Στην αναθεώρηση των προβλέψεων του φετινού προϋπολογισμού προχωρά το υπουργείο Οικονομικών. Με βάση τις νέες εκτιμήσεις, ο πήχης των εσόδων κατεβαίνει -σε επίπεδο κράτους- κατά 927 εκατ. ευρώ, ενώ ο πήχης των δαπανών ανεβαίνει κατά 502 εκατ. ευρώ. Αυτή η διαφορά του 1,43 δισ. ευρώ αντισταθμίζεται εν μέρει σε επίπεδο κεντρικής κυβέρνησης από την αναθεώρηση προς τα πάνω των εκτιμήσεων για την πορεία των οικονομικών επιδόσεων των νομικών προσώπων.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Στην αναθεώρηση των προβλέψεων του φετινού προϋπολογισμού προχωρά το υπουργείο Οικονομικών.
Με βάση τις νέες εκτιμήσεις, ο πήχης των εσόδων κατεβαίνει -σε επίπεδο κράτους- κατά 927 εκατ. ευρώ, ενώ ο πήχης των δαπανών ανεβαίνει κατά 502 εκατ. ευρώ. Αυτή η διαφορά του 1,43 δισ. ευρώ αντισταθμίζεται εν μέρει σε επίπεδο κεντρικής κυβέρνησης από την αναθεώρηση προς τα πάνω των εκτιμήσεων για την πορεία των οικονομικών επιδόσεων των νομικών προσώπων.
Πάντως, σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης -όπου εκτός από τους φορείς της κεντρικής διοίκησης, των νοσοκομείων και των νομικών προσώπων περιλαμβάνονται και οι επιδόσεις των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης αλλά και ο κοινωνικός προϋπολογισμός- προκύπτει αρνητική διαφορά περίπου 847 εκατ. ευρώ σε επίπεδο πρωτογενούς πλεονάσματος. Με βάση τον ορισμό της δανειακής σύμβασης, η εκτίμηση είναι ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα κλείσει τελικώς σε επίπεδα κατά 541 εκατ. ευρώ χαμηλότερα συγκριτικά με τις εκτιμήσεις που είχαν γίνει πέρυσι τον Νοέμβριο κατά τη σύνταξη του φετινού προϋπολογισμού.
Αυτό σημαίνει ότι το κείμενο του μεσοπρόθεσμου προβλέπει πλέον σχεδόν μηδενική υπεραπόδοση κατά τη φετινή χρονιά, όταν τον περασμένο Νοέμβριο είχε προβλεφθεί ότι θα υπάρξει ένα μαξιλάρι της τάξεως των 587 εκατ. ευρώ. Χωρίς αυτό το «μαξιλάρι» το οικονομικό επιτελείο δεν θα μπορεί να ανοίξει συζήτηση για τη διανομή έκτακτου μερίσματος κατά τη διάρκεια της φετινής χρονιάς, εκτός και αν τα αποτελέσματα εκτέλεσης του προϋπολογισμού είναι τόσο εντυπωσιακά το επόμενο διάστημα, ώστε να πείσουν τους δανειστές ότι θα υπάρξει ο απαραίτητος «δημοσιονομικός χώρος».
Τα αναθεωρημένα -μέσω του μεσοπρόθεσμου- νούμερα για τη φετινή χρονιά δικαιολογούν σε πολύ μεγάλο βαθμό και τη στάση της κυβέρνησης, η οποία παραπέμπει την όποια συζήτηση για τις περικοπές των συντάξεων, αλλά και τις πραγματικές επιπτώσεις στο εισόδημα των συνταξιούχων για μετά τον Αύγουστο. Νωρίτερα δεν θα υπάρχει σαφής εικόνα για τη φετινή εκτέλεση του προϋπολογισμού οπότε και οι δανειστές -οι οποίοι θα εξακολουθήσουν να έχουν λόγο για τα μέτρα με δημοσιονομική επίπτωση και μετά το τέλος του 3ου προγράμματος- δεν θα έχουν εικόνα για την εξέλιξη των δημοσιονομικών μεγεθών.
Από τον σχετικό πίνακα που δημοσιεύεται στο αναθεωρημένο μεσοπρόθεσμο προκύπτουν όλες οι επιμέρους «διορθώσεις» στις προβλέψεις του φετινού προϋπολογισμού. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτές οι «διορθώσεις» είναι απόρροια της συμφωνίας κυβέρνησης - δανειστών για μικρότερη προσδοκώμενη ανάπτυξη κατά τη φετινή χρονιά. Το ΑΕΠ είχε εκτιμηθεί πέρυσι τον Νοέμβριο ότι θα φτάσει στα 184,691 δισ. ευρώ, ενώ η καινούργια εκτίμηση κατεβάζει τον πήχη στα 182,959 δισ. ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι η «πίτα» μειώνεται κατά 1,732 δισ. ευρώ. Αυτή η μεταβολή επιφέρει όλες τις ακόλουθες τροποποιήσεις:
1 Τα έσοδα σε επίπεδο κρατικού προϋπολογισμού μειώνονται -όπως προαναφέρθηκε- κατά 927 εκατ. ευρώ, με τη νέα εκτίμηση να προσδιορίζει τη φετινή επίδοση στα 52,889 δισ. ευρώ έναντι 53,816 δισ. ευρώ που είχε προβλεφθεί τον περασμένο Νοέμβριο. Για μια ακόμη χρονιά αναμένεται να πραγματοποιηθούν περισσότερες επιστροφές φόρου σε σχέση με το αρχικά προϋπολογισθέν ποσό. Ενώ τον περασμένο Νοέμβριο είχε εκτιμηθεί ότι οι επιστροφές φόρου θα ανέλθουν στα 3,648 δισ. ευρώ, το ποσό τώρα «διορθώνεται» κατά 756 εκατ. ευρώ και ο πήχης των επιστροφών ανεβαίνει στα 4,404 δισ. ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι επιστροφές φόρου (είτε υπάρχει ΑΦΕΚ είτε όχι) λαμβάνονται υπ’ όψιν από τους δανειστές ως ποσά που διατίθενται για την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου οπότε «ξεκλειδώνουν» τις δόσεις που δίδονται για τον σκοπό αυτό από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης.
Ακόμη χαμηλότερα κατεβαίνει ο πήχης των εσόδων για τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων, καθώς η νέα εκτίμηση ορίζεται στα 8,579 δισ. ευρώ από 8,742 δισ. ευρώ τον περασμένο Νοέμβριο, με τη διαφορά να ανέρχεται στα 163 εκατ. ευρώ. Αντίθετα, αυξημένη απόδοση περιμένει το υπουργείο Οικονομικών από τον φόρο στο εισόδημα των νομικών προσώπων, με την αναθεωρημένη εκτίμηση να είναι κατά 139 εκατ. ευρώ υψηλότερη σε σχέση με την προηγούμενη (3,461 δισ. ευρώ από 3,322 δισ. ευρώ). Στους άμεσους φόρους παρελθόντων ετών ο πήχης κατεβαίνει κατά 16 εκατ. ευρώ, παρά το γεγονός ότι τα στοιχεία του πρώτου 4μηνου δείχνουν σημαντική υπέρβαση. Αυτός είναι και ένας κωδικός από τον οποίο το υπουργείο Οικονομικών μπορεί να προσβλέπει σε υπεραπόδοση μέχρι το τέλος του έτους. Στους έμμεσους φόρους, ο πήχης κατεβαίνει κατά 322 εκατ. ευρώ, με αποτέλεσμα να αναζητούνται πλέον 30,197 δισ. ευρώ από 30,519 δισ. ευρώ. Από τα 322 εκατ. ευρώ, τα 147 εκατ. ευρώ θα «λείψουν» από τους φόρους συναλλαγών και ειδικά τον ΦΠΑ, ενώ ακόμη μεγαλύτερη μείωση στα προσδοκώμενα έσοδα εγγράφεται στις εισπράξεις από τον φόρο κατανάλωσης (9,499 δισ. ευρώ ο νέος στόχος από 9,715 δισ. ευρώ που είχε προϋπολογιστεί τον περασμένο Νοέμβριο).
2Οι δαπάνες σε επίπεδο κρατικού προϋπολογισμού αναθεωρούνται προς τα πάνω κατά 502 εκατ. ευρώ και φτάνουν πλέον στα 57,548 δισ. ευρώ από 57,046 δισ. ευρώ που ήταν η αντίστοιχη περσινή πρόβλεψη. Τα λειτουργικά έξοδα εκτινάσσονται από το 1,876 δισ. ευρώ στα 2,499 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 623 εκατ. ευρώ, ενώ αντίθετα μειώνεται η εκτιμώμενη δαπάνη για τις κοινωνικές παροχές από το 1,661 δισ. ευρώ στο 1,203 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 458 εκατ. ευρώ. Κατά 450 εκατ. ευρώ «διορθώνεται» και η εκτίμηση για τους τόκους (οι οποίοι δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν στο πρωτογενές πλεόνασμα αλλά στη συνολική εκτέλεση του προϋπολογισμού). Η μείωση των κοινωνικών δαπανών αντισταθμίζεται σε μεγάλο βαθμό από την αύξηση των μεταβιβάσεων και τις αποδόσεις σε τρίτους κατά 778 εκατ. ευρώ (από τα 22,639 δισ. ευρώ στα 23,416 δισ. ευρώ). Η μισθολογική δαπάνη αναθεωρείται προς τα πάνω κατά 132 εκατ. ευρώ και ανέρχεται πλέον στα 12,645 δισ. ευρώ από 12,512 δισ. ευρώ που ήταν η προηγούμενη εκτίμηση.
Η αναθεωρημένη εκτίμηση για τα αποτελέσματα των νομικών προσώπων είναι βελτιωμένη κατά 789 εκατ. ευρώ, στα 2,874 δισ. ευρώ από 2,085 δισ. ευρώ. Τα έσοδα αναθεωρήθηκαν στα 9,852 δισ. ευρώ από 8,941 δισ. ευρώ (δηλαδή κατά 911 εκατ. ευρώ), ενώ τα έξοδα επανεκτιμήθηκαν στα 6,978 δισ. ευρώ από 6,856 δισ. ευρώ, δηλαδή υψηλότερα κατά 122 εκατ. ευρώ. Στα οικονομικά αποτελέσματα των νοσοκομείων οι επιδόσεις είναι περίπου οι ίδιες (υπάρχει βελτίωση κατά 12 εκατ. ευρώ), ενώ βελτιωμένη απόδοση αναμένεται στα αποτελέσματα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, με την τελική επίδοση να φτάνει στα 482 εκατ. ευρώ από 342 εκατ. ευρώ (σ.σ.: τα έσοδα των δήμων αναθεωρούνται προς τα πάνω κατά 542 εκατ. ευρώ και οι δαπάνες κατά 402 εκατ. ευρώ). Στον κοινωνικό προϋπολογισμό δεν επέρχονται ουσιαστικές αλλαγές.
Υπό αυτά τα δεδομένα, η γενική κυβέρνηση θα κλείσει με πλεόνασμα 662 εκατ. ευρώ (έναντι 1,127 δισ. ευρώ που ήταν η αρχική εκτίμηση), ενώ σε επίπεδο πρωτογενούς πλεονάσματος το ποσοστό πέφτει στο 3,8% από 4,2% που είχε εκτιμηθεί τον περασμένο Νοέμβριο. Αυτός είναι ο ορισμός της ΕΛΣΤΑΤ, διότι με βάση τον μνημονιακό ορισμό το πρωτογενές πλεόνασμα θα ανέλθει στο 3,56% του ΑΕΠ ή στα 6,404 δισ. ευρώ και όχι στο 3,82% του ΑΕΠ ή στα 7,052 δισ. ευρώ που όριζε ο κρατικός προϋπολογισμός τον Νοέμβριο.