Αλλαγή τάσης στον τρόπο χρηματοδότησης κυρίως των επιχειρήσεων βλέπουν τραπεζικοί παράγοντες με δεδομένα τα νέα standards που θα επικρατήσουν σε σχέση με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Με κάλυψη θα χορηγούν δάνεια ως επί το πλείστον οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ τουλάχιστον στις χώρες που ο κίνδυνος ύφεσης είναι υπαρκτός- όπως για παράδειγμα στη δική μας.
Από την έντυπη έκδοση
Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]
Αλλαγή τάσης στον τρόπο χρηματοδότησης κυρίως των επιχειρήσεων βλέπουν τραπεζικοί παράγοντες με δεδομένα τα νέα standards που θα επικρατήσουν σε σχέση με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Με κάλυψη θα χορηγούν δάνεια ως επί το πλείστον οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ τουλάχιστον στις χώρες που ο κίνδυνος ύφεσης είναι υπαρκτός- όπως για παράδειγμα στη δική μας.
Αυτό προκύπτει από τη νέα πρόταση της ΕΚΤ σε σχέση με το πώς θα διαχειρίζονται τελικώς τις αποσβέσεις των καινούργιων «κόκκινων» δανείων τα ευρωπαϊκά πιστωτικά ιδρύματα. Και ενώ πολύ μελάνι χύθηκε για την ελαστικοποίηση των κριτηρίων, τελικώς αυτά ναι μεν ελαστικοποιούνται, αλλά μόνον για τα «κόκκινα» δάνεια που φέρουν ενέχυρα.
Πιο συγκεκριμένα, σε σχέση με την πρόταση που είχε υποβληθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Eurogroup για τα δάνεια που μετατράπηκαν σε μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα από τις 14 Μαρτίου του 2018, αυτά θα πρέπει να αποσβένονται εντός διετίας εφόσον δεν διαθέτουν καλύμματα και εντός επταετίας εφόσον είναι καλυμμένα.
Οι αποφάσεις αυτές δημιούργησαν σοβαρές ενστάσεις από πιστωτικά ιδρύματα και από κυβερνήσεις στην Ευρώπη και επομένως η παραπάνω απόφαση μπήκε εκ νέου σε διαβούλευση, με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να διατυπώνει την άποψη πως πρέπει τελικώς τα διαστήματα αυτά να χαλαρώσουν. Εν τούτοις η Κομισιόν προσήλθε με μία νέα πρόταση που σε ό,τι αφορά τη διετία και τα ακάλυπτα δάνεια μειώνει τον χρόνο σε ένα έτος, ενώ αφήνει την επταετία για τα δάνεια με ενέχυρα.
Στην πρόταση της Κομισιόν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αντιτείνει διετία εκ νέου για τα ακάλυπτα δάνεια, όμως οδηγεί στα 8 έτη (την πρώτη ημέρα του ένατου έτους λέει η πρόταση) το διάστημα στο οποίο θα πρέπει να έχουν αποσβεσθεί τα καλυμμένα «κόκκινα» δάνεια. Η πλήρης απόσβεση των «κόκκινων» δανείων, όπως σημειώνουν στη «Ν» Έλληνες τραπεζίτες, σημαίνει πολλά: Σημαίνει κατανομή προβλέψεων μέσα σε μία επταετία, σημαίνει κατανομή προβλέψεων έως έναν βαθμό και συγχρόνως πώληση του «κόκκινου» δανείου ή και χαρτοφυλακίου δανείων, σημαίνει ακόμη επαναφορά του δανείου σε ενήμερο με ρυθμίσεις, και τέλος ρευστοποίηση του καλύμματος και διαγραφή του δανείου.
Είναι φανερό λοιπόν ότι για τα επιχειρηματικά δάνεια -τα στεγαστικά ούτως ή άλλως φέρουν ικανοποιητικά καλύμματα- αυτά θα χορηγούνται κυρίως με εμπράγματες εξασφαλίσεις, καθώς μέχρι πρότινος χορηγούνταν χωρίς. Στις ρυθμίσεις των δανείων αυτών την τελευταία διετία τουλάχιστον στη χώρα μας ζητήθηκαν είτε ενέχυρα είτε η προσωπική εγγύηση του επιχειρηματία δανειολήπτη. Οι τράπεζες στο πλαίσιο των κεφαλαιακών αποθεμάτων που πρέπει να διατηρήσουν αναμένεται να αποφεύγουν τη χορήγηση ακάλυπτων δανείων διαμορφώνοντας νέες συνθήκες στο επιχειρείν. Όπως είναι φανερό οι τράπεζες ξεφορτώνονται κινδύνους, σημείωναν Έλληνες τραπεζικοί παράγοντες. Ωστόσο, μια τέτοια πρακτική θα «χτυπήσει» πανευρωπαϊκά τη ρευστότητα επεσήμαιναν οι ίδιοι. Βεβαίως, σε περιόδους ανάπτυξης οι συνθήκες αυτές μπορεί να αλλάξουν. Επίσης η αξία των καλυμμάτων σε τέτοιες περιόδους αυξάνεται, και η πολιτική μιας οποιασδήποτε τράπεζας μπορεί να μετεξελιχθεί σε ελαστικότερη. Πάντως, για χώρες όπως η Ιταλία, η Κύπρος, η Πορτογαλία και η Ελλάδα είναι φανερό πως η λογική αυτή θα ισχύσει κατά γράμμα καθώς οι χώρες αυτές φέρουν το υψηλότερο απόθεμα «κόκκινων» δανείων στην παρούσα τουλάχιστον φάση.
Κατά περίπτωση
Πέραν όμως των προτάσεων και το τι τελικώς θα επικρατήσει, αξίζει να σημειωθεί πως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κρατάει πάντα για τον εαυτό της το προνόμιο να εξετάζει κατά περίπτωση τα πιστωτικά ιδρύματα και αν αποφασίσει ότι τα NPEs μιας τράπεζας δεν έχουν επαρκή κάλυψη τότε να χρησιμοποιήσει τις εποπτικές της εξουσίες όπως αυτές προβλέπονται από τον δεύτερο πυλώνα.
Βασικό στοιχείο για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων τόσο από την ίδια την τράπεζα όσο και από τον επόπτη παραμένουν τα ίδια κεφάλαιά της όπως αυτά εκφράζονται μέσα από τον δείκτη Core Tier I. Εν τω μεταξύ, σύμφωνα με πρόσφατη ανακοίνωση της ΕΚΤ, η Αρχή πρόκειται να διαχειριστεί το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων με στόχο να επιτευχθεί ο ίδιος βαθμός κάλυψης για το απόθεμα και τις ροές των NPEs σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Δηλαδή, στόχος είναι μακροπρόθεσμα τα παλιά και νέα NPEs να φέρουν τις ίδιες προβλέψεις. Η ομογενοποίηση αυτή μπορεί να συμβεί μόνον στην περίπτωση που μεγάλο τμήμα των παλιών NPEs διαγραφεί είτε μέσω πωλήσεων είτε μέσω προβλέψεων.
Οι εποπτικές προσδοκίες για την κάθε τράπεζα θα βασίζονται σε συγκριτικές αξιολογήσεις μεταξύ ομοειδών τραπεζών και θα λαμβάνουν υπόψη τον τρέχοντα δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων και τα βασικά οικονομικά χαρακτηριστικά των επιμέρους τραπεζών. Στόχος είναι να διασφαλιστεί διαρκής πρόοδος προς τη μείωση των υφιστάμενων κινδύνων στη ζώνη του ευρώ και να επιτευχθεί ο ίδιος βαθμός κάλυψης για το απόθεμα και τις ροές ΜΕΔ σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Ο μέσος όρος στη ζώνη του ευρώ το 4ο τρίμηνο του 2017 σε ό,τι αφορά τα «κόκκινα» δάνεια διαμορφώνεται σε 4,9%. Στην Ελλάδα το μέγεθος αυτό είναι διπλάσιο.
H πρόταση της Κομισιόν
Η πρόταση της ΕΚΤ