«Δεν δεσμευόμαστε ποτέ εκ των προτέρων». Ήταν ο κανόνας που ίσχυε για χρόνια στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αλλά τον έσπασε την περασμένη εβδομάδα ο Πέτερ Πρετ, ο επικεφαλής οικονομολόγος της Τράπεζας, αποκαλύπτοντας ότι στην επικείμενη συνεδρίαση στη Ρίγα της Λετονίας, το διοικητικό συμβούλιο θα αρχίσει να συζητά την σταδιακή έξοδο από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE). Θα έχει προηγηθεί η συνεδρίαση της Federal Reserve στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, για τα επιτόκια. Τι ακριβώς λοιπόν θα πρέπει να περιμένουμε από τις δύο μεγάλες κεντρικές τράπεζες;
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
«Δεν δεσμευόμαστε ποτέ εκ των προτέρων». Ήταν ο κανόνας που ίσχυε για χρόνια στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αλλά τον έσπασε την περασμένη εβδομάδα ο Πέτερ Πρετ, ο επικεφαλής οικονομολόγος της Τράπεζας, αποκαλύπτοντας ότι στην επικείμενη συνεδρίαση στη Ρίγα της Λετονίας, το διοικητικό συμβούλιο θα αρχίσει να συζητά την σταδιακή έξοδο από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE). Θα έχει προηγηθεί η συνεδρίαση της Federal Reserve στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, για τα επιτόκια. Τι ακριβώς λοιπόν θα πρέπει να περιμένουμε από τις δύο μεγάλες κεντρικές τράπεζες;
Οι κεντρικές τράπεζες και ειδικά η ΕΚΤ είχαν να αντιμετωπίσουν μεγάλα διλήμματα σχετικά με τα επόμενα βήματά τους. Στο μέτωπο της οικονομίας η ανάπτυξη της Ευρωζώνης κατεβάζει ταχύτητα, αλλά ο πληθωρισμός αίφνης επιταχύνεται. Και στο γεωπολιτικό πεδίο οι ευρωατλαντικές διαμάχες μαίνονται, δημιουργώντας κλίμα αβεβαιότητας, οι κόντρες για την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης επανέρχονται στο προσκήνιο, αλλά ο μεγάλος κίνδυνος- μία σοβαρή ιταλική κρίση- δεν προβάλλει πια τόσο απειλητικός.
Αν προσθέσουμε στη ζυγαριά της ΕΚΤ τις ανησυχίες για τις παρενέργειες, που έχει στις αγορές και όχι μόνο, η υπερβολική επιμονή στη χαλαρή νομισματική πολιτική, αντιλαμβανόμαστε γιατί ο Μάριο Ντράγκι πιέζεται να ανακοινώσει στη συνεδρίαση της Πέμπτης αποφάσεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Ιταλός θα τρέξει αίφνης να κάνει στροφή σε περιοριστική νομισματική πολιτική.
Τα βήματα θα είναι πολύ πιο αργά από εκείνα της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας. Το QE, με το οποίο έχει ρίξει 2,5 τρισ. ευρώ στην οικονομία, θα περιοριστεί, αλλά πιθανότατα δεν θα πεθάνει πριν από το τέλος του έτους. Και τα επιτόκια θα μείνουν ανέγγιχτα για πολύ ακόμη. Εκτιμάται ότι μέσα στο δεύτερο τρίμηνο του 2019 θα αυξηθεί το καταθετικό επιτόκιο (μένοντας πάντως σε αρνητικό έδαφος), ενώ η αύξηση του βασικού επιτοκίου δανεισμού θα έρθει ένα τρίμηνο αργότερα. Υπολογίζεται δε ότι θα έχουμε αυξήσεις της τάξης μόλις των 10 ή 15 μονάδων βάσης και όχι των 25 ή 50 μονάδων βάσης.
Για τη Federal Reserve τα πράγματα είναι λίγο πιο απλά. Η οικονομία αναπτύσσεται σταθερά, η ανεργία κινείται κοντά σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, οι μισθοί ακολουθούν την ανιούσα. Ωστόσο υπάρχει ένας παράγοντας, που δεν μπορεί να αγνοήσει η κεντρική τράπεζα: Ο απρόβλεπτος Τραμπ, που έχει έρθει σε σύγκρουση με όλους τους μεγάλους εμπορικούς εταίρους της χώρας. Μία όξυνση των αντιπαραθέσεων θα μπορούσε να ανακόψει απότομα την ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας. Ο παράγοντας αυτός δεν είναι ακόμη τόσο ισχυρός ώστε να θέσει εμπόδιο στα άμεσα σχέδια της Fed.
Aύριο η αμερικανική κεντρική τράπεζα αναμένεται να ανακοινώσει νέα αύξηση των επιτοκίων, τη δεύτερη φέτος. Αυτή τη στιγμή το βασικό επιτόκιο δανεισμού της FED είναι στο εύρος 1,5%-1,75%, την ώρα που το επιτόκιο δανεισμού της ΕΚΤ είναι στο μηδέν και το καταθετικό επιτόκιο στο -0,4%. Τα αμερικανικά επιτόκια προβλέπεται να φτάσουν στο 2%- 2,25% ή ακόμη και στο 2,25% -2,5% στα τέλη του έτους.
Υπενθυμίζεται ότι η Fed άνοιξε τον κύκλο της επιστροφής σε περιοριστική πολιτική το Δεκέμβριο του 2015 με μία αύξηση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης. Ακολούθησε μία δεύτερη ένα χρόνο αργότερα τον Δεκέμβριο του 2016 και ακόμη τρεις μέσα στο 2017. Αν την Τετάρτη αυξήσει το επόκιο στο εύρος 1,75%- 2%, το κόστος δανεισμού θα είναι στα επίπεδα στα οποία βρισκόταν από τα τέλη του 2001 έως το 2004, μία περίοδο που χαρακτηρίστηκε από τις επιπτώσεις της φούσκας, που έσκασε, και των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου.