Τον ορθό δρόμο σε χιλιάδες φορολογούμενους να επιτύχουν τη μείωση των φορολογητέων αξιών των ακινήτων τους επί των οποίων υπολογίζεται ο Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ), ώστε να μην πληρώνουν υπέρογκα ποσά φόρου ακινήτων κάθε χρόνο, δείχνει το Β’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας με την υπ’ αριθμόν 1357/2018 απόφαση που εξέδωσε.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]
Τον ορθό δρόμο σε χιλιάδες φορολογούμενους να επιτύχουν τη μείωση των φορολογητέων αξιών των ακινήτων τους επί των οποίων υπολογίζεται ο Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ), ώστε να μην πληρώνουν υπέρογκα ποσά φόρου ακινήτων κάθε χρόνο, δείχνει το Β’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας με την υπ’ αριθμόν 1357/2018 απόφαση που εξέδωσε.
Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, κάθε φορολογούμενος μπορεί να αμφισβητήσει τις τιμές ζώνης ανά τ.μ. με βάση τις οποίες υπολογίστηκε ο ΕΝΦΙΑ για την ακίνητη περιουσία του, προσφεύγοντας αρχικά στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων και στη συνέχεια -αν η προσφυγή του στη ΔΕΔ απορριφθεί- στο αρμόδιο δικαστήριο.
Όμως για να έχει πιθανότητα να μην απορριφθεί η ενδικοφανής προσφυγή του στη ΔΕΔ ή η ένδικη προσφυγή του στο αρμόδιο δικαστήριο θα πρέπει να ζητήσει τον καθορισμό συγκεκριμένων τιμών προβάλλοντας τεκμηριωμένα τις εκτιμήσεις του.
Ουσιαστικά με τη νέα αυτή απόφαση του Β’ Τμήματος του ΣτΕ προβλέπεται ότι δεν αρκεί η υποβολή αιτήματος για ακύρωση μιας ισχύουσας τιμής ζώνης ανά τ.μ. στη ΔΕΔ ή στο αρμόδιο δικαστήριο, αλλά απαιτείται και η προβολή συγκεκριμένου ισχυρισμού από τον φορολογούμενο για το ύψος στο οποίο πρέπει να επανακαθοριστεί η τιμή αυτή.
Επιπλέον απαιτείται ο φορολογούμενος να προσκομίσει στο δικαστήριο συγκεκριμένα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό του.
Η επίμαχη αγοραία αξία
Όπως αναφέρει, συγκεκριμένα, το κείμενο της νέας αυτής απόφασης, ο φορολογούμενος «βαρύνεται να προβάλει, με συγκεκριμένο ισχυρισμό, ότι η εφαρμοσθείσα τιμή ζώνης είναι (ουσιωδώς) μεγαλύτερη από την πραγματική αγοραία τιμή του ακινήτου του, καθώς και να διατυπώσει συγκεκριμένο αίτημα ως προς το ύψος στο οποίο πρέπει να καθοριστεί η επίμαχη αγοραία αξία, συνοδευόμενο, μάλιστα, από έγγραφα στοιχεία τεκμηρίωσής της, δεδομένου ότι, σε τέτοια περίπτωση, αντικείμενο της διοικητικής (ενδικοφανούς) διαδικασίας και της αντίστοιχης διοικητικής δίκης είναι ο προσδιορισμός της αμφισβητούμενης αγοραίας αξίας του ακινήτου και, συνακόλουθα, του φόρου ο οποίος αναλογεί κατά το νόμο στην αξία αυτή. Αν ο φορολογούμενος παραλείψει να ανταποκριθεί στο ανωτέρω βάρος του, η ενδικοφανής προσφυγή του είναι απορριπτέα, ως αόριστη και αναπόδεικτη, ενώ, περαιτέρω, απορρίπτεται και η ένδικη προσφυγή του κατά της (σιωπηρής ή ρητής) απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής του».
Η απόφαση βασίζεται στη διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 41 του ν. 1249/1982, σύμφωνα με την οποία ο φορολογούμενος δύναται να αμφισβητήσει την εφαρμογή του αντικειμενικού τρόπου προσδιορισμού της αξίας του ακινήτου του, ζητώντας από το δικαστήριο τον προσδιορισμό της αξίας αυτής, εφόσον θεωρεί ότι η αντικειμενική αξία του ακινήτου του είναι ουσιωδώς μεγαλύτερη από την πραγματική αγοραία αξία του.
Τα βασικά σημεία
Αναλυτικά, τα βασικότερα σημεία της υπ’ αριθμόν 1357/2018 απόφασης του Β΄ Τμήματος του ΣτΕ έχουν ως εξής:
«Οι διατάξεις του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 (σ.σ.: για τον αντικειμενικό προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των ακινήτων), στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 4 του ν. 4223/2013 (σ.σ.: για τον τρόπο υπολογισμού του ΕΝΦΙΑ) συνάδουν προς το Σύνταγμα, καθόσον δεν θεσπίζουν αμάχητο τεκμήριο προσδιορισμού της αγοραίας αξίας των ακινήτων (και συνακόλουθα της περιουσιακής αξίας των οριζόμενων στο άρθρο 1 του ν. 4223/2013 δικαιωμάτων, επί των οποίων επιβάλλεται ο ΕΝΦΙΑ), δεδομένου ότι ο φορολογούμενος δύναται με δική του πρωτοβουλία να αποστεί από την εφαρμογή του τεκμαρτού/αντικειμενικού τρόπου προσδιορισμού της αγοραίας αξίας, ζητώντας από το δικαστήριο, κατά την παράγραφο 6 του άρθρου 41, τον προσδιορισμό της αξίας αυτής (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 4003/2014, 86/2015 επταμ.), εάν θεωρεί ότι η αντικειμενική αξία του ακινήτου του είναι (ουσιωδώς) μεγαλύτερη από την πραγματική αγοραία αξία του.
Επομένως, σε τέτοια περίπτωση, η πράξη διοικητικού προσδιορισμού ΕΝΦΙΑ, η οποία ερείδεται στην ισχύουσα (κανονιστικώς ορισθείσα με υπουργική απόφαση) τιμή ζώνης, προσβάλλεται με έννομο συμφέρον από τον φορολογούμενο (όχι στο σύνολό της, αλλά μόνον) κατά το μέρος της που στηρίζεται σε τιμή ζώνης υπερβαίνουσα την τιμή (ανά τ.μ.) η οποία αντιστοιχεί στην πραγματική αγοραία αξία του ακινήτου.
Προσδιορισμός ΕΝΦΙΑ
Εν όψει των προηγουμένων, οι διατάξεις των άρθρων 41 παρ. 6 του ν. 1249/1982 και 4 παρ. 1 και 2 του ν. 4223/2013, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 65 του ΚΦΔ, έχουν την έννοια ότι, εφόσον ισχύει η οικεία κανονιστική ρύθμιση περί τιμής ζώνης (προϋπόθεση που δεν συντρέχει, εάν έχει ακυρωθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας η ρύθμιση αυτή ή η παράλειψη της Διοίκησης να προβεί σε νέα, επίκαιρη ρύθμιση), στην οποία ερείδεται η πράξη διοικητικού προσδιορισμού ΕΝΦΙΑ, ο καθού φορολογούμενος, ο οποίος επιδιώκει να αποστεί από την τεκμαρτή αξία που ορίζει η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση, στο πλαίσιο του προσδιορισμού του ύψους του ΕΝΦΙΑ που οφείλει, δεν αρκεί να αμφισβητήσει με την ενδικοφανή και, περαιτέρω, με την ένδικη προσφυγή του τη νομιμότητα της ως άνω κανονιστικής ρύθμισης περί τιμής ζώνης των ακινήτων στην περιοχή στην οποία βρίσκεται η περιουσία του, αλλά (ανεξαρτήτως εάν ισχυρίζεται ότι η τιμή ζώνης δεν καθορίστηκε εξαρχής ορθώς ή ότι δεν συνάδει πλέον με τις τρέχουσες τιμές, λόγω μεταβολής των συνθηκών της αγοράς, ή ότι δεν ανταποκρίνεται στις ειδικές συνθήκες του συγκεκριμένου ακινήτου του: πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 4003/2014 και ΣτΕ 2810/2017 επταμ.) βαρύνεται να προβάλει, με συγκεκριμένο ισχυρισμό, ότι η εφαρμοσθείσα τιμή ζώνης είναι (ουσιωδώς) μεγαλύτερη από την πραγματική αγοραία τιμή του ακινήτου του, καθώς και να διατυπώσει συγκεκριμένο αίτημα ως προς το ύψος στο οποίο πρέπει να καθοριστεί η επίμαχη αγοραία αξία, συνοδευόμενο, μάλιστα, από έγγραφα στοιχεία τεκμηρίωσής της, δεδομένου ότι, σε τέτοια περίπτωση, αντικείμενο της διοικητικής (ενδικοφανούς) διαδικασίας και της αντίστοιχης διοικητικής δίκης είναι ο προσδιορισμός της αμφισβητούμενης αγοραίας αξίας του ακινήτου και, συνακόλουθα, του φόρου ο οποίος αναλογεί κατά το νόμο στην αξία αυτή.
Αν ο φορολογούμενος παραλείψει να ανταποκριθεί στο ανωτέρω βάρος του, η ενδικοφανής προσφυγή του είναι απορριπτέα, ως αόριστη και αναπόδεικτη, ενώ, περαιτέρω, απορρίπτεται και η ένδικη προσφυγή του κατά της (σιωπηρής ή ρητής) απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής του».