Στο… παρά ένα θα κριθεί το τι μέλλει γενέσθαι από την επόμενη χρονιά με τις συντάξεις. Η κυβέρνηση αφήνει μεν ανοικτό το ενδεχόμενο να υπάρξουν οι δημοσιονομικές συνθήκες που θα επιτρέψουν την αναστολή του μέτρου, από την άλλη όμως φέρεται να έχει αποφασίσει, πρώτον ότι η όποια απόφαση θα ληφθεί ύστερα από συνεννόηση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς -δηλαδή ότι δεν θα υπάρξουν μονομερείς ενέργειες λίγους μόλις μήνες μετά την ολοκλήρωση των δανειακών προγραμμάτων- και δεύτερον ότι θα διασφαλιστεί η «παραγωγή» πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ πριν κατατεθεί στη Βουλή η τροπολογία για το «πάγωμα» των μειώσεων.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Στο… παρά ένα θα κριθεί το τι μέλλει γενέσθαι από την επόμενη χρονιά με τις συντάξεις. Η κυβέρνηση αφήνει μεν ανοικτό το ενδεχόμενο να υπάρξουν οι δημοσιονομικές συνθήκες που θα επιτρέψουν την αναστολή του μέτρου, από την άλλη όμως φέρεται να έχει αποφασίσει, πρώτον ότι η όποια απόφαση θα ληφθεί ύστερα από συνεννόηση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς -δηλαδή ότι δεν θα υπάρξουν μονομερείς ενέργειες λίγους μόλις μήνες μετά την ολοκλήρωση των δανειακών προγραμμάτων- και δεύτερον ότι θα διασφαλιστεί η «παραγωγή» πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ πριν κατατεθεί στη Βουλή η τροπολογία για το «πάγωμα» των μειώσεων.
Οι δύο αυτές αποφάσεις -τις οποίες περιέγραψε και ο υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ Δημήτρης Λιάκος- οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το τοπίο δεν πρόκειται να ξεκαθαρίσει πριν από τα τέλη Νοεμβρίου, δηλαδή λίγες μόνο εβδομάδες προτού πιστωθούν στους τραπεζικούς λογαριασμούς των συνταξιούχων οι συντάξεις του Ιανουαρίου. Έτσι, οι υπηρεσίες του ΕΦΚΑ θα προχωρήσουν κανονικά με τη διαδικασία επανυπολογισμού των συντάξεων, θεωρώντας δεδομένη την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς και οι υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών θα προωθήσουν τη σύνταξη του προσχεδίου του προϋπολογισμού (κατατίθεται στη Βουλή την πρώτη Δευτέρα του Οκτωβρίου που συμπίπτει να είναι και η πρωτομηνιά) λαμβάνοντας ως δεδομένο αυτό που προβλέπει σήμερα ο νόμος. Δηλαδή ότι θα προχωρήσει η κατάργηση της προσωπικής διαφοράς. Αν υπάρξουν αποφάσεις σε πολιτικό επίπεδο έως το τέλος του φθινοπώρου, αυτές θα αποτυπωθούν και στον νόμο και φυσικά και στα οικονομικά μεγέθη του προϋπολογισμού του 2019 ο οποίος θα κατατεθεί στη Βουλή το αργότερο μέχρι τις 20-21 Νοεμβρίου.
Αντίρροπες πιέσεις
Εν όψει της «εξόδου από τα μνημόνια» στις 20 Αυγούστου, η κυβέρνηση δέχεται ήδη αντίρροπες πιέσεις και από το εσωτερικό της χώρας αλλά και από το εξωτερικό. Εντός των συνόρων το βασικό ζητούμενο είναι να δοθούν όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες για την «επόμενη ημέρα των μνημονίων» και φυσικά σε αυτό το πλαίσιο πρωτεύοντα ρόλο παίζει το ζήτημα των εισοδημάτων των συνταξιούχων. Από την άλλη, διαστάσεις καταιγίδας λαμβάνουν από το εξωτερικό οι προειδοποιήσεις περί μη αντιστροφής των μεταρρυθμίσεων μετά τις 20 Αυγούστου. Μετά την καγκελάριο της Γερμανίας Άγκελα Μέρκελ, η οποία την περασμένη Παρασκευή δήλωσε ότι «το τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο είναι σημαντική ημέρα για την Ελλάδα. Αλλά δεν τελειώνει η επενέργεια των προγραμμάτων», προσθέτοντας ότι «το πρόγραμμα έχει ολοκληρωθεί, αλλά η Ελλάδα δεν είναι σε κατάσταση σαν να μην υπήρξε ποτέ πρόγραμμα», λίγες ώρες αργότερα ήρθε η σειρά της Standard & Poor’s, η οποία αναβάθμισε μεν τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας από σταθερές σε θετικές, αλλά άφησε ορθάνοικτο το ενδεχόμενο να υπάρξει και η αντίστροφη πορεία: «Θα μπορούσαμε να αναθεωρήσουμε τις προοπτικές πάλι σε σταθερές αν, αντίθετα με τις προσδοκίες μας, υπάρξουν αντιστροφές μεταρρυθμίσεων που έχουν εφαρμοστεί ή αν τα αναπτυξιακά αποτελέσματα είναι πιο αδύναμα από ό,τι αναμένουμε, περιορίζοντας τη δυνατότητα της Ελλάδας να συνεχίσει τη δημοσιονομική προσαρμογή ή τη μείωση του χρέους και την αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα».
Ακόμη εντονότερες αναμένεται να είναι οι προειδοποιήσεις στις αρχές Αυγούστου από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο θα δώσει στη δημοσιότητα την έκθεση που συνέταξε για την Ελλάδα στο πλαίσιο του άρθρου 4 του κανονισμού του. Και αυτό διότι το ΔΝΤ θεωρεί το μέτρο της κατάργησης της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις διαρθρωτικό και όχι δημοσιονομικό, καθώς πιστεύει ότι οι πόροι που θα απελευθερωθούν από την περικοπή των συντάξεων θα πρέπει να διατεθούν για την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και ειδικά την καταπολέμηση της ανεργίας και της παιδικής φτώχειας.
Την πιο σαφή θέση μέχρι τώρα όσον αφορά το ζήτημα των συντάξεων και τις προθέσεις της κυβέρνησης -και δεδομένου ότι ο αρμόδιος για τον προϋπολογισμό υπουργός Οικονομικών δεν έχει τοποθετηθεί το τελευταίο διάστημα- πήρε ο υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ Δημήτρης Λιάκος με τη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα της Κυριακής». Ναι μεν άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο να υπάρξει αναστολή του μέτρου, αλλά από την άλλη ξεκαθάρισε ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν πρόκειται να προχωρήσει σε μονομερείς ενέργειες και δεν θα λάβει αποφάσεις αν δεν διασφαλιστεί ότι υπάρχει το δημοσιονομικό περιθώριο για την αναστολή των συντάξεων: «Οι θετικοί αναπτυξιακοί ρυθμοί, η αύξηση της απασχόλησης, το πλεόνασμα του ΕΦΚΑ και τα συνολικά δημοσιονομικά αποτελέσματα, δημιουργούν ορισμένες προϋποθέσεις επανεξέτασης του μέτρου. Οποιαδήποτε πρόβλεψη περί αναστολής του, ωστόσο, χωρίς την αποσαφήνιση των οικονομικών δεδομένων που θα έχουμε προς το τέλος του έτους και την αναγκαία συνεννόηση στο πλαίσιο του Eurogroup είναι άκαιρη και ταυτόχρονα δεν λαμβάνει υπόψη την ανθρώπινη πλευρά του θέματος καθώς αφορά τα εισοδήματα χιλιάδων συνανθρώπων μας».
Για να εκπληρωθούν οι δύο προϋποθέσεις που θέτει ο κ. Λιάκος θα χρειαστεί χρόνος. Δεδομένου ότι ο προϋπολογισμός της Ελλάδας είναι οπισθοβαρής, θα φτάσουμε τουλάχιστον στα μέσα Οκτωβρίου για να υπάρξει μια πρώτη σαφής εικόνα όσον αφορά την εκτέλεση του φετινού προϋπολογισμού. Μέχρι τότε, θα έχουν καταβληθεί οι δύο εκ των τριών δόσεων του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, ο μισός φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων, θα έχει ξεκινήσει η διαδικασία πληρωμής του ΕΝΦΙΑ, ενώ θα υπάρχει και μια πρώτη σαφής εικόνα για τις εισπράξεις του ΦΠΑ κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής περιόδου (σ.σ. οι μεγάλες επιχειρήσεις θα κάνουν τις δηλώσεις ΦΠΑ του Αυγούστου έως το τέλος Σεπτεμβρίου).
Η πορεία του ΑΕΠ
Επίσης, στις 3 Σεπτεμβρίου, η Ελληνική Στατιστική Αρχή θα δημοσιεύσει τις πρώτες εκτιμήσεις για την πορεία του ΑΕΠ κατά το δεύτερο τρίμηνο της φετινής χρονιάς, οπότε θα υπάρχει καλύτερη εικόνα για το αν μπορεί να επιτευχθεί ή ακόμη και να ξεπεραστεί ο φετινός στόχος της ανάπτυξης. Στα έσοδα του ΕΦΚΑ (από τον οποίο η κυβέρνηση έχει πολλές προσδοκίες όσον αφορά τη διαμόρφωση του φετινού πρωτογενούς πλεονάσματος) θα έχουν καταγραφεί οι εισπράξεις και από την εποχική απασχόληση αλλά και από τα αναδρομικά που θα πρέπει να πληρώσουν οι αυτοαπασχολούμενοι (σ.σ. εντός των επόμενων εβδομάδων αναμένεται να ξεκαθαρίσει η κατάσταση με την εκκαθάριση των εισφορών του 2017, καθώς εκκρεμεί η βεβαίωση των αναδρομικών του προηγούμενου έτους για επικουρική ασφάλιση και εφάπαξ, όπως επίσης και η βεβαίωση των τελικών εισφορών του 2017 για όσους απασχολούνται και ως μισθωτοί και ως αυτοαπασχολούμενοι).
Τα στοιχεία για την εκτέλεση του φετινού προϋπολογισμού θα τεθούν υπό την κρίση των θεσμών στην πρώτη μεταμνημονιακή αποστολή, η οποία προβλέπεται να πραγματοποιηθεί μέσα στον Οκτώβριο. Η έκθεση που θα συντάξουν αναμένεται να τεθεί υπ’ όψιν του Eurogroup πιθανότατα στη συνεδρίαση του Νοεμβρίου. Εκεί, θα ξεκαθαρίσει σε μεγάλο βαθμό και το αν θα υπάρξουν τα δημοσιονομικά περιθώρια για την αναστολή της περικοπής των συντάξεων.
Τα σχέδια κυβέρνησης και αντιπολίτευσης για την επόμενη μέρα
Τα διακριτά σχέδιά τους για την οικονομία μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος τον Αύγουστο φέρνουν στο φως κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση, με τον ΣΥΡΙΖΑ να προαναγγέλλει τη λήψη μέτρων για την αναπλήρωση των χαμένων εισοδημάτων και τη Ν.Δ. να ετοιμάζει μεταρρυθμίσεις για ένα «αναπτυξιακό σοκ» στην αγορά.
Το στίγμα των κυβερνητικών προθέσεων έδωσε χθες ο υπουργός Εσωτερικών Πάνος Σκουρλέτης, ο οποίος ανακοίνωσε ότι μετά τον Αύγουστο η φορά των πραγμάτων θα οδηγεί στην «ανάταξη της ίδιας της κοινωνίας» και σε «ελαφρύνσεις» το 2019. «Δεν μπορούμε μέσα σε λίγους μήνες να αποκαταστήσουμε όλες αυτές τις χαμένες θέσεις εργασίας, το 40%-45% των απωλειών του εισοδήματος ενός μεγάλου κομματιού της ελληνικής κοινωνίας» παραδέχθηκε, αλλά προανήγγειλε ότι από δω και μπρος θα λαμβάνονται μέτρα που «θα αλλάζουν προς το καλύτερο τη ζωή των πολιτών». Ξεκαθάρισε, μάλιστα, ότι «ο σχεδιασμός αυτός δεν γίνεται στη βάση κάποιων καλών προθέσεων, αλλά στη βάση κάποιων συγκεκριμένων αποτελεσμάτων που έχουν υπάρξει». «Είναι πολύ συγκεκριμένες οι δυνατότητες που διαμορφώνονται, άρα πολύ συγκεκριμένη είναι και η δυνατότητα να μην εφαρμοστούν αυτές οι δεσμεύσεις που πάρθηκαν κάτω από άλλες συνθήκες» συμπλήρωσε αναφερόμενος στο ενδεχόμενο να μην εφαρμοσθούν τελικά οι περικοπές στις συντάξεις. «Δεν θα ήταν έξυπνο για μια κυβέρνηση να μην δρέψει τους καρπούς μιας πετυχημένης πορείας της οικονομίας».
Αντίστοιχα η εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, Ράνια Σβίγκου, τόνισε ότι μετά τον Αύγουστο η κυβέρνηση θα σέβεται μεν τους συμφωνημένους στόχους, αλλά ταυτόχρονα θα μπορεί να επιλέγει τα πιο πρόσφορα μέσα για την επίτευξή τους. «Θα μπορεί να διορθώσει τις αδικίες, να ελαφρύνει κοινωνικές ομάδες που επιβαρύνθηκαν υπέρμετρα όλα τα προηγούμενα, μνημονιακά χρόνια, να επανασχεδιάσει το φορολογικό σύστημα και, φυσικά, να επαναφέρει και να ενδυναμώσει εργασιακά δικαιώματα όπως ο κατώτατος μισθός και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις» σημείωσε.
Σε διαφορετικό μήκος κύματος η εκπρόσωπος Τύπου της Ν.Δ., Μαρία Σπυράκη, ανέφερε ότι η κύρια προτεραιότητα της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη θα είναι η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων για την πρόκληση ενός «αναπτυξιακού σοκ στην αγορά». «Το πρόγραμμά μας μπορεί να δώσει δουλειές, με έμφαση στους τομείς που η Ελλάδα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα, όπως είναι ο τουρισμός, τα αγροτικά προϊόντα υψηλής διατροφικής αξίας, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, οι υποδομές για τη μεταφορά προϊόντων ή την ψηφιοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας και της πολιτιστικής κληρονομίας» ανέφερε, υπογραμμίζοντας ότι αυτό το πρόγραμμα δεν αποτελεί απαίτηση των πιστωτών. Εξήγησε δε ότι η κυβέρνηση της Ν.Δ. θα επιχειρήσει «σε δεύτερο χρόνο και αφού ανακτηθεί η αξιοπιστία της χώρας να ζητήσει να αναθεωρηθούν οι δεσμεύσεις για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα».