Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απορρίπτοντας σήμερα προσφυγή της Ελλάδας κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αποφάνθηκε ότι ορθώς η τελευταία απέκλεισε από τις κοινοτικές χρηματοδοτήσεις μια σειρά από ελληνικές αγροτικές δαπάνες της περιόδου 1998-2001, συνολικού ύψους περίπου 5 εκατ. ευρώ.
Η επίδικη υπόθεση αφορούσε την απόφαση 2004/457/ΕΚ, της 29ης Απριλίου 2004, με βάση την οποία η Επιτροπή απέκλεισε από την κοινοτική χρηματοδότηση, όσον αφορά την Ελληνική Δημοκρατία, στους τομείς των οπωροκηπευτικών και της δημόσιας αποθεματοποιήσεως, ποσό 4.971.712,64 ευρώ για τα οικονομικά έτη 1998 έως 2001. H Ελλάδα άσκησε στη συνέχεια προσφυγή, ζητώντας την ακύρωση της εν λόγω απόφασης.
Η προσφυγή αφορούσε τέσσερα είδη διορθώσεων (δηλ δαπανών) στον αγροτικό τομέα:
- Την εν μέρει κατ’ αποκοπήν διόρθωση 5 % όσον αφορά τη δημόσια αποθεματοποίηση ρυζιού, λόγω ελλείψεων στους βασικούς ελέγχους, και εν μέρει διόρθωση βάσει υπολογισμού, λόγω καθυστερημένης παραδόσεως, ήτοι διόρθωση συνολικού ύψους 2.510.456,73 ευρώ για τα οικονομικά έτη 1999 έως 2001
- Τη διόρθωση ύψους 650.549,56 ευρώ λόγω μη καταβολής της ελάχιστης τιμής στους παραγωγούς ροδακίνων για το οικονομικό έτος 2001
- Την κατ’ αποκοπήν διόρθωση 2 % λόγω ελλείψεων στους ελέγχους στον τομέα της ενισχύσεως στους απόρους, ήτοι διόρθωση ύψους 669.839 ευρώ για τα οικονομικά έτη 1998 έως 2001.
- Τη διόρθωση ύψους 1.140.867,35 ευρώ λόγω αποκλεισμού των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν πέραν του τριετούς προγράμματος δράσεως στον τομέα των οπωροκηπευτικών, για τα οικονομικά έτη 1999 έως 2001.
Αναλυτικότερα, σε σχέση με τις τέσσερις ελληνικές διορθώσεις το Ευρωπαϊκο Δικαστήριο απεφάνθη σήμερα τα εξής:
Επί της δημόσιας αποθεματοποιήσεως ρυζιού
Το Ευρωπαϊκο Δικαστήριο σημειώνει κατ αρχήν ότι η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα των ελληνικών αρχών για παράταση της προθεσμίας παραδόσεως του προϊόντος στη δημόσια αποθεματοποίηση. Το αίτημα αυτό στηριζόταν στην επίκληση λόγων ανωτέρας βίας (απεργία των μεταφορέων), οι οποίοι εμπόδισαν την ολοκλήρωση του προγράμματος παραδόσεως του εμπορεύματος κατά την αρχικώς προβλεφθείσα ημερομηνία. Δεδομένου ότι οι ελληνικές αρχές προέβησαν στην αποθεματοποίηση αυτής της ποσότητας ρυζιού, η Επιτροπή αρνήθηκε να χρηματοδοτήσει τις σχετικές δαπάνες (δαπάνες αποθηκεύσεως, δαπάνες χρηματοδοτήσεως, άλλες δαπάνες και απόσβεση) ύψους 797.829,75 ευρώ. Το Eυρωπαϊκό Πρωτοδικείο έκρινε εξ άλλου ότι η απεργία των μεταφορέων δεν μπορεί, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, να χαρακτηριστεί ως περίπτωση ανωτέρας βίας, την οποία η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη της προτού επιβάλει τις αμφισβητούμενες δημοσιονομικές διορθώσεις.
Επιπλέον, η Επιτροπή έλεγξε έντεκα, τυχαία επιλεγέντα, αρχεία σχετικά με τις αγορές ρυζιού και διαπίστωσε ότι σε όλες τις περιπτώσεις πλην μιας δεν τηρήθηκε η προθεσμία παραδόσεως.
Το Ευρωπαϊκο Δικαστήριο αποφάνθηκε με βάση τα ανωτέρω ότι η Ελληνική Κυβέρνηση δεν μπόρεσε να ανατρέψει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής και, ως εκ τούτου, το σύνολο των ελληνικών αιτιάσεων των σχετικών με τις δημοσιονομικές διορθώσεις όσον αφορά τους ελέγχους στον τομέα της δημόσιας αποθεματοποιήσεως του ρυζιού πρέπει να απορριφθεί.
Επί των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αναφέρει κατ αρχήν ότι η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, για την περίοδο εμπορίας 1998/1999, καταβλήθηκε, τον Οκτώβριο του 2000, απευθείας στις οργανώσεις παραγωγών που ήταν προμηθευτές της μεταποιητικής βιομηχανίας ΒΙΟΚΑΝ ΑΕ ποσό 647.594,75 ευρώ ως ενίσχυση για την παραγωγή μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα ροδάκινα. Όμως, κατά την Επιτροπή, αυτό συνιστούσε παράβαση του άρθρου 2 του κανονισμού 2201/96. Το Ευρωπαϊκό Πρωτοδικείο θεώρησε εξ άλλου ότι οι εν λόγω πληρωμές πραγματοποιήθηκαν σε πρόσωπα που δεν μπορούν να θεωρηθούν δικαιούχοι της ενισχύσεως στην παραγωγή, πράγμα που αποδεικνύει την ύπαρξη ζημίας για το Γεωργικό Ταμείο. Κατά συνέπεια οι σχετικοί λόγοι ακυρώσεως της Ελλάδας πρέπει να απορριφθούν, αποφάνθηκε σήμερα το Ευρωπαϊκο Δικαστήριο.
Επί της ενισχύσεως στους απόρους
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αναφέρει ότι από τις 16 έως τις 20 Οκτωβρίου 2000, οι υπηρεσίες της Επιτροπής πραγματοποίησαν στην Ελλάδα αποστολή ελέγχου όσον αφορά τη χορήγηση τροφίμων προερχομένων από τα αποθέματα παρεμβάσεως με σκοπό τη διανομή τους στους απόρους. Η Επιτροπή πρότεινε αρχικά κατ’ αποκοπήν διόρθωση 5 % επί των δαπανών της Ελληνικής Δημοκρατίας όσον αφορά την εν λόγω επισιτιστική βοήθεια για τα οικονομικά έτη 1998/1999, 1999/2000 και 2000/2001, ήτοι διόρθωση ύψους 1.674.597 ευρώ. Η διόρθωση αυτή στηριζόταν στους εξής λόγους:
- η υπουργική απόφαση που καθορίζει τις οργανώσεις που μπορούν να συμμετάσχουν στο πρόγραμμα δωρεάν διανομής αναφέρει εμμέσως και ασαφώς τους δικαιούχους της ενισχύσεως, χωρίς, εξάλλου, να θεσπίζει ως κριτήριο την απορία των δικαιούχων.
- οι διασταυρωτικοί έλεγχοι τους οποίους διενήργησαν οι ελληνικές αρχές δεν ήταν ικανοί να εξαλείψουν τον κίνδυνο χορηγήσεως διπλής ενισχύσεως
- οι επιτόπιοι έλεγχοι τους οποίους πραγματοποίησε η Επιτροπή αποκάλυψαν ελλείψεις ως προς την ύπαρξη και την αξιοπιστία των λογιστικών και δικαιολογητικών εγγράφων που τηρούσαν οι φορείς υλοποιήσεως του προγράμματος,
- η υπουργική απόφαση δεν θέσπιζε ακριβή κριτήρια επιλεξιμότητας και ότι δεν είχε τηρηθεί διαφανής διαδικασία προκειμένου να εξακριβωθεί ότι οι πράγματι επιλεγέντες φορείς υλοποιήσεως ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις της κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως.
Η Ελληνική Κυβέρνηση πρόβαλε ως λόγους ακυρώσεως την εσφαλμένη ερμηνεία των άρθρων 1, 2 και 9 του κανονισμού 3149/92, την εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και την ύπαρξη ανεπαρκούς αιτιολογίας. Το Ευρωπαϊκο Πρωτοδικείο απέρριψε σήμερα το σύνολο των παραπάνω αιτιάσεων της Ελλάδας.
Επί του προγράμματος αναδιαρθρώσεως στον τομέα των οπωροκηπευτικών το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αναφέρει κατ αρχήν ότι το ελληνικό πρόγραμμα αναδιαρθρώσεως στον τομέα των οπωροκηπευτικών εγκρίθηκε με απόφαση της Επιτροπής της 23ης Οκτωβρίου 1995, η οποία κοινοποιήθηκε στην Ελλάδα στις 25 Οκτωβρίου 1995. Επομένως, κατά την Επιτροπή, η προθεσμία του άρθρου 2, παράγραφος 3, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 3816/92 έληγε στις 25 Οκτωβρίου 1998. Μόνον οι δράσεις που ολοκληρώθηκαν πριν από τη λήξη της τριετούς προθεσμίας ήταν επιλέξιμες για κοινοτική χρηματοδότηση, έστω και αν η Επιτροπή δέχθηκε ότι οι πληρωμές για τις δράσεις αυτές μπορούσαν να πραγματοποιηθούν εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος μετά τη λήξη της προθεσμίας. Ως ημερομηνία λήξεως της τελευταίας αυτής προθεσμίας ορίστηκε η 25η Δεκεμβρίου 1999, ήτοι δεκατέσσερις μήνες μετά τη λήξη της τριετούς προθεσμίας. Επομένως, οι δαπάνες για δράσεις που ολοκληρώθηκαν μετά τις 25 Οκτωβρίου 1998 καθώς και οι δαπάνες για πληρωμές που διενεργήθηκαν μετά τις 25 Δεκεμβρίου 1999 αποκλείστηκαν από την κοινοτική χρηματοδότηση.
Η Ελληνική Κυβέρνηση πρόβαλε ένα λόγο ακυρώσεως που περιλάμβανε τρία σκέλη, αντλούμενα, αντιστοίχως, από εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 2 του κανονισμού 3816/92, πεπλανημένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Το Ευρωπαϊκο Πρωτοδικείο απέρριψε στο σύνολό του το λόγο ακυρώσεως.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω το Ευρωπαϊκο Δικαστήριο απέρριψε και αυτή την προσφυγή της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Aθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων