Πρόσθετους δείκτες σε ό,τι αφορά τα σχέδια ανάκαμψης των τραπεζών πρόκειται να ζητήσει, όπως όλα δείχνουν, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθώς θεωρεί υπερβολικά αισιόδοξες τις εκτιμήσεις των ευρωπαϊκών πιστωτικών ιδρυμάτων για την ικανότητα συνολικής τους ανάκαμψης έπειτα από κρίση. Το θέμα αφορά ιδιαίτερα τις τράπεζες του ευρωπαϊκού Νότου, ασφαλώς και τις ελληνικές, αφού είναι αυτές που αντιμετώπισαν τα μεγαλύτερα προβλήματα στα χρόνια που ακολούθησαν το 2009 και μετά.
Από την έντυπη έκδοση
Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]
Πρόσθετους δείκτες σε ό,τι αφορά τα σχέδια ανάκαμψης των τραπεζών πρόκειται να ζητήσει, όπως όλα δείχνουν, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθώς θεωρεί υπερβολικά αισιόδοξες τις εκτιμήσεις των ευρωπαϊκών πιστωτικών ιδρυμάτων για την ικανότητα συνολικής τους ανάκαμψης έπειτα από κρίση. Το θέμα αφορά ιδιαίτερα τις τράπεζες του ευρωπαϊκού Νότου, ασφαλώς και τις ελληνικές, αφού είναι αυτές που αντιμετώπισαν τα μεγαλύτερα προβλήματα στα χρόνια που ακολούθησαν το 2009 και μετά.
Σύμφωνα με σχετική έκθεση της ΕΚΤ, οι πρώτες συγκρίσεις δείχνουν ότι, αν και οι περισσότερες τράπεζες έχουν επιτύχει πολλά στον τομέα αυτόν, υπάρχει ακόμη περιθώριο βελτίωσης. Η βελτίωση αφορά τις επιλογές αξιόπιστης και εφικτής ανάκαμψης, όπως επίσης και της εξέλιξης δεικτών οι οποίοι να καλύπτουν τους πιο προφανείς κινδύνους και τα τρωτά σημεία στη λειτουργία των τραπεζών.
Η έκθεση δείχνει επίσης ότι ορισμένες τράπεζες δεν έχουν ακόμη συμμορφωθεί πλήρως με όλα τα νομικά προαπαιτούμενα, όπως για παράδειγμα ότι θα περιλαμβάνονται όλοι οι δείκτες στο επίπεδο που απαιτεί η EBA (η ευρωπαϊκή τραπεζική αρχή) κατά τον υπολογισμό των σεναρίων ανάκαμψης. Η ρεαλιστική απεικόνιση της ικανότητας ολικής ανάκαμψης (ORC) των πιστωτικών ιδρυμάτων είναι κρίσιμη για τις εποπτικές αρχές, καθώς τους επιτρέπει να εκτιμήσουν κατά πόσο μία τράπεζα δύναται να ξεπεράσει μια κατάσταση σοβαρής οικονομικής πίεσης εφαρμόζοντας το σχέδιο ανάκαμψης που έχει εκπονήσει. Ωστόσο, η εμπειρία από προηγούμενους κύκλους αξιολόγησης έχει δείξει ότι οι τράπεζες τείνουν να υπερεκτιμούν σε μεγάλο βαθμό τη βιωσιμότητά τους ύστερα από περιόδους κρίσης.
Η έκθεση δείχνει ότι πολλές τράπεζες υποστηρίζουν ότι με την εφαρμογή του σχεδίου τους μπορούν να αυξήσουν την επάρκεια σε κεφάλαια βάσει του δείκτη CET1 κατά 13 ποσοστιαίες μονάδες μέσο όρο σε μία χρονιά και βάσει του δείκτη κάλυψης ρευστότητας (LCR) κατά 220 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο σε μία χρονιά.
Αυτό θα σήμαινε ότι μία τράπεζα θα μπορούσε να παρουσιάσει διπλάσιο από το σημερινό επίπεδο κεφαλαιακής επάρκειας και 1,5 φορά το τρέχον επίπεδο ρευστότητας μέσα σε μία χρονιά, κάτι το οποίο δεν συνάδει με τη λογική.
Για τη ρεαλιστική εκτίμηση της ΟRC (δυνατότητα ανάκαμψης) είναι σημαντικό να ληφθούν υπ' όψιν το κατά πόσο ορισμένες επιλογές στο πλαίσιο σχεδίων ανάκαμψης αποκλείουν η μία την άλλη ή αν είναι τελείως ανεξάρτητες μεταξύ τους και τον τρόπο με τον οποίο τελικώς αυτές επηρεάζουν το συνολικό αποτέλεσμα. Επιπλέον, εφαρμόζοντας αρκετές επιλογές, όπως την πώληση διαφόρων θυγατρικών ή περιουσιακών στοιχείων, ενδέχεται να δημιουργηθούν επιπτώσεις που πρέπει να λαμβάνονται υπ' όψιν για τη λειτουργία της τράπεζας. Το ίδιο ισχύει και για τους πιθανούς περιορισμούς στην επιχειρησιακή ικανότητα των τραπεζών να εφαρμόζουν ταυτόχρονα διάφορες επιλογές ανάκτησης.
Ένα άλλο βασικό ζήτημα είναι εάν οι τράπεζες μπορούν να εφαρμόσουν τα σχέδια αποκατάστασής τους με έγκαιρο και αποτελεσματικό τρόπο σε καταστάσεις stress. Η έκθεση προσδιορίζει δύο βέλτιστες πρακτικές για την επίτευξη αυτού του στόχου. Συγκεκριμένα, τη δημιουργία ενός οδηγού-εγχειριδίου και ασκήσεις προσομοίωσης.
Ασκήσεις προσομοίωσης
Τα εγχειρίδια χρησιμεύουν στις τράπεζες προκειμένου αυτές να ακολουθούν συγκεκριμένες κατευθύνσεις και να εφαρμόζουν με ταχύτητα τα σχέδια ανάκτησης των εργασιών τους κατά τη διάρκεια κρίσης.
Οι ασκήσεις προσομοίωσης βοηθούν τις τράπεζες να τεστάρουν την απόδοση των σχεδίων τους, να εκπαιδεύσουν το προσωπικό τους ώστε αυτό να αντιδρά σωστά σε κρίσεις και να προσδιορίσουν τομείς που χρήζουν βελτίωσης.
Προς τούτο, ο κύριος στόχος της ΕΚΤ κατά την αξιολόγηση των σχεδίων ανάκαμψης θα είναι να διασφαλιστεί ότι τα σχέδια αυτά θα είναι λειτουργικά και μπορούν να υλοποιηθούν εγκαίρως και με αποτελεσματικό τρόπο.
Όπως περιγράφεται στο νομικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο σχεδιασμός ανάκαμψης είναι μια συνεχής διαδικασία που δεν τελειώνει όταν η διοίκηση της τράπεζας έχει εγκρίνει το σχέδιο.
Επιπλέον, θα πρέπει να αποτελεί μία επαναλαμβανόμενη διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας τράπεζες και εποπτεία αλληλοεπιδρούν, ενώ τα πιστωτικά ιδρύματα δοκιμάζουν τακτικά τα σχέδιά τους για να εξασφαλίσουν ότι παραμένουν λειτουργικές και αποτελεσματικές. Μόνο τότε οι τράπεζες μπορούν να προετοιμαστούν επαρκώς για κρίσεις.
Πέντε βασικοί τομείς
Οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να επικαιροποιούν τα σχέδια ανάκαμψης και να τα υποβάλλουν στην ΕΚΤ κάθε χρόνο. Η ΕΚΤ, έχοντας αξιολογήσει ήδη τρεις κύκλους σχεδίων ανάκαμψης από το 2015-2017, μοιράζεται στην παρούσα φάση με την τραπεζική βιομηχανία τις καλύτερες πρακτικές σε 5 βασικούς τομείς: