Η χθεσινή αντίδραση της Κομισιόν και η έντονη διαφωνία που εξέφρασε με το περιεχόμενο της έκθεσης του ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, δείχνει και τη δυσφορία των Ευρωπαίων εταίρων και δανειστών έναντι του διεθνούς οργανισμού.
Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Η χθεσινή αντίδραση της Κομισιόν και η έντονη διαφωνία που εξέφρασε με το περιεχόμενο της έκθεσης του ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, δείχνει και τη δυσφορία των Ευρωπαίων εταίρων και δανειστών έναντι του διεθνούς οργανισμού. Η Κομισιόν σημειώνει τα όσα αναφέρει η έκθεση, ωστόσο θεωρεί ότι το ΔΝΤ είναι μονίμως απαισιόδοξο στις προβλέψεις του και πολλές φορές στο παρελθόν, κυρίως στην περίπτωση της Ελλάδας, τις αναθεώρησε προς το καλύτερο, ανέφερε χθες η εκπρόσωπος της Επιτροπής, Μίνα Αντρέεβα, απαντώντας σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφου. «Οι τρεις θεσμοί (Κομισιόν, ΕΚΤ, Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας) έχουν κάνει την ανάλυσή τους για την Ελλάδα και εμείς οι Ευρωπαίοι που χρηματοδοτούμε το πρόγραμμα καταλήξαμε ότι η ελάφρυνση του χρέους, που αποφάσισε το Εurogroup, είναι επαρκής» τόνισε.
Η εκπρόσωπος υπενθύμισε επίσης τη δήλωση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης ότι το 2032 θα επανεξετάσουν τη βιωσιμότητα του χρέους και αν χρειάζονται πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης. Όπως επισημαίνουν κοινοτικές πηγές στις Βρυξέλλες, η αμφισβήτηση της βιωσιμότητας του χρέους από το ΔΝΤ, αλλά και οι αιτιάσεις της έκθεσης σε σχέση με τα πρωτογενή πλεονάσματα έχουν προκαλέσει έντονη δυσφορία στους κόλπους των Ευρωπαίων αξιωματούχων. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι ανέμεναν μια πολύ πιο θετική φρασεολογία από το διεθνή οργανισμό και φαίνεται ότι τους είχαν δοθεί διαβεβαιώσεις προς αυτήν την κατεύθυνση. Ωστόσο, η τελική έκθεση δεν ήταν αυτή που οι Βρυξέλλες ανέμεναν, ώστε να σταλούν και τα ανάλογα θετικά μηνύματα στις αγορές. Για αυτό και η αιχμή της εκπροσώπου ότι το ΔΝΤ είναι μονίμως απαισιόδοξο και στη συνέχεια υποχρεώνεται να αναθεωρήσει τις προβλέψεις του.
Ερωτήσεις και απαντήσεις από το ΔΝΤ
Στο μεταξύ, τις θέσεις του για την πορεία της ελληνικής οικονομίας υπό μορφή ερωτήσεων και απαντήσεων εκθέτει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Στο κείμενο που συνοδεύει την έκθεση, που συντάχθηκε στο πλαίσιο του άρθρου 4 του κανονισμού του ΔΝΤ, καθίσταται σαφές ότι η περικοπή των συντάξεων και η μείωση του αφορολογήτου δεν αποτελούν για το Ταμείο δημοσιονομικά μέτρα αλλά και «διαρθρωτικές αλλαγές» οι οποίες αποσκοπούν στο να ενισχυθεί το κοινωνικό κράτος και να διευρυνθεί η φορολογική βάση.
Αυτό το επιχείρημα η ελληνική πλευρά θα το βρει μπροστά της το φθινόπωρο όταν και θα ανοίξει επίσημα η συζήτηση για την αναστολή των προνομοθετημένων μέτρων και ειδικά αυτού της κατάργησης της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις.
Το ΔΝΤ αιτιολογεί τη στάση του και στα εργασιακά υποστηρίζοντας ότι η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων θα οδηγήσει στο να «σπάσει» η σύνδεση του ύψους των μισθών με την παραγωγικότητα.
Μετά τη σκληρά κερδισμένη ανάκαμψη, βγήκε η χώρα στο ξέφωτο;
Ενώ επιτεύχθηκαν πολλά, η κληρονομιά της κρίσης είναι βαριά. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα εξαιρετικά υψηλά επίπεδα δημοσίου χρέους, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, η ανεργία, τα υψηλά επίπεδα φτώχειας. Η Ελλάδα πρέπει να αντιμετωπίσει αυτή την κληρονομιά, επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα υψηλότερους ρυθμούς βιώσιμης ανάπτυξης και παραμένοντας ανταγωνιστική στην Ευρωζώνη.
Το χρέος της Ελλάδας είναι ακόμη πολύ υψηλό. Είναι επαρκής η ελάφρυνση που παρείχαν οι Ευρωπαίοι εταίροι της;
Η ελάφρυνση που συμφωνήθηκε πρόσφατα, σε συνδυασμό με ένα μεγάλο «μαξιλάρι» ρευστότητας και το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της είναι χαμηλότοκο, καθώς το διακραττούν οι Ευρωπαίοι πιστωτές της, του δημόσιου τομέα, ενισχύει σημαντικά τις προοπτικές της Ελλάδας να έχει πρόσβαση στις αγορές μεσοπρόθεσμα. Ωστόσο, καθώς το χρέος των Ευρωπαίων πιστωτών θα ωριμάζει και θα αντικαθίσταται από πιο ακριβό χρέος από την αγορά, η ικανότητά της να το εξυπηρετεί θα αποτελεί σταδιακά όλο και μεγαλύτερη πρόκληση. Η Ελλάδα θα κληθεί να επιτυγχάνει ταυτόχρονα υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα επί πολλά χρόνια για να κρατήσει το χρέος σε καθοδική πορεία.
Η δέσμευση των Ευρωπαίων εταίρων να παράσχουν επιπλέον ανακούφιση αν χρειαστεί, μετά το 2032, αποτελεί σημαντικό δίχτυ ασφαλείας στο πλαίσιο αυτό.
Υπήρξε πολλή συζήτηση για τις απότομες περικοπές συντάξεων, τις οποίες η κυβέρνηση εφάρμοσε ως μέρος του προγράμματος δανεισμού. Γιατί είναι απαραίτητες;
Τα προνομοθετημένα μέτρα, που θα εφαρμοστούν το 2019, αντιπροσωπεύουν άλλο ένα βήμα-κλειδί προς την ανάπτυξη για όλους. Δεν θα αλλάξουν το επίπεδο της γενικής δημοσιονομικής ισορροπίας, αλλά θα βοηθήσουν στη βελτίωση της ισορροπίας μεταξύ των δαπανών για συντάξεις, της στοχευμένης κοινωνικής προστασίας και των επενδύσεων.
Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση είναι κρίσιμη για να διασφαλισθεί ότι το σύστημα θα μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του προς τους συνταξιούχους μακροπρόθεσμα και επίσης θα βελτιώσει τη δικαιοσύνη του συστήματος τόσο μεταξύ των σημερινών συνταξιούχων όσο και μεταξύ της σημερινής και της μελλοντικής γενιάς συνταξιούχων. Ορισμένοι συνταξιούχοι με μακρά ιστορία εισφορών θα επωφεληθούν από αυτή τη μεταρρύθμιση.
Γιατί ανησυχεί το ΔΝΤ για τα σχέδια των Αρχών να επιστρέψουν στο παλαιό σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων;
Ένα από τα πιο σημαντικά επιτεύγματα της Ελλάδας τα τελευταία 8 χρόνια ήταν η πιο ευέλικτη αγορά εργασίας και η πιο ανταγωνιστική μισθολογική δομή μετά τις μεταρρυθμίσεις των συλλογικών διαπραγματεύσεων του 2011. Οι Αρχές έβλεπαν πάντα αυτές τις αλλαγές σαν προσωρινές και τώρα σχεδιάζουν να τις αντιστρέψουν.
Αυτό θα μειώσει την ευελιξία της εργασίας και θα υπάρξει κίνδυνος να αποσυνδεθούν οι μισθοί από την παραγωγικότητα σε επίπεδο επιχείρησης, κάτι που δεν βοηθά τη μείωση της ανεργίας και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας στην Ευρωζώνη. Θα μειώσει επίσης την ευελιξία των επιχειρήσεων να αναδιαρθρωθούν, κάτι που είναι αναγκαίο, λόγω των υποχρεώσεών τους προς τις τράπεζες, την εφορία και τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης.