Τις επιπτώσεις της κρίσης στη σχέση εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας καθώς και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική εκπαίδευση διαπιστώνει έρευνα του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), με τίτλο «Εκπαίδευση και αγορά εργασίας στην Ελλάδα: Επιπτώσεις της κρίσης και προκλήσεις».
Τις επιπτώσεις της κρίσης στη σχέση εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας καθώς και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική εκπαίδευση διαπιστώνει έρευνα του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), με τίτλο «Εκπαίδευση και αγορά εργασίας στην Ελλάδα: Επιπτώσεις της κρίσης και προκλήσεις».
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, αυτή τη στιγμή, οι άνεργοι απόφοιτοι ανώτατης εκπαίδευσης και μεταπτυχιακών ή διδακτορικών σπουδών ανέρχονται στους 250.000-260.000, ενώ συνολικά, ο αριθμός των πτυχιούχων το 2017 ανήλθε στα 2,12 εκατομμύρια (το 2001 ήταν 1,18 εκατομμύρια).
Από το 2009 και μετά, τα ποσοστά ανεργίας των πτυχιούχων υπερδιπλασιάστηκαν (από 7% σε 17,1% το 2017), παραμένουν ωστόσο τα χαμηλότερα, συγκρίνοντας τα αντίστοιχα ποσοστά με αποφοίτους λυκείου και δημοτικού. Κάπως πιο εύκολη είναι, σύμφωνα με τα στοιχεία, η πρόσβαση στην αγορά εργασίας για όσους έχουν μεταπτυχιακές ή διδακτορικές σπουδές, καθώς το ποσοστό ανεργίας έχει διαμορφωθεί περίπου στο 10% το 2017, έναντι 7% το 2009.
Συγκεκριμένα, η μεγαλύτερη αύξηση του αριθμού των ανέργων σημειώθηκε μεταξύ των αποφοίτων ανώτατης εκπαίδευσης (179,1%) και ακολούθησαν εκείνοι με εκπαίδευση λυκείου (αύξηση 138,4%) και εκείνοι με εκπαίδευση δημοτικού (αύξηση 55,6%).
Γενικά, τα ποσοστά απασχόλησης επιδεινώθηκαν για όσους αποφοίτησαν πιο πρόσφατα, καταδεικνύοντας τις μεγαλύτερες δυσκολίες εύρεσης εργασίας που αντιμετωπίζουν όσοι ολοκληρώνουν τις σπουδές τους.
Μάλιστα, η Ελλάδα καταγράφει το χαμηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε. των 28, όσον αφορά την απασχόληση αποφοίτων της ανώτατης εκπαίδευσης: Στην Ελλάδα διαμορφώνεται στο 66%, με την Κροατία να ακολουθεί δεύτερη με 73%, την ώρα που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι στο 78%.
Αναφορικά με τη σχέση ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτουν τα εξής: «Οι απασχολούμενοι στον ιδιωτικό τομέα με ανώτατη εκπαίδευση και με μεταπτυχιακές ή διδακτορικές σπουδές αυξήθηκαν (με ετήσιο ρυθμό μεταβολής 1,8% και 8,2% αντίστοιχα), ενώ οι απασχολούμενοι με χαμηλό ή μεσαίο επίπεδο εκπαίδευσης μειώθηκαν. Οι απασχολούμενοι όμως, στον δημόσιο τομέα με ανώτατη εκπαίδευση μειώθηκαν με ετήσιο ρυθμό μεταβολής 4,3%».
Παράλληλα η έρευνα καταδεικνύει ότι στην Ελλάδα «καλά κρατεί» το μισθολογικό χάσμα μεταξύ φύλων: Οι γυναίκες κατά μέσο όρο αμείβονται λιγότερο από τους άνδρες.
Η επίδραση του επιπέδου σπουδών στο μισθό, είναι υψηλότερη για τις γυναίκες, από ότι για τους άνδρες. Αν και η αξία των σπουδών είναι μεγαλύτερη για μία Ελληνίδα, δεν φτάνει για να πληρωθεί το ίδιο με έναν άνδρα, μιλώντας με όρους μέσων τιμών.
Όπως τονίζει το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών «τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι οι συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί περιορίζουν σημαντικά την αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού συστήματος και την απόδοση της δημόσιας επένδυσης στην εκπαίδευση. Απαιτούν, επομένως, παρέμβαση για τη βελτίωση τους»
Στο πλαίσιο αυτό χρειάζεται να αντιμετωπιστούν οι εξής επιμέρους προκλήσεις:
«Η ανεργία των νέων θα έπρεπε να βρίσκεται στην κορυφή των προτεραιοτήτων» σχολίασε το Ποτάμι.