Το δέρμα και τα δερμάτινα προϊόντα, παρά τον ανταγωνισμό από τα συνθετικά, είναι από τα πιο ευρέως εμπορεύσιμα προϊόντα παγκοσμίως, βασιζόμενα σε έναν ανανεώσιμο και άμεσα διαθέσιμο πόρο, τα ζώα, τον οποίο η Ελλάδα δείχνει να χάνει σταδιακά, απομακρυνόμενη από επιχειρηματικές ευκαιρίες σε μια αγορά που ξεπερνά τα 80 δισ. ευρώ - όπως εκτιμάται η αξία του διεθνούς εμπορίου αυτών των προϊόντων, που πριμοδοτείται από την αύξηση του πληθυσμού και την αστικοποίηση στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Από την έντυπη έκδοση
Της Σοφίας Εμμανουήλ
[email protected]
Το δέρμα και τα δερμάτινα προϊόντα, παρά τον ανταγωνισμό από τα συνθετικά, είναι από τα πιο ευρέως εμπορεύσιμα προϊόντα παγκοσμίως, βασιζόμενα σε έναν ανανεώσιμο και άμεσα διαθέσιμο πόρο, τα ζώα, τον οποίο η Ελλάδα δείχνει να χάνει σταδιακά, απομακρυνόμενη από επιχειρηματικές ευκαιρίες σε μια αγορά που ξεπερνά τα 80 δισ. ευρώ - όπως εκτιμάται η αξία του διεθνούς εμπορίου αυτών των προϊόντων, που πριμοδοτείται από την αύξηση του πληθυσμού και την αστικοποίηση στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Η δυσμενής οικονομική συγκυρία των τελευταίων ετών στη χώρα μας, που συνδέθηκε με μείωση της κατανάλωσης βόειου κρέατος, στην αγορά του οποίου κυριαρχεί το εισαγόμενο λόγω φόρου, δημιούργησε αρνητικές προσδοκίες για την ανάκαμψη της εγχώριας εκτροφής, παρόλο που η ποιότητα, λόγω διατροφής, είναι υψηλότατη και παρά τον θετικό αντίκτυπο σε δραστηριότητες που σχετίζονται με τη βιομηχανία της ένδυσης.