Ύστερα από εννέα χρόνια σταθερής ανάκαμψης της αμερικανικής οικονομίας, με την ανεργία στα χαμηλότερα επίπεδα του τελευταίου αιώνα και τον πληθωρισμό κοντά στο στόχο, η Federal Reserve μπορεί να ισχυρίζεται ότι το πέτυχε το στόχο της. Χωρίς ανησυχίες για την επόμενη ημέρα, παρά τις εμπορικές διαμάχες και την έντονη γεωπολιτική αβεβαιότητα, επιταχύνει το ρυθμό της στην επιστροφή σε πιο περιοριστική πολιτική. Η επιλογή της αυτή, όμως, πυροδοτεί παρενέργειες σε αγορές, εκτός των ΗΠΑ.
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Ύστερα από εννέα χρόνια σταθερής ανάκαμψης της αμερικανικής οικονομίας, με την ανεργία στα χαμηλότερα επίπεδα του τελευταίου αιώνα και τον πληθωρισμό κοντά στο στόχο, η Federal Reserve μπορεί να ισχυρίζεται ότι το πέτυχε το στόχο της. Χωρίς ανησυχίες για την επόμενη ημέρα, παρά τις εμπορικές διαμάχες και την έντονη γεωπολιτική αβεβαιότητα, επιταχύνει το ρυθμό της στην επιστροφή σε πιο περιοριστική πολιτική. Η επιλογή της αυτή, όμως, πυροδοτεί παρενέργειες σε αγορές, εκτός των ΗΠΑ.
H αμερικανική κεντρική τράπεζα αύξησε το βασικό επιτόκιο δανεισμού κατά 25 μονάδες βάσης- για έβδομη φορά από το Δεκέμβριο του 2015- στο εύρος 1,75%-2%. Προανήγγειλε δε ακόμη δύο αυξήσεις έως το τέλος του έτους, οι οποίες θα οδηγήσουν το επιτόκιο στο 2,25%-2,5%.
Τα υψηλά αμερικανικά επιτόκια προσελκύουν και πάλι επενδυτές, που είχαν εγκαταλείψει την αμερικανική αγορά προς αναζήτηση πιο «πλούσιων» αποδόσεων. Αυτοί είχαν κατά κύριο λόγο στραφεί στις αναδυόμενες αγορές, οι οποίες και δέχονται σήμερα τις ισχυρότερες πιέσεις από τη στροφή της FED σε περιοριστική πολιτική. Η φυγή κεφαλαίων έχει αρχίσει και προβλέπεται να ενταθεί το προσεχές διάστημα.
Η EPFR Global υπολογίζει ότι οι εβδομαδιαίες ροές σε μετοχικά και ομολογιακά αμοιβαία κεφάλαια αναδυόμενων αγορών κινούνται πλεόν σε επίπεδα μικρότερα του 10% σε σχέση με τα επίπεδα ρεκόρ. Το ράλι του δολαρίου ισοδυναμεί με σφυροκόπημα νομισμάτων άλλων χωρών. Αργεντινή, Τουρκία και Βραζιλία είναι οι μεγαλύτεροι ηττημένοι.
Οι παραπάνω χώρες βλέπουν φέτος τα νομίσματά τους να βουλιάζουν για λόγους που έχουν βεβαίως να κάνουν με τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στο εσωτερικό τους. Η προεκλογική Τουρκία ενός Ερντογάν, που ανακαλύπτει συνεχώς νέους εχθρούς, απειλείται με υπερθέρμανση της οικονομίας. Ο πληθωρισμός καλπάζει και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών φουσκώνει, παρά τις δυναμικές αυξήσεις επιτοκίων, στις οποίες προέβη το τελευταίο διάστημα η κεντρική τράπεζα. Η Αργεντινή έπεσε και πάλι στην αγκαλιά του δικού της «εχθρού», του ΔΝΤ και αναγκάστηκε να οδηγήσει τα επιτόκια στο 40%. Και η Βραζιλία χάνει συνεχώς ταχύτητα.
Ωστόσο οι ειδικοί επισημαίνουν ότι το πολιτικό ρίσκο στις αναδυόμενες αγορές ήταν πάντα υψηλό και οι αναταράξεις δεν έλειπαν ποτέ, χωρίς να πτοούν ιδιαίτερα τους επενδυτές. Αυτό που έχει αλλάξει πια είναι το γεγονός ότι μπορούν να βρουν τις υψηλότερες αποδόσεις, που αναζητούσαν, σε ώριμες αγορές με περισσότερη ασφάλεια και πρωτίστως στην αμερικανική. Η Federal Reserve έχει κινηθεί με πολύ ταχύτερα βήματα από οποιαδήποτε άλλη μεγάλη κεντρική τράπεζα του πλανήτη προς ομαλοποίηση της πολιτικής της. Η επιρροή της στην παγκόσμια οικονομία και τις διεθνείς αγορές δεν μπορεί να υποτιμάται.
Μερίδα αναλυτών προειδοποιεί πάντως ότι τα υψηλά επιτόκια μπορούν να κάψουν και την ίδια την αμερικανική οικονομία. Και τούτο, όπως εξηγούν, γιατί εάν οι πιέσεις στις αγορές του εξωτερικού καταστούν δυσβάσταχτες, θα οδηγήσουν σε αισθητή κάμψη της ζήτησης για αμερικανικά προϊόντα και υπηρεσίες. «Εάν η Fed επιταχύνει υπερβολικά στο δρόμο της περιοριστικής πολιτικής θα πυροδοτήσει πάσης φύσεως προβλήματα σε πολλές αναδυόμενες αγορές. Και αυτά τα προβλήματα θα γυρίσουν πίσω να πλήξουν τις ΗΠΑ» προειδοποιεί χαρακτηριστικά στο BBC o Ντέσμοντ Λάχμαν του American Enterprise Institute.
Ωφελημένη πάντως θα μπορούσε να βγει η Ευρωζώνη, σε μία περίοδο που και η ΕΚΤ κινείται προς σταδιακή απομάκρυνση από την υπερβολικά χαλαρή πολιτική. Και τούτο γιατί η πολιτική της FED θα διατηρήσει σε χαμηλά επίπεδα το ευρώ έναντι του δολαρίου, προσφέροντας πολύτιμο στήριγμα στις ευρωπαϊκές εξαγωγές.