσεων (περίπου 50%) που φαίνεται να διέπεται από τα χαρακτηριστικά της «επιχειρηματικότητας ανάγκης», αλλά συνεισφέρει σημαντικά στην απασχόληση και στην κοινωνική συνοχή.