Τους κινδύνους που απειλούν τη ναυτιλιακή βιομηχανία αλλά και τον βαθμό διαχείρισής τους καταγράφει η ετήσια Έρευνα Ναυτιλιακών Κινδύνων (Shipping Risk Survey) της Moore Stephens, τα αποτελέσματα της οποίας δόθηκαν πρόσφατα στη δημοσιότητα.
Από την έντυπη έκδοση
Tου Λάμπρου Καραγεώργου
[email protected]
Τους κινδύνους που απειλούν τη ναυτιλιακή βιομηχανία αλλά και τον βαθμό διαχείρισής τους καταγράφει η ετήσια Έρευνα Ναυτιλιακών Κινδύνων (Shipping Risk Survey) της Moore Stephens, τα αποτελέσματα της οποίας δόθηκαν πρόσφατα στη δημοσιότητα.
Οι τάσεις στη ζήτηση πλοίων αναφέρθηκε από το 17% των ερωτηθέντων (έναντι 16% στην προηγούμενη έρευνα) ως ο παράγοντας που ενδέχεται να αποτελεί τον υψηλότερο κίνδυνο για την εταιρεία τους, ενώ ακολουθούν το κόστος και η διαθεσιμότητα χρηματοδότησης (από 13% αυξήθηκε στο 16%), ο ανταγωνισμός, (μειώθηκε από το 14% σε 13%). Στην τέταρτη θέση κατατάχθηκαν οι λειτουργικές δαπάνες με 9% σε σύγκριση με το 10% πέρυσι.
Επίσης άλλοι κίνδυνοι είναι το κόστος των καυσίμων (7% από 4% ένα χρόνο πριν), οι γεωπολιτικές εξελίξεις (6% από 4% πέρυσι), ενώ ο κίνδυνος της προσφοράς πληρώματος μειώθηκε από 6% σε 3%.
Οι ερωτηθέντες στην έρευνα θεώρησαν ότι το επίπεδο κινδύνου που δημιουργούν οι περισσότεροι από τους παράγοντες που επηρέασαν την επιχείρησή τους θα παρέμενε σταθερός τους επόμενους 12 μήνες. Τέτοιοι παράγοντες είναι μεταξύ άλλων οι παραβιάσεις στον τομέα της υγείας και της ασφάλειας, οι αλλαγές στη φορολογική νομοθεσία και στα λογιστικά πρότυπα, ο ανταγωνισμός, το κόστος και διαθεσιμότητα χρηματοδότησης, κ.λπ.
Αντιθέτως ενδεχόμενο αύξησης του κινδύνου καταγράφεται σε παράγοντες όπως οι τάσεις της ζήτησης, οι εκπομπές των καυσίμων, το κόστος των καυσίμων και οι γεωπολιτικές εξελίξεις.
Ενδιαφέρον είναι επίσης το στοιχείο ότι, συνολικά, το 73% των ερωτηθέντων (σε σύγκριση με 69% στην προηγούμενη έρευνα) θεώρησε ότι τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη των επιχειρήσεων τους είχαν υψηλό βαθμό συμμετοχής στη διαχείριση επιχειρηματικών κινδύνων. Επίσης το 16% δήλωσε ότι η συμμετοχή της ανώτερης διοίκησης περιοριζόταν στην εκδήλωση κατά περιόδους ενός ενδιαφέροντος κατά πόσο οι πολιτικές διαχείρισης των κινδύνων υλοποιήθηκαν, ενώ το 10% δήλωσε ότι η ανώτατη διοίκηση είχε περιορισμένη συμμετοχή στη διαχείριση των κινδύνων.
Να σημειωθεί ωστόσο ότι οι ερωτηθέντες στην έρευνα αξιολόγησαν τον βαθμό στον οποίο το risk management συμβάλλει στην επιτυχία της ναυτιλιακής επιχείρησης με μέσο όρο 5,9 με άριστα το 10, έναντι του 6,8 στην έρευνα του 2017.
Ο Michael Simms, εταίρος της Moore Stephens σημειώνει ότι η ναυτιλία είναι μια βιομηχανία υψηλού κινδύνου όπου η έλλειψη προσοχής στη αναγνώριση και σωστή διαχείριση του κινδύνου μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες. Δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθεί ο κίνδυνος από τη ναυτιλία. Είναι όμως δυνατό να μειωθούν τα επίπεδα κινδύνου εντοπίζοντας δυνητικούς κινδύνους και στη συνέχεια να τεθούν σε εφαρμογή μέτρα για την εξάλειψή τους ή τη μείωση τους, πρόσθεσε.
Η έρευνα αποκαλύπτει ότι η ναυτιλία ανταποκρίνεται σε μεγάλο βαθμό στις υπάρχουσες και νέες προκλήσεις που σχετίζονται με τη διαχείριση του κινδύνου (risk management), αλλά υπάρχουν και πλευρές που χρήζουν προσοχής. Το απογοητευτικό νέο είναι ότι οι ερωτηθέντες στην έρευνα μας ήταν πολύ λιγότερο ικανοποιημένοι από ό,τι ήταν πριν 12 μήνες αναφορικά με το πόσο η σωστή διαχείριση του επιχειρηματικού κινδύνου συνέβαλε στην εμπορική επιτυχία της εταιρείας, σημείωσε ο εκπρόσωπος της Moore Stephens.
Από την άλλη πλευρά, είναι θετικό ότι οι ανώτεροι διευθυντές είχαν υψηλό βαθμό συμμετοχής στη διαχείριση κινδύνων, σύμφωνα με το 73% των ερωτηθέντων. Επιπλέον σημειώθηκε μικρή αύξηση του αριθμού των ερωτηθέντων, οι οποίοι σημείωσαν ότι η διαχείριση του κινδύνου έγινε με τη χρήση κατάλληλων εγγράφων, αλλά καταγράφηκε μία πτώση κατά 10% στη χρήση λογισμικού τρίτων κατασκευαστών για την αντιμετώπιση του κινδύνου.
Τέλος ο κ. Simms υπογράμμισε ότι τα ευρήματα της έρευνας δείχνουν ότι η ναυτιλία εξακολουθεί να έχει περιθώρια για να βελτιώσει σημαντικά το προφίλ της διαχείρισης κινδύνων.