Παρά τις προειδοποιήσεις διεθνών οργανισμών, ειδικών, ακόμη και των δικών τους μεγάλων επιχειρήσεων, οι ΗΠΑ επιμένουν στη γραμμή της μέγιστης δυνατής πίεσης απέναντι στην Κίνα στο μέτωπο του εμπορίου. Η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ αποφεύγει προς το παρόν να υπολογίσει τον αντίκτυπο στην αμερικανική οικονομία. Το μόνο που την ενδιαφέρει είναι να αναγκάσει την Κίνα να υποχωρήσει πρώτη και πιστεύει πως μπορεί να το πετύχει. Ποντάρει ότι τα όπλα του αντιπάλου της, θα του γυρίσουν μπούμερανγκ.
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Παρά τις προειδοποιήσεις διεθνών οργανισμών, ειδικών, ακόμη και των δικών τους μεγάλων επιχειρήσεων, οι ΗΠΑ επιμένουν στη γραμμή της μέγιστης δυνατής πίεσης απέναντι στην Κίνα στο μέτωπο του εμπορίου. Η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ αποφεύγει προς το παρόν να υπολογίσει τον αντίκτυπο στην αμερικανική οικονομία σε όρους απώλειας θέσεων εργασίας και αυξημένου κόστους για τους καταναλωτές, καθώς αρκετές επιχειρήσεις μετακυλύουν το κόστος των αντιποίνων και άλλες μεταφέρουν στο εξωτερικό μέρος της παραγωγής. Το μόνο που την ενδιαφέρει είναι να αναγκάσει την Κίνα να υποχωρήσει πρώτη και πιστεύει πως μπορεί να το πετύχει.
Η Ουάσιγκτον δεν ποντάρει τόσα στα δικά της όπλα όσο στο να στρέψει εκείνα του αντιπάλου της εναντίον του. Μπορούν τα δυνατά χαρτιά της Κίνας να γυρίσουν μπούμερανγκ; Το μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα είναι σίγουρα μειονέκτημα και όχι πλεονέκτημα στον εμπορικό πόλεμο. Όχι μόνο σε επίπεδο επιχειρημάτων- που κάνουν την αμερικανική πλευρά να ακούγεται πιο πειστική στις διαμαρτυρίες της διεθνώς- αλλά και σε πρακτικό επίπεδο.
Η Κίνα εισήγαγε αμερικανικά προϊόντα ύψους 129,9 δισ. δολαρίων το 2017, ενώ εξήγαγε δικά της προϊόντα ύψους 505 δισ. δολαρίων στην αμερικανική αγορά το 2017. Μέχρι στιγμής κάθε πλευρά έχει επιβάλλει πρόσθετους δασμούς σε προϊόντα αξίας 50 δισ. δολαρίων. Οι ΗΠΑ, όπως όλα δείχνουν, μέσα στον μήνα θα ενεργοποιήσουν δασμούς σε κινεζικά προϊόντα αξίας 200 δισ. δολαρίων. Το Πεκίνο δηλώνει ότι θα απαντήσει αναλόγως. Αλλά το πρόβλημα είναι ότι τα αμερικανικά προϊόντα που εισάγει.. δεν φτάνουν για ίση απάντηση.
Μάλιστα εάν ο Τραμπ κάνει πραγματικότητα την απειλή να αυξήσει τους δασμούς στο σύνολο των κινεζικών εισαγωγών, η διαφορά στη ζυγαριά μέτρων και αντιποίνων θα μεγαλώσει επικίνδυνα.
Το βασικό όπλο της Κίνας αυτή τη στιγμή είναι το γιουάν. Αφήνοντας το νόμισμά της να υποτιμηθεί διατηρεί την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων της στη διεθνή αγορά, την ώρα που το ισχυρό δολάριο θέτει σαφώς εμπόδια στους Αμερικανούς εξαγωγείς. Και εδώ, όμως, υπάρχει μία παγίδα προειδοποιούν οι ειδικοί.
Το γιουάν έχει ήδη υποτιμηθεί 8% από το Μάιο έναντι του αμερικανικού δολαρίου. Εάν το Πεκίνο επιτρέψει την περαιτέρω μεγάλη υποχώρησή του θα μπορούσε να πυροδοτήσει μαζική φυγή κεφαλαίων από την Κίνα- όπως συμβαίνει ήδη στις άλλες αναδυόμενες αγορές. Το κινεζικό χρηματιστήριο ήδη αιμορραγεί, με απώλειες της τάξης του 18% από τις αρχές του έτους, αλλά τα κεφάλαια θα μπορούσαν να εγκαταλείψουν και τις αγορές ομολόγων ή ακινήτων.
Οι μνήμες από το 2015 είναι έντονες. Τότε το γιουάν είχε κάνει βουτιά 4% σε δύο 24 ωρα. Ο πανικός και οι επακόλουθες εκροές κεφαλαίων ήταν τέτοιες που το Πεκίνο αναγκάστηκε να «κάψει» σχεδόν 1 τρισ. δολάρια από τα αποθέματα ξένου συναλλάγματος για να στηρίξει το νόμισμά του.
Στα πιθανά όπλα παραμένουν βεβαίως και τα αμερικανικά ομόλογα, που έχει στην κατοχή η Κίνα. Ο δράκος είναι ο μεγαλύτερος πιστωτής των ΗΠΑ και θα μπορούσε να ανάψει μεγάλες φωτιές στην Ουάσιγκτον στην περίπτωση που γυρίσει την πλάτη στο χρέος της. Η κυβέρνηση Τραμπ φαίνεται πεπεισμένη ότι αυτό είναι ένα όπλο, που θα μείνει ανενεργό. Συμβάλλει σε αυτό η διεθνής αναταραχή στις αγορές. Αν η Κίνα σταματήσει ή μειώσει τις επενδύσεις σε αμερικανικά ομόλογα, θα πρέπει να στραφεί αλλού. Λίγες επιλογές της χαρίζουν τον συνδυασμό ασφάλειας και απόδοσης, που προσφέρει το χρέος του αντιπάλου της.
naftemporiki.gr