Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος θα βρεθούν το επόμενο διάστημα οι οικονομικοί δείκτες που «μετρούν» την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος θα βρεθούν το επόμενο διάστημα οι οικονομικοί δείκτες που «μετρούν» την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Με δεδομένη πλέον την πρόθεση της κυβέρνησης να προχωρήσει στη σταδιακή αύξηση του κατώτατου μισθού -και μάλιστα με συνοπτικές διαδικασίες-, η ελληνική πλευρά θα κληθεί να παρουσιάσει στοιχεία στους θεσμούς σύμφωνα με τα οποία μια αύξηση του κατώτατου μισθού δεν θα επηρεάσει αρνητικά την προσπάθεια για τόνωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, αλλά και για περαιτέρω αύξηση της απασχόλησης.
Στο «μικροσκόπιο» αναμένεται να μπει η παραγωγικότητα της εργασίας -δηλαδή το ΑΕΠ που παράγεται ανά ώρα απασχόλησης- αλλά και η αμοιβή της εργασίας, καθώς αυτοί οι δύο παράγοντες καθορίζουν το λεγόμενο «μοναδιαίο κόστος εργασίας», που αποτελεί και μια από τις σημαντικότερες παραμέτρους διεθνούς ανταγωνιστικότητας.
Έργο της ελληνικής πλευράς θα είναι να αποδείξει ότι η παραγωγικότητα της εργασίας -και κατά συνέπεια η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας- δεν επηρεάζεται αποκλειστικά από την πορεία των μισθών.
Δεν είναι τυχαίο ότι κατά την περίοδο της κρίσης (2010-2016) ο ΟΟΣΑ ανέδειξε την Ελλάδα ως τη μοναδική χώρα στην οποία υπήρξε μείωση της παραγωγικότητας, ενώ πριν από τη μνημονιακή περίοδο κινούνταν σε θετικό έδαφος.
Από την άλλη, οι θεσμοί αναμένεται να εκφράσουν έντονες επιφυλάξεις σχετικά με το κατά πόσο μια αύξηση του βασικού μισθού θα μπορούσε να ανακόψει τον ρυθμό αύξησης της απασχόλησης, μέγεθος που επίσης διαμορφώνει την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα.
«Υπάρχει διαδεδομένη η εσφαλμένη εντύπωση ότι οι αμοιβές εργασίας από μόνες τους ορίζουν το μοναδιαίο κόστος εργασίας. Όμως αυτό μειώνεται (και η ανταγωνιστικότητα βελτιώνεται) όταν η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται πιο γρήγορα (ή μειώνεται πιο αργά) από την αμοιβή της εργασίας» αναφέρει στην πρόσφατη έκθεσή του το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, υπονοώντας ότι το βασικό ζητούμενο για την οικονομία αυτήν τη στιγμή είναι η πορεία του ΑΕΠ (που επηρεάζει άμεσα την παραγωγικότητα της εργασίας) και όχι αυτό καθαυτό το ύψος των μισθών.
Κατά τη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου επικράτησε στην Ελλάδα ένα ιδιότυπο σπιράλ προς τα κάτω.
Η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας προήλθε από το γεγονός ότι οι μισθοί μειώθηκαν με ταχύτερο ρυθμό σε σχέση με την παραγωγικότητα.
Από το 2010, οι μισθοί έχουν υποχωρήσει (κατά μέσο όρο) πάνω από 16%, ενώ την ίδια ώρα η παραγωγικότητα της εργασίας έχει υποχωρήσει κατά 6,5%. Έτσι, το μοναδιαίο κόστος εργασίας συμπιέστηκε κατά περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες, βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα. Από την άλλη βέβαια, ήταν τόσο βίαιη η μείωση των μισθών ώστε τα αποτελέσματα να αποτυπώνονται άμεσα στην πορεία του ΑΕΠ.
Αρνητικός πρωταγωνιστής
H Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα μεταξύ των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ με αρνητικό ρυθμό μεταβολής στην παραγωγικότητα της εργασίας κατά την περίοδο 2010-2016.
Όπως προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία, στη σχετική κατάταξη, η Ελλάδα εμφανίζεται στην κορυφή της λίστας με αρνητικό ποσοστό -1,09%, ενώ καμία άλλη χώρα-μέλος δεν είχε αρνητικό πρόσημο.
Στη δεύτερη χειρότερη θέση εμφανίζεται η Ιταλία με ποσοστό 0,14%, ενώ στην 3η θέση συνυπάρχουν Ελβετία και Ηνωμένο Βασίλειο με 0,23%. Ο υψηλότερος ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας εντοπίζεται στην Ιρλανδία, καθώς για την περίοδο 2010-2016 διαμορφώθηκε στο 6,12%.
Η παραγωγικότητα της εργασίας υπολογίζεται με βάση το ΑΕΠ που παράγεται ανά ώρα εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι η μείωση που παρατηρήθηκε στην Ελλάδα κατά την περίοδο 2010-2016 συγκριτικά με την προ κρίσης περίοδο οφείλεται όχι μόνο στην ύφεση αλλά και στο γεγονός ότι ο ρυθμός μείωσης του ΑΕΠ ήταν πολύ ταχύτερος από τον επίσης ιλιγγιώδη ρυθμό μείωσης της απασχόλησης στην Ελλάδα.
Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι η παραγωγικότητα της εργασίας υποχωρούσε στην Ελλάδα επί επτά συναπτά έτη, ενώ την ίδια περίοδο οι ρυθμοί ήταν θετικοί για την Ευρωζώνη αλλά και για τον ΟΟΣΑ, διεύρυνε ακόμη περισσότερο την ψαλίδα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες. Η Ελλάδα καταλαμβάνει πλέον μια από τις 12 τελευταίες θέσεις της σχετικής κατάταξης, με την παραγωγικότητα της εργασίας να ανέρχεται σε μόλις 34,8 δολάρια. Στην Ιρλανδία, που βρίσκεται στην πρώτη θέση της σχετικής κατάταξης, η παραγωγικότητα φτάνει στα 95,45 δολάρια, ενώ ακολουθούν το Λουξεμβούργο, η Νορβηγία και το Βέλγιο.
Ο μέσος όρος για τις χώρες-μέλη της Ευρωζώνης ανέρχεται στα 59,65 δολάρια, ενώ για το σύνολο των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο σχετικός δείκτης ανέρχεται στο 53,42 δολάρια. Ευρωπαϊκές χώρες με χειρότερη επίδοση από την Ελλάδα είναι πλέον η Εσθονία, η Λιθουανία και η Λετονία, αν και η απόσταση πλέον έχει μικρύνει αισθητά σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα.
Πορεία ανά κλάδο
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το πώς φτάσαμε στον αρνητικό ρυθμό μεταβολής στην παραγωγικότητα της εργασίας κατά τη μνημονιακή περίοδο (2010-2016). Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ ανά τομέα της οικονομίας: