Η κυβέρνηση στοχεύει, μετά το τέλος του προγράμματος, να ελαφρύνει το βάρος για όσους υποστούν τις συνέπειες των μέτρων στις συντάξεις ή ακόμη και να μειώσει το ύψος των περικοπών. Τη θέση αυτή διατύπωσε η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου.
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Η κυβέρνηση στοχεύει, μετά το τέλος του προγράμματος, να ελαφρύνει το βάρος για όσους υποστούν τις συνέπειες των μέτρων στις συντάξεις ή ακόμη και να μειώσει το ύψος των περικοπών. Τη θέση αυτή διατύπωσε η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου.
Μιλώντας σε δημοσιογράφους στις Βρυξέλλες, η κ. Αχτσιόγλου καταρχάς επεσήμανε ότι οι περικοπές στις συντάξεις έχουν νομοθετηθεί και πως για την κυβέρνηση «αυτήν τη στιγμή» είναι σημαντικό να ολοκληρώσει επιτυχώς τη συμφωνία για αξιολόγηση - χρέος - μεταπρογραμματική εποπτεία. «Δεν θέλουμε να δημιουργηθούν επιπλοκές σε αυτήν τη διαδικασία», υπογράμμισε η υπουργός Εργασίας.
Ωστόσο, τόνισε ότι μετά από αυτό η κυβέρνηση θα εξετάσει τι δημοσιονομικό χώρο θα έχει διαθέσιμο στη μεταπρογραμματική περίοδο, «ώστε να ελαφρύνουμε τις συνέπειες για όσους θα υποστούν αυτές τις περικοπές ή ακόμη και να περιορίσουμε αυτό το μέτρο». Συγκεκριμένα, η κ. Αχτσιόγλου αναφέρθηκε στο εύρος της περικοπής μέσω της λεγόμενης προσωπικής διαφοράς.
«Η θέση μας είναι ότι αυτά τα μέτρα δεν είναι αναγκαία. Οι συνταξιούχοι στην Ελλάδα έχουν υποφέρει, οι συντάξεις είναι χαμηλές και οι δαπάνες για τις συντάξεις μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα θα κινούνται στον ευρωπαϊκό μέσο όρο», τόνισε η υπουργός Εργασίας.
Σημειωτέον, οι θεσμοί αντιμετωπίζουν την περικοπή στις συντάξεις, ύψους 1% του ΑΕΠ, από την 1 Ιανουαρίου 2019, ως προϋπόθεση για την συμφωνία - πακέτο στην Ελλάδα, στέλνοντας διαδοχικά μηνύματα για τη «μη αντιστροφή» των ματαρρυθμίσεων.
Σύμφωνα με την υπουργό Εργασίας, η δαπάνη για τις συντάξεις στην Ελλάδα ανήλθε στο 17,3% το 2016, ωστόσο τα επόμενα χρόνια θα αποκλιμακώνεται προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο: στο 13,4% το 2020 και στο 12% το 2030.