Η ανάκαμψη των μετοχών περιορίζει σήμερα το ενδιαφέρον για τα ομόλογα, με αποτέλεσμα οι αποδόσεις των περισσότερων τίτλων της Ευρωζώνης να καταγράφουν άνοδο. Κόντρα στο ρεύμα στέκονται, ωστόσο, τα ελληνικά ομόλογα, τα οποία βρίσκουν στήριγμα στην αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελλάδας από τον οίκο S&P, αλλά και τις θετικές επισημάνσεις του Moody's. Το κλίμα είναι ευνοϊκό, αλλά όχι ενθουσιώδες και αυτό που περισσότερο έχει σημασία είναι το εάν θα έχει διάρκεια.
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Η ανάκαμψη των μετοχών περιορίζει σήμερα το ενδιαφέρον για τα ομόλογα, με αποτέλεσμα οι αποδόσεις των περισσότερων τίτλων της Ευρωζώνης να καταγράφουν άνοδο. Κόντρα στο ρεύμα στέκονται, ωστόσο, τα ελληνικά ομόλογα, τα οποία βρίσκουν στήριγμα στην αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελλάδας από τον οίκο S&P, αλλά και τις θετικές επισημάνσεις του Moody's. Το κλίμα είναι ευνοϊκό, αλλά όχι ενθουσιώδες και αυτό που περισσότερο έχει σημασία είναι το εάν θα έχει διάρκεια.
Η απόδοση του ελληνικού κρατικού ομολόγου δεκαετούς διάρκειας παρουσιάζει σήμερα νέα πτώση πέντε μονάδων βάσης, στο 4,01%, σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg. Κινείται έτσι 132 μονάδες βάσης χαμηλότερα σε σχέση με τα επίπεδα στα οποία βρισκόταν ένα χρόνο νωρίτερα.
Αν και στο παρελθόν είχαμε συνηθίσει οι αναβαθμίσεις από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης να οδηγούν σε μεγάλη αποκλιμάκωση των αποδόσεων- έστω και βραχυπρόθεσμα- αυτή τη φορά τα κέρδη για τα ελληνικά ομόλογα είναι σχετικά περιορισμένα.
Έρχονται, ωστόσο, σε μία περίοδο έντονης μεταβλητότητας στην αγορά, κατά την οποία ομόλογα άλλων χωρών και κυρίως της Ιταλίας βρίσκονται στο στόχαστρο πωλητών και επομένως θεωρούνται σημαντικά. Η απόδοση του δεκαετούς ιταλικού ομολόγου σήμερα παρουσιάζει αύξηση δέκα μονάδων βάσης, στο 2,91%, ενώ του ισπανικού ενισχύεται κατά τέσσερις μονάδες βάσης στο 1,38% και του πορτογαλικού κατά τρεις στο 1,85%.
Είναι σαφές ότι μετά τη συμφωνία στο Eurogroup έχει διαμορφωθεί ένα θετικό κλίμα για το ελληνικό ενεργητικό, το οποίο όμως συνοδεύεται από ερωτηματικά και αστερίσκους. Οι χρηματοδοτικές ανάγκες για τα επόμενα χρόνια είναι διαχειρίσιμες και το ελληνικό χρέος θεωρείται βιώσιμο μεσοπρόθεσμα. Μακροπρόθεσμα οι κίνδυνοι επιμένουν. Το ΔΝΤ δεν έκρυψε την ανησυχία του, ενώ και μερίδα αναλυτών σπεύδει να υπενθυμίσει ότι πριν από κάποια χρόνια πολλοί υποστήριζαν ότι το βάρος του χρέους θα πρέπει να μειωθεί κάτω από το 110% του ΑΕΠ για να θεωρηθεί πραγματικά βιώσιμο.
Υπενθυμίζεται ότι η έκθεση βιωσιμότητας των Ευρωπαίων θέλει το χρέος να διαμορφώνεται στο 188% το 2019 για να υποχωρήσει στο 169,9% το 2020, στο 136,6% το 2030 και στο 127% του ΑΕΠ έως το 2060. Εμπόδιο στη δυναμική μείωσης του χρέους θέτουν οι προβλεπόμενοι ασθενικοί ρυθμοί ανάπτυξης. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των Ευρωπαίων το πραγματικό ΑΕΠ θα παρουσιάζει ανάπτυξη μόλις 1% μετά το 2022.
Η εικόνα στην αγορά ομολόγων το προσεχές διάστημα θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό και από τα όσα θα επισημαίνει το ΔΝΤ στη δική του ανάλυση βιωσιμότητας. Μένει να φανεί εάν το Ταμείο θα δώσει νέα ανάσα για το κόστος δανεισμού στις αγορές ή θα δημιουργήσει νέα ερωτηματικά και αστερίσκους.