Ποσοστό 87% των επιχειρήσεων παγκοσμίως σχεδιάζουν να αποεπενδύσουν μέχρι το 2020, υπό την πίεση της ανάγκης να παραμείνουν ανταγωνιστικές σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο τεχνολογικό περιβάλλον. Αυτό προκύπτει από την ετήσια έρευνα της Ernst & Young, Global Corporate Divestment Study 2018, μεταξύ 1.000 στελεχών παγκοσμίως.
Ποσοστό 87% των επιχειρήσεων παγκοσμίως σχεδιάζουν να αποεπενδύσουν μέχρι το 2020, υπό την πίεση της ανάγκης να παραμείνουν ανταγωνιστικές σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο τεχνολογικό περιβάλλον. Αυτό προκύπτει από την ετήσια έρευνα της Ernst & Young, Global Corporate Divestment Study 2018, μεταξύ 1.000 στελεχών παγκοσμίως.
Σύμφωνα με την έρευνα της EY, η διάθεση για αποεπένδυση έφθασε σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, καθώς τον Ιανουάριο του 2018 ολοκληρώθηκαν συμφωνίες αξίας 323 δισ. δολ. παγκοσμίως, το υψηλότερο ποσό των τελευταίων 18 ετών.
Η αύξηση αυτή αποδίδεται στην αυξανόμενη πίεση που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις, στην προσπάθειά τους να ανταποκριθούν στον δραστικό μετασχηματισμό του οικονομικού περιβάλλοντος και να αναμορφώσουν τα επιχειρηματικά τους μοντέλα.
Ο αριθμός των στελεχών που σχεδιάζει να προχωρήσει σε μια αποεπένδυση στα επόμενα δύο χρόνια υπερδιπλασιάστηκε σε σχέση με πέρυσι (87% από 43%), γεγονός που καταδεικνύει ότι αυτή η αναπτυξιακή στρατηγική έχει αναρριχηθεί στις εταιρικές προτεραιότητες.
Σχεδόν τα τρία τέταρτα (74%) των ερωτηθέντων ανέφεραν ότι οι αποεπενδύσεις τους επηρεάστηκαν άμεσα από το εξελισσόμενο τεχνολογικό τοπίο, έναντι 55% το 2017. Οι μισές επιχειρήσεις (50%) αναφέρουν ότι η ανάγκη χρηματοδότησης νέων επενδύσεων στην τεχνολογία αυξάνει το ενδεχόμενο μιας αποεπένδυσης, ενώ τα έσοδα θα χρησιμοποιηθούν για τη βελτίωση της λειτουργικής αποτελεσματικότητας και την αντιμετώπιση των μεταβαλλόμενων αναγκών των πελατών στις βασικές τους δραστηριότητες.
Σύμφωνα με την έρευνα, ώθηση στις αποεπενδύσεις δίνει, κυρίως, η ανταγωνιστική θέση μιας επιχειρηματικής μονάδας στην αγορά όπου δραστηριοποιείται, σύμφωνα με το 85% των ερωτηθέντων, ποσοστό σημαντικά αυξημένο έναντι του 42% του 2017. Οι επιχειρήσεις ωθούνται στην εκποίηση μη αποδοτικών περιουσιακών στοιχείων, τα οποία έχουν παραμείνει για υπερβολικά μεγάλο διάστημα στα χαρτοφυλάκιά τους, καθώς περισσότερα από τα μισά (56%) στελέχη παραδέχονται ότι κατείχαν αυτά τα περιουσιακά στοιχεία περισσότερο από όσο θα έπρεπε.
Σύμφωνα με την έρευνα, σχεδόν τα τρία τέταρτα (71%) των αποεπενδύσεων προέρχονται από ευκαιριακές, αυτόκλητες προσφορές τρίτων, σημειώνοντας μεγάλη αύξηση από το 20% του 2014. Η έρευνα διαπιστώνει, επίσης, ότι οι επιχειρήσεις που αναθεωρούν τα χαρτοφυλάκιά τους σε ετήσια βάση, έχουν διπλάσια πιθανότητα να υπερβούν τις προσδοκίες απόδοσης, αποεπενδύοντας «την κατάλληλη στιγμή». Οι επιχειρήσεις που εξακολουθούν να δημιουργούν αξία πριν από την εκποίηση, είναι κατά 27% πιο πιθανό να υπερβούν την προσδοκώμενη τιμή πώλησης.
Το 62% των επιχειρήσεων, δήλωσε ότι οι αποφάσεις αποεπενδύσεων επηρεάζονται από τις μακροοικονομικές και γεωπολιτικές εξελίξεις. Οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις προσφέρουν μια νέα ευκαιρία για τον επανασχεδιασμό της επιχειρηματικής στρατηγικής, με το 80% των στελεχών να αναφέρει τις αλλαγές στη φορολογική πολιτική ως μία από τις σημαντικότερες γεωπολιτικές αλλαγές που ενδέχεται να επηρεάσουν τα σχέδια για αποεπενδύσεις.
Πηγή: ΑΜΠΕ