Επιτάχυνση της ανάπτυξης στην Ελλάδα στα επίπεδα του 2% για το 2018 βλέπει το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δεύτερης τριμηνιαίας έκθεσής του για την ελληνική οικονομία, που παρουσιάστηκε σήμερα Τετάρτη. Ωστόσο, όπως ανέφερε κατά την παρουσίαση της έκθεσης ο πρόεδρος του δ.σ. του ΙΟΒΕ, Τάκης Αθανασόπουλος, κατά τη διάρκεια της κρίσης η ζημιά που υπέστησαν η οικονομία και γενικότερα η χώρα ήταν μεγάλη και το βιοτικό επίπεδο, το οποίο πριν την κρίση προσέγγιζε το βιοτικό επίπεδο των Σκανδιναβικών χωρών, σήμερα προσεγγίζει αυτό των υπολοίπων Βαλκανικών χωρών.
Επιτάχυνση της ανάπτυξης στην Ελλάδα στα επίπεδα του 2% για το 2018 βλέπει το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δεύτερης τριμηνιαίας έκθεσής του για την ελληνική οικονομία, που παρουσιάστηκε σήμερα Τετάρτη.
Ωστόσο, όπως ανέφερε κατά την παρουσίαση της έκθεσης ο πρόεδρος του δ.σ. του ΙΟΒΕ, Τάκης Αθανασόπουλος, κατά τη διάρκεια της κρίσης η ζημιά που υπέστησαν η οικονομία και γενικότερα η χώρα ήταν μεγάλη και το βιοτικό επίπεδο, το οποίο πριν την κρίση προσέγγιζε το βιοτικό επίπεδο των Σκανδιναβικών χωρών, σήμερα προσεγγίζει αυτό των υπολοίπων Βαλκανικών χωρών.
Από την πλευρά του, ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ καθηγητής Νίκος Βέττας ανέφερε πως η εξισορρόπηση της οικονομίας έχει επιτευχθεί κυρίως μέσω ύφεσης, ενώ υπογράμμισε πως το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο η εξάλειψη των δίδυμων ελλειμάτων είναι διατηρήσιμη και συμβατή με μια πορεία συστηματικής και εύρωστης μεγέθυνσης. Ανέφερε εξάλλου πως η ελληνική οικονομία την τελευταία δεκαετία δεν καταστράφηκε, ούτε όμως μεταρρυθμίστηκε σε επαρκή βαθμό ώστε να έχει ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΟΒΕ, η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε στο πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους κατά 2,3%, δηλαδή 0,3 και δύο ποσοστιαίες μονάδες ταχύτερα από ότι το προηγούμενο τρίμηνο και το ίδιο τρίμηνο του 2017 αντίστοιχα. Η ανάπτυξη προήλθε από τη βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου, λόγω διεύρυνσης των εξαγωγών (+7,6%) και πτώσης των εισαγωγών (-2,8%). Οι επενδύσεις υποχώρησαν κατά 12,1%, εξέλιξη η οποία, όπως και η μεταβολή στις εισαγωγές, οφείλεται σύμφωνα με το ΙΟΒΕ σε μάλλον πρόσκαιρο παράγοντα, την έντονη πτώση των εισαγωγών πλοίων. Η κατανάλωση των νοικοκυριών παρέμεινε σε πτωτική τροχιά για τρίτο τρίμηνο (-0,4%), ενώ αντιθέτως, η δημόσια κατανάλωση ενισχύθηκε οριακά (+0,3%).
Για το 2018, το ΙΟΒΕ εκτιμά πως θα υπάρξει επιτάχυνση της ανάπτυξης στην περιοχή του 2%. Παράλληλα, «βλέπει» τόνωση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας από συνέχιση της ανόδου των εξαγωγών (+7,0%). Εκτιμά πως θα είναι σημαντική η συμβολή και των επενδύσεων στην αύξηση του ΑΕΠ (+13%), σε εξωστρεφείς τομείς (μεταποιητικούς, τουρισμό, μεταφορές) και σε αποκρατικοποιήσεις – ιδιωτικοποιήσεις. Σε ό,τι αφορά τη συμβολή του ΠΔΕ, κατά το ΙΟΒΕ θα είναι υποτονική, ενώ ηπιότερη της αρχικά προβλεπόμενης θα είναι η ενίσχυση της κατανάλωσης των νοικοκυριών (+0,7%), παρά την κάμψη της ανεργίας, λόγω περιοριστικών πιέσεων από τα δημοσιονομικά μέτρα του 2018. Θα υπάρξει επίσης διεύρυνση δημόσιας κατανάλωσης (+1,5%), από συνέχιση δημοσιονομικής προσαρμογής κυρίως μέσω αύξησης των εσόδων.
Σε ό,τι αφορά την επίτευξη των ταμειακών στόχων Προϋπολογισμού στο πρώτο πεντάμηνο του 2018, αποδίδεται κυρίως στα μεγαλύτερα των αναμενόμενων έσοδα του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, κατά 462 εκατ. ευρώ, αλλά και στα περισσότερα καθαρά έσοδα του Τακτικού Προϋπολογισμού, κατά 372 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, υπάρχει υπέρβαση στόχου και στην πλευρά των δαπανών, αποκλειστικά από την υποϋλοποίηση του ΠΔΕ.
Το ΙΟΒΕ τονίζει επίσης πως καταγράφεται νέα κάμψη της ανεργίας στο τρίμηνο Ιανουαρίου – Μαρτίου φέτος έναντι της αντίστοιχης περυσινής περιόδου, στο 21,2% από 23,3%. Αύξηση της απασχόλησης παρατηρείται κυρίως στον τομέα της Υγείας, στη Γεωργία – δασοκομία - αλιεία και το Χονδρικό - Λιανικό Εμπόριο. Το ΙΟΒΕ επισημαίνει πως το 43,2% της μείωσης προήλθε από συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού και εκτιμά πως θα υπάρξει συνέχιση της υποχώρησης το τρέχον έτος, από την ενίσχυση της απασχόλησης σε εξωστρεφείς τομείς (Μεταποίηση, Τουρισμός, Μεταφορές). Μεγαλύτερη από πέρυσι είναι η συμβολή στην απασχόληση από τον Κατασκευαστικό τομέα (ιδιωτικοποιήσεις, νέες οικοδομές), ενώ διεύρυνση της απασχόλησης, μόνιμης και προσωρινής, καταγράφεται και στον δημόσιο τομέα. Συμπερασματικά, εκτιμάται πως στο σύνολο του 2018 η ανεργία θα κυμανθεί στην περιοχή του 19,8%.
Σύμφωνε με την έκθεση του ΙΟΒΕ, ο ρυθμός μεταβολής τιμών επανάκαμψε το δεύτερο τρίμηνο του 2018. Η ανερχόμενη, προς το παρόν ήπια, πληθωριστική πίεση λόγω της αύξησης των διεθνών τιμών πετρελαίου, αντιστάθμισε την εξασθένιση της αυξητικής επίδρασης στις τιμές των έμμεσων φόρων, και την αδύναμη καταναλωτική ζήτηση. Παρά ταύτα, ο ρυθμός ανόδου των τιμών στο πρώτο πεντάμηνο του 2018 ήταν οριακός, 0,1%, έναντι 1,4% πριν ένα έτος. Το ΙΟΒΕ εκτιμά ότι οι τιμές θα διατηρηθούν σε ανοδική τροχιά το τρέχον έτος, αλλά με ταχύτητα χαμηλότερη από την περυσινή, κοντά στο 0,5%, ίσως και ελαφρά υψηλότερα.
Επιπλέον, το ΙΟΒΕ εκτιμά πως επανακάμπτει με σταθερό, αν και αργό ρυθμό η εμπιστοσύνη προς το τραπεζικό σύστημα. Όπως αναφέρει στην έκθεσή του, σε συνέχεια των θετικών αποτελεσμάτων του stress test των τραπεζών (Μάιος 2018), συνεχίζεται η αργή επιστροφή των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα, η σταδιακή χαλάρωση των κεφαλαιακών περιορισμών, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών, πληρώντας τους σχετικούς στόχους, και η μείωση της εξάρτησης των τραπεζών από τη χρηματοδότηση του ELA. Μεγάλες προκλήσεις παραμένουν ο «ανθεκτικά» αρνητικός ρυθμός χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα από τις τράπεζες και το υψηλότερο κόστος νέου δανεισμού των επιχειρήσεων, σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρωζώνη.
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της έκθεσης, ο πρόεδρος του δ.σ. του ΙΟΒΕ, Τάκης Αθανασόπουλος σημείωσε πως η τριμηνιαία έκθεση συμπίπτει με την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου. Όπως τόνισε, «η ζημιά που έχει πραγματοποιηθεί στην οικονομία και τη χώρα είναι πολύ μεγάλη. Οι προσπάθειες δραστικών μεταρρυθμίσεων για βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας και προσέλκυσης ξένων επενδύσεων που θα συνέβαλαν στην διατήρηση του βιοτικού επιπέδου που είχε επιτύχει η χώρα μας κατά την προηγούμενη δεκαετία, δεν έτυχαν της απαιτούμενης κοινωνικής υποστήριξης. Έτσι το βιοτικό μας επίπεδο, το οποίο πριν την κρίση προσέγγιζε το βιοτικό επίπεδο των Σκανδιναβικών χωρών, σήμερα προσεγγίζει αυτό των υπολοίπων Βαλκανικών χωρών».
Ωστόσο, όπως διευκρίνισε, «δεν έχουν χαθεί όλα. Τα τελευταία χρόνια έχουν ολοκληρωθεί αρκετές μεταρρυθμίσεις, έχουν αλλάξει πολλά πράγματα και είναι στο χέρι μας η χώρα να προχωρήσει πολύ πιο γρήγορα. Υπάρχει ακόμη χρόνος για ανασύνταξη και ανάκτηση του χαμένου βιοτικού επιπέδου». Βασική προϋπόθεση για αυτό κατά τον κ. Αθανασόπουλο είναι η δημιουργία κουλτούρας συναίνεσης, που είναι το κύριο χαρακτηριστικό των χωρών που ευημερούν. «Πλείστα τα παραδείγματα χωρών που κατάφεραν να ανακάμψει η οικονομία τους σε μικρό χρονικό διάστημα. Το επέτυχαν με την υιοθέτηση βέλτιστων πρακτικών που εφαρμόστηκαν με επιτυχία σε άλλες χώρες σε περιόδους οικονομικής κρίσης που λειτούργησαν και ως προστατευτική δικλίδα για τις επερχόμενες γενιές από τις ανάγκες και τις προτεραιότητες της γενιάς που λαμβάνει τώρα τις αποφάσεις», κατέληξε.
Από την πλευρά του, κατά την παρουσίαση της Έκθεσης ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ καθηγητής Νίκος Βέττας ανέφερε πως με την ολοκλήρωση των τριών διαδοχικών προγραμμάτων, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε δημοσιονομική εξισορρόπηση, δεν παράγει πλέον δημοσιονομικά ελλείματα. Τόνισε επιπλέον ότι στο εξωτερικό ισοζύγιο επίσης παρατηρείται εξισορρόπηση, με τη σημαντική μείωση των εισαγωγών κατά την τελευταία δεκαετία να ακολουθείται από την σταδιακή αύξηση των εξαγωγών. Επεσήμανε, δε, ότι η διεθνής ανταγωνιστικότητα της οικονομίας έχει επίσης βελτιωθεί, κυρίως μέσω προσαρμογών στο μοναδιαίο κόστος εργασίας.
Όπως τόνισε, ωστόσο, η εξισορρόπηση, της οικονομίας έχει επιτευχθεί κυρίως μέσω ύφεσης, ενώ υπογράμμισε πως το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο η εξάλειψη των δίδυμων ελλειμάτων είναι διατηρήσιμη και συμβατή με μια πορεία συστηματικής και εύρωστης μεγέθυνσης. Σημείωσε εξάλλου πως οι ρυθμοί ανάπτυξής που καταγράφονται στο τρέχον διάστημα δεν είναι αυτοί που θα αναμένονταν για μια οικονομία που βγαίνει από την κρίση με δυναμικό τρόπο και εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό και από το θετικό εξωτερικό περιβάλλον της οικονομίας. Πρόσθεσε επιπλέον πως «στη συμφωνία για τη μεταμνημονιακή σχέση, η μετάθεση προς στο μέλλον μέρους των υποχρεώσεων εξυπηρέτησης του χρέους σηματοδοτεί πως αυτές δεν θα επιβαρύνουν υπέρμετρα το δημόσιο ταμείο στο ορατό μέλλον» και επεσήμανε ότι η προσφυγή στις αγορές σε βραχυχρόνιο ορίζοντα μπορεί να γίνεται με όρους σχετικής προστασίας.
Ο κ. Βέττας σημείωσε πως εκκαθαρίζονται σημαντικά εμπόδια που θα μπορούσαν να εκτρέψουν τα επόμενα χρόνια την οικονομία. Ταυτόχρονα όμως, όπως πρόσθεσε, και οι βαθμοί ελευθερίας προβλέπεται να είναι πολύ περιορισμένοι. Κατά τον κ. Βέττα, ο συνδυασμός των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων που προγραμματίζονται και συστηματικής εποπτείας αντανακλά σαφές έλλειμα εμπιστοσύνης. «Κρίθηκε, στη βάση και της εμπειρίας της εκτέλεσης των προγραμμάτων, πως η πρόσβαση σε επιπλέον πόρους και βαθμούς ελευθερίας μάλλον δεν θα οδηγούσε σε ανάπτυξη αλλά σε οπισθοδρόμηση, τόσο σε βραχύ όσο και σε μέσο ορίζοντα», πρόσθεσε.
Ανέφερε εξάλλου πως η ελληνική οικονομία την τελευταία δεκαετία δεν καταστράφηκε, ούτε όμως μεταρρυθμίστηκε σε επαρκή βαθμό ώστε να έχει ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική. Συνολικά, σύμφωνα με τον κ. Βέττα, η κρίση δεν αντιμετωπίστηκε ως ευκαιρία για να θεμελιωθεί μια «νέα» ελληνική οικονομία, ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα. «Πλέον η κρισιμότητα κάθε απόφασης που θα λαμβάνεται από το καλοκαίρι και μετά αυξάνεται» πρόσθεσε.
Προειδοποίησε, δε, πως στον βαθμό που θα αυξάνεται η εξάρτηση από τις αγορές, σταδιακά και σε βάθος δεκαετίας, οι σχετικές απαιτήσεις θα αυξάνονται κατακόρυφα. «Καθυστερήσεις, αμφισημία και παλινδρομήσεις δεν θα έχουν μόνο ως επίπτωση σημαντικές καθυστερήσεις, όπως είχαν έως τώρα, αλλά ακαριαία και επώδυνη αύξηση του κόστους χρηματοδότησης για επιχειρήσεις και νοικοκυριά και απομάκρυνση των επενδυτών, άρα διαιώνιση της ύφεσης, ή έστω της στασιμότητας, και της ανεργίας», κατέληξε.