Οικονομία & Αγορές
Τετάρτη, 08 Αυγούστου 2018 23:18

ΓΠΚΒ: Μειώσαμε αντί να αυξήσουμε την παραγωγικότητα

«Η χώρα μας ήταν η μοναδική της Ευρωζώνης όπου παρατηρήθηκε μείωση της παραγωγικότητας στη διάρκεια της κρίσης. Αντιθέτως, η παραγωγικότητα της Ευρωζώνης φαίνεται να μην επηρεάστηκε καθόλου από την κρίση». Με τον τρόπο αυτόν, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή εισηγείται την ανάληψη δράσεων για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και την προσέλκυση  ξένων και εγχώριων επενδύσεων και τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης υψηλής ποιότητας.

«Η χώρα μας ήταν η μοναδική της Ευρωζώνης όπου παρατηρήθηκε μείωση της παραγωγικότητας στη διάρκεια της κρίσης. Αντιθέτως, η παραγωγικότητα της Ευρωζώνης φαίνεται να μην επηρεάστηκε καθόλου από την κρίση». Με τον τρόπο αυτόν, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή εισηγείται την ανάληψη δράσεων για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και την προσέλκυση  ξένων και εγχώριων επενδύσεων και τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης υψηλής ποιότητας.

Το ΓΠΚΒ, στην τελευταία τριμηνιαία του έκθεση, επικαλείται στοιχεία του ΟΟΣΑ σύμφωνα με τα οποία ο ρυθμός μεγέθυνσης της παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα όχι μόνο μειώθηκε σε σχέση με τη περίοδο πριν τη κρίση (2001-2008), αλλά επιπλέον παρουσιάζει κατά μέσο όρο αρνητικό πρόσημο (-1,14%) την περίοδο μετά την κρίση (2009-2016). Αντιθέτως, η παραγωγικότητα της Ευρωζώνης φαίνεται να μην επηρεάστηκε καθόλου από την κρίση ενώ στο σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας την περίοδο μετά τη κρίση, είναι περίπου ο μισός από την περίοδο προ κρίσης.

Στο ίδιο πλαίσιο, υπογραμμίζει ότι η μεγάλη πτώση της παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα οφείλεται κυρίως στον τομέα υπηρεσιών όπου ο θετικός ρυθμός μεταβολής κατά την προ κρίσης περίοδο (+3,43%) μετατράπηκε σε έναν μέσο αρνητικό ρυθμό (-4,53%). Οι κατασκευές παρουσίασαν παρόμοια εξέλιξη, με τον θετικό μέσο ρυθμό μεταβολής κατά την προ κρίσης περίοδο (+1,31%) να μετατρέπεται σε αρνητικό την περίοδο μετά την κρίση (-0,36%). Αντίθετα σημαντική αύξηση (κατά μέσο όρο περιόδου) εμφάνισε η παραγωγικότητα της εργασίας στη βιομηχανία (στο +3,98% από 1,15%), η οποία όμως δεν ήταν ικανή να αναστρέψει το συνολικό αποτέλεσμα της παραγωγικότητας της εργασίας. Αντίθετα στην Ευρωζώνη μετά την κρίση όλοι οι τομείς είχαν θετικούς ρυθμούς μεταβολής της παραγωγικότητας της εργασίας, περιλαμβανομένου και του τομέα των κατασκευών ο οποίος παρουσίαζε αρνητικό ρυθμό κατά τα έτη που προηγήθηκαν της κρίσης.

Υπό την επισήμανση ότι η παραγωγικότητα σε συνδυασμό με την αμοιβή της εργασίας καθορίζουν το μοναδιαίο κόστος εργασίας που αποτελεί τη σημαντικότερη παράμετρο διεθνούς ανταγωνιστικότητας, το ΓΠΚΒ επισημαίνει τον ρόλο της παραγωγικότητας «καθώς υπάρχει διαδεδομένη η εσφαλμένη εντύπωση ότι οι αμοιβές εργασίας από μόνες τους ορίζουν το μοναδιαίο κόστος εργασίας».

Το μοναδιαίο κόστος εργασίας μειώνεται (και η ανταγωνιστικότητα βελτιώνεται) όταν η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται πιο γρήγορα (ή μειώνεται πιο αργά) από την αμοιβή της εργασίας, συμπεραίνουν οι συντάκτες της έκθεσης, σημειώνοντας ότι η Ελλάδα είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση όπου η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας στην περίοδο της κρίσης οφείλεται στην ταχύτερη μείωση των μισθών από την παραγωγικότητα. «Έτσι, ενώ η παραγωγικότητα της εργασίας μειώθηκε σημαντικά σε σχέση με το 2010 (περίπου κατά 6,5%) η αμοιβή της εργασίας μειώθηκε ακόμα περισσότερο (περίπου 16%) με αποτέλεσμα το μοναδιαίο κόστος εργασίας να μειωθεί κατά περίπου 10% βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα».

Η έκθεση τονίζει ότι η Ελλάδα κατατάσσεται σε χαμηλή θέση σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας σε σύγκριση με τους ευρωπαίους εταίρους της. «Για παράδειγμα, αν και ο αριθμός των ημερών για τη δημιουργία μιας επιχείρησης μειώθηκε από 38 ημέρες το 2000 σε 19 ημέρες το 2010 και 13 ημέρες το 2016, παραμένει μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο αριθμό ημερών για την Ευρωζώνη (10 ημέρες το 2016)».

Συμπεραίνει δει πως «η υλοποίηση του Εθνικού Αναπτυξιακού Σχεδίου κρίνεται σημαντική προκειμένου να βελτιωθεί το επιχειρηματικό περιβάλλον, η παραγωγικότητα και ακολούθως η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα».

naftemporiki.gr