Οικονομία & Αγορές
Τετάρτη, 04 Ιουλίου 2018 17:14

ΕΥ: Υπερδιπλάσια διαφθορά σε σχέση με τη Δυτ. Ευρώπη «βλέπουν» τα στελέχη επιχειρήσεων

Αισθητά μειωμένο σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, αλλά υπερδιπλάσιο σε σύγκριση με τη Δυτική Ευρώπη και τις ανεπτυγμένες αγορές, είναι το ποσοστό των στελεχών επιχειρήσεων που θεωρεί ότι η διαφθορά είναι διαδεδομένη στην Ελλάδα, σύμφωνα με έρευνα της Εrnst & Υoung.

Αισθητά μειωμένο σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, αλλά υπερδιπλάσιο σε σύγκριση με τη Δυτική Ευρώπη και τις ανεπτυγμένες αγορές, είναι το ποσοστό των στελεχών επιχειρήσεων που θεωρεί ότι η διαφθορά είναι διαδεδομένη στην Ελλάδα, σύμφωνα με έρευνα της Εrnst & Υoung.

Κατά τη 15η έκδοση της παγκόσμιας, διετούς έρευνας της ΕΥ, Global Fraud Survey -στην οποία συμμετείχαν περίπου 2.550 στελέχη επιχειρήσεων από 55 χώρες- το 46% των στελεχών επιχειρήσεων «βλέπει» διαφθορά στην Ελλάδα, έναντι 21% στη Δυτική Ευρώπη και 20% στις ανεπτυγμένες αγορές. Στις αναδυόμενες αγορές το συγκεκριμένο ποσοστό φτάνει το 52%, ενώ παγκοσμίως, εκτιμάται σε 38%. Πέρσι, σε ενδιάμεση έρευνα της ΕΥ, στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό έφτανε το 81%.

Κατά την ΕΥ, 20% των στελεχών στην Ελλάδα θα δικαιολογούσε την πληρωμή μετρητών για να επιβιώσει η επιχείρηση, έναντι 13% παγκοσμίως και 5% στη Δυτική Ευρώπη. Επιπλέον, 48% των στελεχών στην Ελλάδα θεωρεί το μακροοικονομικό περιβάλλον ως τη σημαντικότερη πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις, ενώ 50% των στελεχών στην Ελλάδα (40% παγκοσμίως) γνωρίζει τις προβλέψεις του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων (ΓΚΠΔ-GDPR).

Ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΥ Ελλάδος, Παναγιώτης Παπάζογλου, παρατηρεί: «Το ζήτημα της διαφθοράς δεν αφορά μόνο τις επιχειρήσεις και τους κινδύνους που δημιουργεί για την εικόνα, αλλά και τα οικονομικά τους αποτελέσματα. Αφορά ολόκληρη την κοινωνία. Ιδιαίτερα στη χώρα μας, σε μια περίοδο που πρέπει να οικοδομήσουμε ένα νέο θετικό πρότυπο επιχειρηματικότητας, η αντιμετώπιση του προβλήματος αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα. Η βελτίωση της εικόνας στην Ελλάδα δεν πρέπει να δημιουργήσει εφησυχασμό. Χρειάζεται να γίνουν πολλά ακόμη, τόσο σε επίπεδο νομοθεσίας, όσο και από τις ίδιες τις επιχειρήσεις. Πάνω απ’ όλα, πρέπει να γίνει συνείδηση ότι η τήρηση κανόνων ακεραιότητας αποτελεί ευθύνη όλων μας».