Πρεμιέρα πραγματοποίησαν χθες οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, επιλέγοντας για πρώτη φορά τη μέθοδο της αναδιάρθρωσης με ανάθεση της διαχείρισης προβληματικών δανείων ύψους 1,8 δισ. ευρώ. Τα δάνεια αυτά αφορούσαν μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Κι αυτό ήταν μόλις το πρώτο βήμα, αφού οι τράπεζες θα περάσουν από τη βάσανο της αναδιάρθρωσης «κόκκινα» δάνεια ύψους 40 δισ. ευρώ που αφορούν προβληματικά χαρτοφυλάκια μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Από την έντυπη έκδοση
Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]
Πρεμιέρα πραγματοποίησαν χθες οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, επιλέγοντας για πρώτη φορά τη μέθοδο της αναδιάρθρωσης με ανάθεση της διαχείρισης προβληματικών δανείων ύψους 1,8 δισ. ευρώ. Τα δάνεια αυτά αφορούσαν μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Κι αυτό ήταν μόλις το πρώτο βήμα, αφού οι τράπεζες θα περάσουν από τη βάσανο της αναδιάρθρωσης «κόκκινα» δάνεια ύψους 40 δισ. ευρώ που αφορούν προβληματικά χαρτοφυλάκια μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Από τον παραπάνω προβληματικό δανεισμό, για χαρτοφυλάκια ύψους 10 δισ. ίσως και 12 δισ. ευρώ περίπου, αναμένεται να δοκιμαστεί η μέθοδος ανάκτησης μέσω δημοπρασιών ενεχύρων, ενώ για τα υπόλοιπα 28-30 δισ. ευρώ θα επιδιωχθεί η λύση της αναδιάρθρωσης.
Από τα 30 αυτά δισ. ευρώ «κόκκινα» δάνεια, ύψους 10 δισ. ευρώ περίπου αφορούν κοινή έκθεση και των τεσσάρων συστημικών τραπεζών. Επομένως τα δάνεια αυτά είτε θα αντιμετωπισθούν ανά περίπτωση από τις ίδιες τις τράπεζες μέσα από το NPL Forum που λειτουργεί για το σκοπό αυτόν, είτε θα δοθούν προς διαχείριση σε τρίτους.
Άλλο ένα τρίτο από τα 30 δισ. ευρώ αποτελεί δάνεια που θα αναδιαρθρωθούν από τις ίδιες τις τράπεζες με τις κλασικές μεθόδους αναδιάρθρωσης.
Τα τελευταία 10 δισ. ευρώ, από τα 30 που προαναφέρθηκαν, αποτελούν δάνεια που επίσης προορίζονται για διαχείριση από τρίτους, διότι οι δανειολήπτες είναι βιώσιμοι και χρειάζονται νέα κεφάλαια τα οποία η τράπεζα δυσκολεύεται να χορηγήσει, ενώ ο διαχειριστής έχει στη διάθεσή του και άλλους τρόπους για να εξασφαλίσει τα κεφάλαια αυτά.
Για όλες τις περιπτώσεις όπου η αναδιάρθρωση δεν καταστεί εφικτή ή αποτύχει, οι τράπεζες θα προχωρήσουν σε άλλες λύσεις προκειμένου να επιτύχουν τους στόχους τους εγκαίρως.
Ο λόγος για τον οποίον οι τράπεζες πέραν των πωλήσεων θα επιδιώξουν πλέον μετ’ επιτάσεως τη διαδικασία της αναδιάρθρωσης έχει να κάνει με το γεγονός πως η συνέχιση των πωλήσεων, ιδιαίτερα για δάνεια τα οποία δεν είναι επαρκώς καλυμμένα, θα δημιουργήσει κεφαλαιακά προβλήματα στα πιστωτικά ιδρύματα.
Συγχρόνως με τη μέθοδο της αναδιάρθρωσης και δεδομένου πως οι τράπεζες δυσκολεύονται να χορηγήσουν νέα δάνεια σε επιχειρήσεις, δίνουν τη δυνατότητα ανάκαμψης σε κάποιες από αυτές.
Μόλις μία μέρα μετά την έκθεση του ΔΝΤ, η οποία επεσήμανε πως τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να ρίξουν μεγαλύτερο βάρος στις αναδιαρθρώσεις βοηθώντας με τον τρόπο αυτόν την ανάκαμψη και των επιχειρήσεων, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες ανακοίνωσαν την πρώτη σχετική συμφωνία.
Οι συμφωνίες αναδιάρθρωσης μέσω διαχείρισης και ανάκτησης δανείων που υλοποιούνται για χαρτοφυλάκια με κοινά ανοίγματα σε περισσότερες της μίας τράπεζας δεν αποτελούν εύκολη υπόθεση, καθώς όλες οι τράπεζες δεν έχουν τις ίδιες εξασφαλίσεις για τα δάνεια που έχουν χορηγήσει στις επιχειρήσεις αυτές. Άρα, λοιπόν, θα πρέπει να υπάρξει μία συμφωνία τέτοια που να ανακατανέμει, όσο αυτό είναι εφικτό, το κέρδος που θα προκύψει από την αναδιάρθρωση σε όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε κανένα από αυτά να μη νιώθει πως χάνει έναντι των ενεχύρων που διαθέτει και έναντι των κερδών που θα ανακύψουν για το υπόλοιπο κονσόρτσιουμ.
Οι συμφωνίες για περισσότερα του ενός πιστωτικά ιδρύματα χρειάζονται καιρό και για να ληφθούν αλλά και για να υλοποιηθούν.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση που εξέδωσαν οι τράπεζες Πειραιώς, Εθνική, Alpha και Eurobank, τα τέσσερα πιστωτικά ιδρύματα προέβησαν στη σύναψη μιας καινοτόμου για τα διεθνή δεδομένα συμφωνίας συνεργασίας με την κορυφαία εξειδικευμένη διαχειρίστρια εταιρεία δανείων doBank SpA. Η συμφωνία καταρτίστηκε στο πλαίσιο της στρατηγικής των ελληνικών συστημικών τραπεζών για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους και για την προστασία της βιωσιμότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων με στόχο την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Όπως είπαν στη «Ν» έγκυρες τραπεζικές πηγές, το χαρτοφυλάκιο προς διαχείριση που δόθηκε στην doBank περιλαμβάνει περί τα 2/3 δάνεια που με κάποιο τρόπο είναι ανακτήσιμα και κατά το 1/3 δάνεια από εκείνα που στην τραπεζική αργκό χαρακτηρίζονται ως «σκοτωμένα».
Ο ανάδοχος (doBank) έχει αναλάβει την υποχρέωση να βρει και κεφάλαια όπου απαιτούνται προκειμένου να απεγκλωβιστούν από την κρίση ρευστότητας κάποιες επιχειρήσεις και να μπορέσουν δι’ αυτού του τρόπου να διευρύνουν τις εργασίες τους.
Τα δάνεια του χαρτοφυλακίου είτε δεν έχουν αναδιαρθρωθεί από τις τράπεζες είτε δεν βρίσκονται πλέον σε φάση αναδιάρθρωσης, που σημαίνει πως οι διμερείς ρυθμίσεις τραπεζών-επιχειρήσεων εξέπεσαν.
Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση, η αποκλειστική διαχείριση κοινών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων αφορά περισσότερες από 300 ελληνικές μμε, συνολικής κατά προσέγγιση ονομαστικής αξίας 1,8 δισεκατομμυρίων ευρώ. Η doBank θα επιδιώξει την εξεύρεση αποτελεσματικών και βιώσιμων λύσεων αναδιάρθρωσης, όπου αυτό είναι εφικτό. Η εν λόγω συνεργασία, αξιοποιώντας και την πολυετή εμπειρία και τεχνογνωσία της doBank στη διαχείριση δανείων, αναμένεται να συμβάλει σημαντικά στην εξυγίανση των μμε και στη βελτίωση του δείκτη ανακτησιμότητας των σχετικών δανειακών ανοιγμάτων.
Προκειμένου να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα η doBank θα εντατικοποιήσει τη συνεργασία με τους δανειολήπτες, εφαρμόζοντας τις αποτελεσματικότερες δυνατές στρατηγικές αναδιάρθρωσης, επιταχύνοντας τη λήψη αποφάσεων αλλά και προσφέροντας πρόσβαση σε νέες πηγές χρηματοδότησης για τις βιώσιμες μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Ποια είναι η ανάδοχος doBank
Η doBank είναι ανεξάρτητη διαχειρίστρια πιστώσεων, εταιρεία εισηγμένη στο Χρηματιστήριο του Μιλάνου με χρηματιστηριακή αξία acάνω των 800 εκατομμυρίων ευρώ και ευρεία πελατειακή βάση, η οποία αποτελείται από κορυφαίες τράπεζες και επενδυτές. Η doBank, κατόπιν της ολοκληρώσεως της σχετικής διαδικασίας με την Τράπεζα της Ιταλίας και την Τράπεζα της Ελλάδος, εγκατέστησε υποκατάστημα στην Ελλάδα, έχοντας λάβει άδεια από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές. Αυτό άλλωστε ήταν και ένα από τα προσόντα που τη βοήθησε να υπερισχύσει στον σχετικό διαγωνισμό.
Ο ανάδοχος του έργου αναδείχθηκε έπειτα από επίπονη διεθνή διαγωνιστική διαδικασία με διαφανή και αξιοκρατικά κριτήρια, στην οποία έλαβαν μέρος περισσότερες από τριάντα υποψήφιες εταιρείες. Η διεθνής δικηγορική εταιρεία White & Case ενήργησε ως νομικός σύμβουλος των τραπεζών επί ζητημάτων αγγλικού δικαίου και η δικηγορική εταιρεία Κουταλίδη ως νομικός σύμβουλος επί ζητημάτων ελληνικού δικαίου.