Ο κόσμος δεν στερεύει από πετρέλαιο. Γιατί λοιπόν κάποιοι φοβούνται μεγάλο έλλειμμα προσφοράς στην παγκόσμια αγορά και εκτίναξη των τιμών κοντά στα 100 δολάρια μέσα στην επόμενη διετία; Είναι οι γεωπολιτικές εξελίξεις που ανησυχούν, αλλά πολύ περισσότερο είναι η απροθυμία των μεγάλων πετρελαιοβιομηχανιών να επενδύσουν.
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Ο πλανήτης δεν στερεύει από πετρέλαιο. Τα προς εκμετάλλευση κοιτάσματα παραμένουν άφθονα και οι μέθοδοι γεώτρησης και θαλάσσιας άντλησης εξελίσσονται συνεχώς και ταχύτατα. Γιατί λοιπόν κάποιοι φοβούνται μεγάλο έλλειμμα προσφοράς στην παγκόσμια αγορά και εκτίναξη των τιμών κοντά στα 100 δολάρια μέσα στην επόμενη διετία; Είναι οι γεωπολιτικές εξελίξεις που ανησυχούν, αλλά πολύ περισσότερο είναι η απροθυμία των μεγάλων πετρελαιοβιομηχανιών να επενδύσουν.
Έχοντας καεί από την κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου το 2014 και τη νέα βουτιά στις αρχές του 2016, την τελευταία τετραετία είναι εξαιρετικά φειδωλές στα νέα project έρευνας και εκμετάλλευσης. Αν και οι τιμές έχουν υπερδιπλασιαστεί σε σχέση με το 2016, η διάθεσή τους για ανοίγματα δεν φαίνεται να αλλάζει. To μπρεντ κινείται αυτό το διάστημα κοντά στα 75 δολάρια το βαρέλι και το αμερικανικό αργό στα 70 δολάρια.
Σύμφωνα με υπολογισμούς της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας, η βιομηχανία πετρελαίου θα πρέπει να αντικαθιστά 33 δισ. βαρέλια αργού ετησίως προκείμενου να καλύπτει την αύξηση της ζήτησης. Μπορεί μεγάλες οικονομίες της Δύσης να στρέφονται σε ανανεώσιμες, πιο καθαρές πηγές ενέργειας, περιορίζοντας τη χρήση των ορυκτών καυσίμων, αλλά στην κορυφαία οικονομία του πλανήτη, τις ΗΠΑ, όπως και στις δύο μεγάλες αναδυόμενες δυνάμεις, την Κίνα και την Ινδία, η «όρεξη» για αργό δεν περιορίζεται, αλλά αυξάνεται, έστω και με βραδύτερο ρυθμό.
Στοιχεία της Rystad Energy, που δημοσιεύθηκαν στη Wall Street Journal, καταδεικνύουν ότι η αγορά πετρελαίου είναι πολύ μακριά από το στόχο αυτό των 33 δισ. βαρελιών. Φέτος υπολογίζεται ότι έως το Δεκέμβριο οι νέες επενδύσεις θα προσφέρουν αύξηση μόλις 20 δισ. βαρελιών.
Όπως προκύπτει από τη μελέτη της Rystad Energy, ο μέσος ρυθμός πτώσης της αγοράς- η ταχύτητα δηλαδή με την οποία η παραγωγή μειώνεται χωρίς επενδύσεις για συντήρηση κοιτασμάτων ή νέες εργασίες γεώτρησης και άντλησης- ήταν 6,3% το 2016 και 5,7% το 2017. Κατά την τετραετία πριν από το 2014 ήταν μόλις 3,9%.
Οι ειδικοί προειδοποιούν πως εάν η τάση αυτή δεν ανακοπεί, τότε σε συνδυασμό με τις κυρώσεις στο ιρανικό αργό, την κατάρρευση στην παραγωγή της Βενεζουέλας και τα διαρκή προβλήματα προσφοράς από χώρες όπως η Λιβύη ή και η Νιγηρία, θα φέρει πολύ σύντομα τις τιμές πάνω από το όριο των 100 δολαρίων το βαρέλι, με το πετρέλαιο να εξελίσσεται σε απειλή όχι μόνο για τις χώρες, που καλύπτουν τις ανάγκες τους με εισαγωγές, αλλά συνολικά για την παγκόσμια ανάκαμψη.
Μία τέτοια εξέλιξη από την άλλη θα μπορούσε να λειτουργήσει ως απαραίτητο «καύσιμο» για τις επενδύσεις στην αιολική και την ηλιακή ενέργεια, όπως και στην ηλεκτροκίνηση, ώστε αυτές να γίνονται ολοένα και πιο προσιτές στους καταναλωτές. Δεν είναι τυχαίο ότι η Σαουδική Αραβία, η ισχυρότερη δύναμη του ΟΠΕΚ και κεντρικός πάντα παίχτης στην αγορά πετρελαίου, προετοιμάζεται από τώρα για «έναν κόσμο χωρίς πετρέλαιο», όπως έχει δηλώσει ο διάδοχος του θρόνου, Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν. Αυτός δεν θα έρθει άμεσα. Εκτιμάται ότι η κατανάλωση πετρελαίου θα συνεχίσει να αυξάνεται ως το 2040 και θα αρχίσει να υποχωρεί από εκεί και έπειτα. Όσο πιο ακριβό, ωστόσο, είναι το ορυκτό καύσιμο, τόσο πιο ταχεία θα είναι η κάμψη της ζήτησής του.