Λειτουργική κερδοφορία με ανάπτυξη 15% θα παρουσιάσει για το σύνολο του τρέχοντος έτους η Wind, όπως εκτιμά ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλός της Νάσος Ζαρκαλής, επισημαίνοντας ότι η τηλεπικοινωνιακή εταιρεία κινείται σε θετική τροχιά από το 2016. Όπως υπογραμμίζει, αυτό είναι αποτέλεσμα των συστηματικών επενδύσεων που υλοποιεί, στα δίκτυα νέας γενιάς κινητής και σταθερής και στη νέα πρωτοποριακή της τηλεοπτική πλατφόρμα, συνολικού ύψους φέτος 100 εκατ. ευρώ.
Από τη έντυπη έκδοση
Συνέντευξη στην Τέτη Ηγουμενίδη
[email protected]
Λειτουργική κερδοφορία με ανάπτυξη 15% θα παρουσιάσει για το σύνολο του τρέχοντος έτους η Wind, όπως εκτιμά ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλός της Νάσος Ζαρκαλής, επισημαίνοντας ότι η τηλεπικοινωνιακή εταιρεία κινείται σε θετική τροχιά από το 2016. Όπως υπογραμμίζει, αυτό είναι αποτέλεσμα των συστηματικών επενδύσεων που υλοποιεί, στα δίκτυα νέας γενιάς κινητής και σταθερής και στη νέα πρωτοποριακή της τηλεοπτική πλατφόρμα, συνολικού ύψους φέτος 100 εκατ. ευρώ.
Ο κ. Ζαρκαλής, στη συνέντευξη που ακολουθεί, αναφέρεται στην πορεία της Wind και γενικότερα της αγοράς, εξηγεί γιατί δεν συμφωνεί με τις μελέτες που θέλουν την Ελλάδα να έχει ακριβές τιμές στις τηλεπικοινωνίες, ενώ αναλύει τη θέση της εταιρείας αναφορικά με τη διαδικασία για τη Forthnet.
Ποιες οι εκτιμήσεις σας για την πορεία της τηλεπικοινωνιακής αγοράς φέτος;
«Το 2017 ήταν ο πρώτος χρόνος με οριακή άνοδο του τζίρου, έπειτα από οχτώ χρόνια μείωσης, με ρυθμό λίγο κάτω από 1%. Εκτιμούμε ότι και φέτος η ανάπτυξη θα είναι μικρή, ασθενική θα έλεγα, περίπου 1%-1,5%».
Πού αποδίδετε αυτή την έστω ασθενική ανάπτυξη;
«Οι σημαντικότεροι παράγοντες είναι δύο: Αναφερόμαστε σε έναν κλάδο που αποτελεί το 2% του ΑΕΠ, άρα είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη γενικότερη πορεία της οικονομίας, η οποία εμφανίζει έστω και μικρά σημάδια ανόδου και αυτό επηρεάζει θετικά την αγορά μας. Ο δεύτερος είναι πιο βασικός. Σχετίζεται με την εκρηκτική αύξηση της κατανάλωσης δεδομένων από τα δίκτυα κινητής και σταθερής. Στην κινητή η χρήση διπλασιάζεται κάθε χρόνο και στη σταθερή έχει ξεκινήσει η διείσδυση των γραμμών με υψηλότερες ταχύτητες. Και θέλω εδώ να τονίσω πως χρόνο με τον χρόνο οι καταναλωτές καταβάλλουν όλο και λιγότερα χρήματα, ενώ χρησιμοποιούν όλο και περισσότερες τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες».
Η Ελλάδα, ωστόσο, συνεχίζει να συγκαταλέγεται στις χώρες με τις πιο ακριβές τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες.
«Η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική και το γνωρίζουν καλά οι καταναλωτές. Δυστυχώς, η μεθοδολογία που ακολουθείται στις συγκρίσεις αυτές δεν είναι ορθή. Είναι πρόχειρη και στηρίζεται σε ανύπαρκτα δεδομένα. Η Ελλάδα αναφέρεται ως η ακριβότερη αγορά στην κινητή τηλεφωνία, όταν η σύγκριση γίνεται στο πακέτο του 1GB με 300 λεπτά ομιλίας και κόστος στα 48 ευρώ. Σήμερα το συγκεκριμένο πακέτο είναι ακατάλληλο για ουσιαστική σύγκριση, δεδομένου ότι συγκεντρώνει ένα ασήμαντο ποσοστό της συνδρομητικής βάσης των οικιακών πελατών κινητής των εταιρειών, ίσως μικρότερο του 1% και οι εταιρείες διαθέτουν στην αγορά πολύ πιο ανταγωνιστικές και επωφελείς για τους καταναλωτές προσφορές, χωρίς να περιλαμβάνονται οι ειδικές εκπτώσεις που δίνονται, ανάλογα με τη χρήση. Σύμφωνα με την τελευταία μελέτη του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών οι τιμές στην κινητή τηλεφωνία στην Ελλάδα μειώνονται συνεχώς τα τελευταία χρόνια. Συγκεκριμένα από το 2010 έως το 2017 οι τιμές προ φόρων ανά λεπτό ομιλίας έχουν μειωθεί 48% και στα δεδομένα 80%. Ακόμη, ο πιο ενδεικτικός δείκτης για να συγκρίνουμε το κόστος είναι το μέσο έσοδο ανά συνδρομητή (ARPU). Στην Ελλάδα, λοιπόν, αυτό το ποσό ανέρχεται σε 14,9 ευρώ (10,7 ευρώ προ φόρων) για τον μέσο συνδρομητή και είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη, ενώ έχει μειωθεί κατά 40% τα τελευταία χρόνια».
Ποιες είναι οι εκτιμήσεις σας για την πορεία της Wind;
«Το 2018 είναι η τρίτη συνεχόμενη χρονιά ανάπτυξης, το πρώτο εξάμηνο του έτους έκλεισε εξαιρετικά, με άνοδο τζίρου περί το 4% και αύξηση EBITDA (κέρδη προ φόρων τόκων και αποσβέσεων) 21%. Εκτιμούμε ότι στο σύνολο του έτους η εταιρεία θα εμφανίσει άνοδο της λειτουργικής της κερδοφορίας 15%. Η θετική πορεία των μεγεθών μας ξεκίνησε το 2016 με αύξηση της λειτουργικής μας κερδοφορίας κατά 7% και έπειτα ήρθε το 2017 με αύξηση 14%. Η Wind έχει μπει σε εξαιρετική τροχιά, με ανάπτυξη όχι μόνο των οικονομικών αλλά και όλων των λειτουργικών δεικτών της και αυτό φυσικά δεν είναι τυχαίο. Είναι αποτέλεσμα των συστηματικών επενδύσεων που υλοποιούμε στη σταθερή και κινητή τηλεφωνία και στην τηλεοπτική μας πλατφόρμα, στα καταστήματά μας, στη βελτίωση της εμπειρίας του πελάτη μας και οι οποίες για φέτος θα είναι συνολικού ύψους 100 εκατ. ευρώ».
Είστε ικανοποιημένος από τη θέση της Wind στην αγορά;
«Είμαι απόλυτα ικανοποιημένος από την πορεία της Wind. Είναι η πρώτη εταιρεία του κλάδου που βγήκε από την κρίση και παρουσίασε αύξηση εσόδων το 2016, έχουμε μια εξαιρετική πορεία τα τελευταία τρία χρόνια, η οποία θα συνεχιστεί και τα επόμενα. Όσον αφορά τη θέση μας στην αγορά, είμαστε ικανοποιημένοι, γιατί αναπτυσσόμαστε λίγο παραπάνω από την υπόλοιπη αγορά. Παράλληλα είμαστε ικανοποιημένοι γιατί επιτέλους έπειτα από πολλά χρόνια συνολικά η αγορά έχει εισέλθει σε τροχιά ανάπτυξης. Πράγματι, δεν είμαστε σήμερα ο νούμερο ένα πάροχος στην αγορά. Οι επιχειρήσεις, όμως, δεν είναι πρωτάθλημα. Το επιχειρείν είναι μαραθώνιος. Σχετίζεται με τη συνεπή και συνεχή επίτευξη των στόχων και η Wind ως προς αυτήν τη διάσταση παίρνει πρωτάθλημα».
Μιας και ο λόγος για πρωτάθλημα, πόσο σημαντικό ρόλο παίζει στη Wind Vision η εμπορική σας συμφωνία με τη Forthnet για τη μετάδοση του αθλητικού της περιεχομένου;
«Το σημαντικό πλεονέκτημα της Wind Vision είναι η ίδια η πλατφόρμα. Είναι το καινούργιο που έφερε στην εμπειρία της τηλεόρασης και σχετίζεται με τις τεχνολογίες στη μετάδοση του περιεχομένου και με το μοντέλο διανομής περιεχομένου που συναρτάται από στρατηγικές συνεργασίες με πιο σημαντική αυτή με το Netflix. Το αθλητικό περιεχόμενο είναι ένας από τους πυλώνες της Wind Vision».
Πόσο σας επηρεάζει ότι πλέον η Nova μεταδίδει λιγότερους αγώνες από το πρωτάθλημα;
«Όπως ήδη σημείωσα το αθλητικό περιεχόμενο είναι μόνο ένας από τους πυλώνες της Wind Vision, θεωρούμε δε ότι το τρέχον περιεχόμενο που μεταδίδουμε είναι πολύ πλούσιο και premium, τόσο σε ποδόσφαιρο όσο και σε μπάσκετ, οπότε δεν τίθεται ζήτημα. Η τηλεόρασή μας είναι πραγματικά πρωτοποριακή και θα αποτελέσει από τους βασικούς πυλώνες ανάπτυξης της Wind τα επόμενα χρόνια».
Πού βρίσκεται η διαδικασία για τη Forthnet; Βλέπετε να υπάρχει σύντομα αποτέλεσμα;
«Αρμόδιες να απαντήσουν για το πού βρίσκεται η διαδικασία είναι οι πιστώτριες τράπεζες. Εμείς έχουμε εκφράσει το ενδιαφέρον μας για την απόκτηση της εταιρείας και συνεχίζουμε τις σχετικές επαφές. Ως προς το αν θα υπάρξει σύντομα αποτέλεσμα, επιτρέψτε μου να μην τοποθετηθώ. Η εμπειρία όλων αυτών των ετών που το θέμα είναι ανοιχτό, έδειξε ότι υπήρξαν αρκετές φορές που νιώθαμε ότι βρισκόμαστε κοντά σε κάποιο αποτέλεσμα, αλλά τελικά ήμασταν πολύ μακριά. Θέλω, ωστόσο, να τονίσω ότι ο χρόνος λειτουργεί σε βάρος της Forthnet, τα μεγέθη της βαίνουν μειούμενα και εκτιμώ ότι είναι επείγον να ολοκληρωθεί η διαδικασία άμεσα όσο παραμένει κάποια αξία στην εταιρεία».
Πόσο σημαντικό είναι για εσάς να εξαγοράσετε τη Forthnet;
«Η Forthnet είναι για εμάς plan B. Η πρώτη μας προτεραιότητα είναι το επενδυτικό μας πρόγραμμα. Στρατηγική μας είναι να προωθήσουμε τη σύγκλιση στα προϊόντα μας και τη συνεχή βελτίωση των υπηρεσιών μας. Είμαστε απολύτως βέβαιοι ότι η Wind θα συνεχίσει τη θετική πορεία που ξεκίνησε από το 2016 και αυτό είναι εντελώς ανεξάρτητο από το όποιο αποτέλεσμα αναφορικά με τη Forthnet. Από κει και πέρα, συνεχίζουμε να ενδιαφερόμαστε για την απόκτησή της σε μια τιμή η οποία θα είναι λογική και στο πλαίσιο μιας επιχειρηματικής κίνησης που θα ωφελήσει όχι μόνο τη Wind και τους μετόχους της αλλά το σύνολο της τηλεπικοινωνιακής αγοράς. Οι τηλεπικοινωνίες απαιτούν τεράστιες επενδύσεις και αυτό σημαίνει μεγάλες και δυνατές εταιρείες που είναι σε θέση να τις υλοποιήσουν».
Λιγότερες εταιρείες δεν θα περιορίσουν τον ανταγωνισμό;
«Έχει αποδειχθεί ιστορικά όχι μόνο στην Ελλάδα, σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ ότι ο ανταγωνισμός δεν είναι συνάρτηση του αριθμού των παικτών. Όπως είπα και προηγουμένως οι τηλεπικοινωνίες απαιτούν τεράστιες επενδύσεις και ως εκ τούτου σχήματα που να μπορούν να επενδύσουν. Ο ανταγωνισμός γίνεται στη βάση των υποδομών και όχι μόνο στη βάση των τιμών. Άρα τρεις υγιείς εταιρείες που έχουν τη δυνατότητα να επενδύουν σε υποδομές είναι απολύτως επαρκείς για να διασφαλίσουν τον ανταγωνισμό στην αγορά. Αποδεικνύεται στην πράξη, άλλωστε, αν αναλογιστείτε τον έντονο ανταγωνισμό μεταξύ των τριών παικτών στην κινητή τηλεφωνία, ο οποίος έχει οδηγήσει σε πολύ σημαντική μείωση των τιμών. Η παγκόσμια εμπειρία δείχνει ότι οι τρεις παίκτες εξασφαλίζουν τον βέλτιστο ανταγωνισμό και επενδύσεις».