Τα βιολογικά προϊόντα προέρχονται από ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και παραγωγής τροφίμων που συνδυάζει βέλτιστες περιβαλλοντικές πρακτικές, βιοποικιλότητα, διατήρηση των φυσικών πόρων και καλές συνθήκες εκτροφής των ζώων.
του Mπ. Πανώριου*
Τα βιολογικά προϊόντα προέρχονται από ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και παραγωγής τροφίμων που συνδυάζει βέλτιστες περιβαλλοντικές πρακτικές, βιοποικιλότητα, διατήρηση των φυσικών πόρων και καλές συνθήκες εκτροφής των ζώων. Στα πλαίσια αυτά, η χρήση χημικών ζιζανιοκτόνων και συνθετικών λιπασμάτων αποκλείεται, ενώ η χρήση αντιβιοτικών πρέπει να είναι περιορισμένη. Οι γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί απαγορεύονται και οι καλλιέργειες πρέπει να εναλλάσσονται.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, με αξία πωλήσεων 30,7 δις ευρώ το 2016, αποτελεί σήμερα μία από τις μεγαλύτερες και ταχύτερα αναπτυσσόμενες αγορές για βιολογικά προϊόντα. Οι καλλιεργούμενη έκταση φθάνει τα 12 εκατ εκτάρια, που αντιστοιχεί στο 6,7% της γεωργικής γης. Η χώρα μας, με ποσοστό 6,5%, βρίσκεται πολύ κοντά στο μέσο όρο.
Σύμφωνα με την έρευνα γνώμης που έγινε το Δεκέμβριο του 2017, οι Ευρωπαίοι θεωρούν ότι τα βιολογικά προϊόντα είναι πιο ακριβά, αλλά χαρακτηρίζονται από καλύτερη ποιότητα και είναι πιο ασφαλή για κατανάλωση σε σχέση με τα άλλα διατροφικά προϊόντα. Πιο συγκεκριμένα, εννέα στους δέκα (με πρώτη την Ελλάδα, όπου το σχετικό ποσοστό φθάνει το 97%) πιστεύουν ότι τα βιολογικά τρόφιμα είναι πιο ακριβά, το 79% θεωρούν ότι παράγονται με περιορισμένη χρήση παρασιτοκτόνων, λιπασμάτων ή αντιβιοτικών και το 78% ότι παράγονται με καλύτερες περιβαλλοντικές πρακτικές . Περισσότεροι από τα τρία τέταρτα των ερωτηθέντων απάντησαν ότι τα τρόφιμα που προέρχονται από βιολογικές φάρμες έχουν παραχθεί με καλύτερες συνθήκες εκτροφής των ζώων. Πάνω από επτά στους δέκα απάντησαν ότι τα προϊόντα από βιολογικές καλλιέργειες είναι καλύτερης ποιότητας και ασφαλέστερα για κατανάλωση από τα άλλα τρόφιμα.
Η πρώτη νομοθετική ρύθμιση για την παραγωγή και τον έλεγχο των βιολογικών προϊόντων υιοθετήθηκε από την ΕΕ ήδη το 1991. Το σχέδιο δράσης για το μέλλον της βιολογικής παραγωγής στην ΕΕ που παρουσιάστηκε το 2014 περιελάμβανε μέτρα για την επίτευξη τριών βασικών στόχων;
Την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της παραγωγής βιολογικών προϊόντων στην ΕΕ, μέσω της αξιοποίησης των σχετικών χρηματοδοτικών μέσων, της έρευνας και καινοτομίας και της πληροφόρησης του κοινού
Την αύξηση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών, μέσω της άσκησης ελέγχων στα παραγόμενα στην ΕΕ αλλά και στα εισαγόμενα προϊόντα
Εναρμόνιση των προτύπων της ΕΕ με αυτά των τρίτων χωρών με τις οποίες υπάρχει σημαντικός όγκος εμπορίου τροφίμων.
Η τελευταία εξέλιξη στο ρυθμιστικό πλαίσιο της ΕΕ ήταν η υιοθέτηση από το Συμβούλιο των Υπουργών στις 22 Μαίου ενός νέου κανονισμού, που θα τεθεί σε εφαρμογή την 1η Ιανουαρίου του 2021 και που προβλέπει την εισαγωγή αυστηρών επιτόπου ελέγχων, την αποτροπή της μόλυνσης των βιολογικών προϊόντων και την επιβολή προτύπων της ΕΕ σε όσα προϊόντα εισάγονται στις χώρες μέλη από τρίτες χώρες. Τα κύρια σημεία του κανονισμού είναι:
Ετήσιοι επιτόπιοι έλεγχοι σε όλα τα στάδια της παραγωγής και διάθεσης των προϊόντων
Εφαρμογή των σταθεροτύπων της ΕΕ στα εισαγόμενα προϊόντα, με τα “κατ’ αναλογία” πρότυπα των τρίτων χωρών να καταργούνται εντός πενταετίας
Αύξηση της προσφοράς βιολογικών σπόρων και ζώων, με τις σχετικές εξαιρέσεις που ισχύουν να εκπνέουν το 2035
Συνύπαρξη βιολογικών και συμβατικών καλλιεργειών στην ίδια εκμετάλλευση, υπό την προϋπόθεση ότι εφαρμόζεται αποτελεσματικός διαχωρισμός των δύο δραστηριοτήτων
Ομαδική πιστοποίηση για τη διευκόλυνση των μικρών παραγωγών
Αποφυγή όχι μόνον της χρήσης αλλά και της μόλυνσης των βιολογικών καλλιεργειών από χημικά ζιζανιοκτόνα και συνθετικά λιπάσματα και στέρηση της επισήμανσης του βιολογικού προϊόντος εάν ανιχνευτούν ίχνη τέτοιων ουσιών
Τα όρια για τέτοιες ουσίες που έχουν θεσπιστεί από επιμέρους κράτη – μέλη μπορούν να διατηρηθούν εφόσον τα κράτη αυτά επιτρέπουν την εισαγωγή προϊόντων που είναι συμβατά με τα όρια που έχει θεσμοθετήσει η ΕΕ.
Ο νέος κανονισμός αναμένεται να εξασφαλίσει την υψηλή ποιότητα των βιολογικών τροφίμων και να συμβάλει στην περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου, προσφέροντας αρκετό χρόνο στους παραγωγούς ώστε να προσαρμοστούν στις νέες απαιτήσεις, αλλά και αποτελώντας ένα σαφές ρυθμιστικό περιβάλλον για τους υπάρχοντες και τους μελλοντικούς παραγωγούς καθώς και για τις σχετικές εθνικές αρχές .
*Ο Mπ. Πανώριος είναι Οικονομολόγος MSc