Έχει γίνει γνωστό εδώ και καιρό ότι το QE βαίνει προς οριστικό τερματισμό έως τον Δεκέμβριο, ύστερα από τέσσερα χρόνια διαρκών τονωτικών ενέσεων στην οικονομία της Ευρωζώνης. Και το ερώτημα τώρα είναι, πότε θα γίνει το επόμενο βήμα. Μπορεί η Ευρωζώνη να αντέξει μία αύξηση των επιτοκίων; Ποιους κινδύνους γεννούν τα μηδενικά επιτόκια και ποιους φόβους πυροδοτεί μία πρόωρη αύξηση;
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Στα χαμηλότερα επίπεδα από την έναρξη του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης υποχώρησαν τον Αύγουστο οι αγορές ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Έχει γίνει γνωστό εδώ και καιρό ότι το QE βαίνει προς οριστικό τερματισμό έως τον Δεκέμβριο, ύστερα από τέσσερα χρόνια διαρκών τονωτικών ενέσεων στην οικονομία της Ευρωζώνης. Και το ερώτημα τώρα είναι, πότε θα γίνει το επόμενο βήμα.
Σε αυτό καλούνται να απαντήσουν κεντρικοί τραπεζίτες και υπουργοί Οικονομικών της νομισματικής ένωσης, που θα συναντηθούν στη Βιέννη, προκειμένου να εξετάσουν εάν και πότε η νομισματική ένωση μπορεί να αντέξει μία αύξηση των επιτοκίων.
Οδεύοντας προς το τέλος του QE
Σύμφωνα με τα στοιχεία, που δόθηκαν στη δημοσιότητα, τον περασμένο μήνα η ΕΚΤ διέθσε μόλις 24,8 δισ. ευρώ για την εαγορά χρέους. Εταιρικά ομόλογα και καλυμένες ομολογίες αντιστοιχούν μόλις στο 9% του συνόλου, όταν το προηγούμενο επτάμηνο το μερίδιό τους ήταν μεταξύ 16% και 30%. Συγκεκριμένα οι αγορές εταιρικού χρέους δεν ξεπέρασαν το 1,5 δισ. ευρώ, ενώ οι τοποθετήσεις σε συνδεόμενα με ενεργητικό χρεόγραφα συρρικνώθηκαν κατά μισό δισ. ευρώ.
Όπως αναφέρει το Reuters τα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι η ΕΚΤ διέθεσε κατά 6% περισσότερα για την αγορά ισπανικού χρέους και κατά μόλις 1% περισσότερο για την αγορά γερμανικών ομολόγων (σε σχέση με το μέγεθος και το μερίδιο συμμετοχής των δύο οικονομιών στο πρόγραμμα) ενώ ελαφρώς «ριγμένες» ήταν η Γαλλία και η Ιταλία- οι οποίες ωστόσο έχουν ευνοηθεί αρκετές φορές στο διάστημα του προγράμματος, που άρχισε το Μάρτιο του 2015 και στο οποίο η Ελλάδα δεν εντάχθηκε τελικά ποτέ.
Τα ερωτήματα πριν το επόμενο βήμα
Για την ανάγκη να δοθεί τέλος στο QE δεν υπάρχουν ενστάσεις. Τα πράγματα είναι, ωστόσο, πολύ πιο περίπλοκα στο θέμα των επιτοκίων. Για να συμφωνήσουν τα μέλη του Δ.Σ. πότε θα πρέπει να έρθουν οι πρώτες αυξήσεις, πρέπει να απαντήσουν πρώτα σε μία σειρά ερωτημάτων.
Είναι αρκετά ανθεκτική η ανάκαμψη της Ευρωζώνης, ώστε να αποκρούσει τις όποιες αναταράξεις από την Τουρκία, τις αναδυόμενες αγορές ή τον αντίκτυπο των εμπορικών πολέμων; Είναι βιώσιμη ή συγκυριακή η άνοδος του πληθωρισμού στο στόχο; Και εάν υπάρχουν κίνδυνοι για την ανάκαμψη είναι αυτοί ισχυρότεροι από τον φόβο για μία φούσκα στις αγορές στέγης και ενεργητικού;
Ήδη σε αρκετές από τις μεγάλες οικονομίες του ευρώ χτυπούν καμπανάκια. Στη Γερμανία η πάντα αυστηρή Μπούντεσμπανκ και καθόλου υπέρμαχος της επιμονής στη χαλαρή πολιτική, υπολογίζει ότι ήδη οι τιμές των κατοικιών είναι υπερτιμημένες έως και 35% σε μεγάλες πόλεις της χώρας.
Η Γαλλία από την άλλη ανησυχεί πολύ περισσότερο για τον κίνδυνο φούσκας του εταιρικού χρέους. Και εκεί οι κινήσεις της επιτοκιακής πολιτικής είναι δίκοπο μαχαίρι. Αν τα επιτόκια παραμείνουν στο μηδέν για πολύ ακόμη, το εταιρικό χρέος θα φουσκώσει επικίνδυνα. Αν από την άλλη αυξηθούν απότομα, αρκετές επιχειρήσεις θα βρεθούν στο χείλος του γκρεμού.
Η Ιταλία, η Ισπανία και άλλες μικρότερες οικονομίες την ίδια ώρα φοβούνται ότι σε περίπτωση που η στροφή της ΕΚΤ έρθει πιο γρήγορα από ό,τι υπολογίζεται, θα είναι οι πρώτες που θα βρεθούν στο στόχαστρο των αγορών. Για την Ελλάδα που επιδιώκει τη λεγόμενη βιώσιμη είσοδο στις αγορές, οι κινήσεις της ΕΚΤ είναι ίσως πιο κρίσιμες από ό,τι για οποιαδήποτε άλλη χώρα της περιφέρειας.
Επισήμως υπάρχει απόφαση για διατήρηση των επιτοκίων στα σημερινά ιστορικά χαμηλά επίπεδα έως και το καλοκαίρι του 2019. Οι αποφάσεις όμως αλλάζουν- ειδικά εάν αλλάξουν απότομα οι συνθήκες στις διεθνείς αγορές. Η πρώτη αύξηση των επιτοκίων θα αποδειχθεί ίσως για την ΕΚΤ το πιο κρίσιμο τεστ από το ξέσπασμα της κρίσης χρέους.
naftemporiki.gr