Να γυρίσουν σε θετική την πιστωτική επέκταση τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα επιχειρηματικά δάνεια θα προσπαθήσουν για φέτος οι τράπεζες. Ας σημειωθεί πως ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης των τραπεζών γύρισε σε αρνητικό τον Ιανουάριο του 2011 και έκτοτε για μια σειρά από λόγους δεν μπόρεσε να ανακάμψει.
Από την έντυπη έκδοση
Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]
Να γυρίσουν σε θετική την πιστωτική επέκταση τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα επιχειρηματικά δάνεια θα προσπαθήσουν για φέτος οι τράπεζες. Ας σημειωθεί πως ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης των τραπεζών γύρισε σε αρνητικό τον Ιανουάριο του 2011 και έκτοτε για μια σειρά από λόγους δεν μπόρεσε να ανακάμψει.
Έτσι, δίπλα στην προσπάθεια των τραπεζών να περιορίσουν παντί τρόπω τα Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματά τους, που υπερβαίνουν τα 90 δισ. ευρώ, ξεκινούν μια προσπάθεια να διοχετεύσουν ρευστότητα στην οικονομία όσο αυτή αντέχει κάτι τέτοιο, όπως χαρακτηριστικά λένε τραπεζικοί παράγοντες.
Η ζήτηση για δάνεια υπερκαλύπτεται σημειώνουν τραπεζικοί κύκλοι, καθώς δεν υπάρχουν αρκετά projects για χρηματοδότηση. Οι τράπεζες επιχειρούν να αλλάξουν το αφήγημά τους στη μεταμνημονιακή εποχή.
Πάντως μόνο η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας θα φέρει ανάπτυξη και η ανάπτυξη με τη σειρά της θα φέρει εργασίες στις τράπεζες, σπάζοντας έναν φαύλο κύκλο που κατέστησε τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας ανίσχυρα και χωρίς ικανότητα να επιτελέσουν τον ρόλο τους.
Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν άμεσα διαθέσιμα 10 δισ. ευρώ για επενδύσεις (αλλά και αναχρηματοδοτήσεις). Το πρόβλημα είναι ωστόσο πως δεν υπάρχουν επενδυτικά σχέδια αυτού του ύψους για να χρηματοδοτηθούν «προς το παρόν τουλάχιστον», σημειώνουν οι τραπεζικοί παράγοντες. Εκτιμάται, ωστόσο, πως στη μεταμνημονιακή «περιήγηση» των τραπεζών, εφόσον η αύξηση του ΑΕΠ προέλθει σε ένα τουλάχιστον μέρος της από πραγματικές εργασίες και όχι από φόρους, θα βρεθούν επενδυτικά εγχειρήματα προς χρηματοδότηση.
Οι τράπεζες προτίθενται να μηδενίσουν αν όχι να θετικοποιήσουν το αρνητικό gap που υπάρχει μεταξύ των δανείων που χορηγούνται και αυτών που αποπληρώνονται, κάτι το οποίο οδηγεί σε αρνητική πιστωτική επέκταση.
Καταναλωτικά - στεγαστικά
Του χρόνου θα υπάρξει αντίστοιχη προσπάθεια σε ό,τι αφορά τους ιδιώτες. Όλες οι τράπεζες αξίζει να σημειωθεί πως δεν έχουν το ίδιο μίγμα δανείων. Κάποιες έχουν μεγαλύτερα ανοίγματα σε επιχειρήσεις και κάποιες άλλες έχουν μεγαλύτερα εκ του ιδιωτικού δανεισμού. Έτσι κάποιες θα θετικοποιήσουν την πιστωτική επέκταση από φέτος και κάποιες άλλες από του χρόνου.
Η τάση πάντως για «καλύτερες μέρες» είναι ορατή και όσον αφορά τον ιδιωτικό δανεισμό. Τραπεζικοί παράγοντες σημειώνουν πως ήδη ανακάμπτουν τα καταναλωτικά δάνεια (συμπεριλαμβανομένων και των καρτών και εκείνων που χρησιμοποιούνται για την αποπληρωμή υποχρεώσεων), ενώ τα στεγαστικά θα ακολουθήσουν. Η σχετικώς αυξημένη ιδιωτική κατανάλωση είναι απόρροια σχετικής βελτίωσης του οικονομικού κλίματος, ενώ οι πιο μεγάλες επενδύσεις από την πλευρά των ιδιωτών σε ό,τι αφορά την αγορά ακινήτων αναμένεται να ακολουθήσουν.
Ήδη και εδώ η τάση ανάκαμψης είναι παρούσα. Έτσι η πιστωτική επέκταση θα χρειαστεί και την επόμενη τουλάχιστον χρονιά προκειμένου να γίνει θετική από την πλευρά των ιδιωτικών χορηγήσεων.
Κλειδί για τη χρηματοδότηση της οικονομίας αποτελεί ο δείκτης ρευστότητας των τραπεζών, που είναι ένας από τους βασικούς που μπαίνουν πια στο στόχαστρο των διεθνών επενδυτών.
Άλλωστε η ρευστότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων, που βρίσκεται σε πολύ χαμηλά ακόμη επίπεδα, θα είναι αυτή που θα στηρίξει και το εγχείρημα της πιστωτικής επέκτασης.
Ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας (liquidity coverage ratio- LCR) και ο δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης (net stable funding ratio- NSFR) είναι δύο εργαλεία μέτρησης της ρευστότητας που έχει εισαγάγει η Βασιλεία ΙΙΙ, για να δώσει στις ρυθμιστικές αρχές συγκρίσιμα δεδομένα σε ό,τι αφορά τα πιστωτικά ιδρύματα της Ευρώπης.
Στην κορύφωση της κρίσης, οι τράπεζες δεν μπορούσαν ούτε να αυτοχρηματοδοτηθούν αλλά ούτε και να πουλήσουν στοιχεία ενεργητικού ώστε να συγκεντρώσουν ρευστό. Τώρα λοιπόν τα πράγματα αλλάζουν.
Οι ελληνικές τράπεζες απεξαρτώνται από τον ELA, που σήμερα είναι λίγο κάτω από τα 5 δισ. ευρώ και αναζητούν ρευστότητα σε δύο πηγές: στην επαναφορά των καταθέσεων και στην έκδοση τίτλων. Το μίγμα αυτό υπολογίζεται σε περίπου 17-19 δισ. ευρώ για τις 4 συστημικές τράπεζες.
Σε ό,τι αφορά τις καταθέσεις, στόχος είναι η νομισματική κυκλοφορία να υποχωρήσει στα προ της κρίσης επίπεδα, δηλαδή να διαμορφωθεί σε ένα βάθος χρόνου στα 18-20 δισ. ευρώ (τώρα κινείται μεταξύ 32-33 δισ. ευρώ, ενώ στο pick της έφθασε και στα 50 δισ. ευρώ). Πλήθος από αυτά τα χαρτονομίσματα πρέπει να διακινηθούν μέσα από τις τράπεζες, ώστε αυτές να επωφεληθούν από ένα σημαντικό κομμάτι ρευστότητας.
Σε ό,τι αφορά την έκδοση τίτλων οι τράπεζες προετοιμάζονται να αντικαταστήσουν τον ELA με repos, senior bonds και καλυμμένες ομολογίες, τις οποίες θα χρησιμοποιήσουν προκειμένου να δανειστούν. Το ύψος των εκδόσεων εκτιμάται πως σε πρώτη φάση -για φέτος- θα κινηθεί στο ύψος του ELA, δηλαδή περίπου 5 δισ. ευρώ.